0
Your Καλαθι
Συγκεχυμένα ανέρχονται τα λησμονημένα
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Οι ήρωες και οι ηρωίδες του Τόμας Μαν, προσωπογραφίες φιλοτεχνημένες με τους απόηχους της μουσικής, ζουν στο μεταίχμιο της αξιοπρέπειας και του εξευτελισμού, καθημερινοί ήρωες μιας παρακμάζουσας εποχής και καλλιτεχνικοί εκφραστές της. Η δύναμή τους ανάγεται στην ανέφικτη κοινωνική προσαρμογή τους και η αδυναμία τους στα καταπιεσμένα ένστικτά τους. Ο πολιτισμός εν τέλει καταρρέει και ο καταπιεσμένος κόσμος των ενστίκτων, τον οποίον μοιραία αφυπνίζει η καταλυτική εισβολή του πάθους στην εξισορροπημένη αταραξία μιας καλά προφυλαγμένης και κατ' επίφασιν ακλυδώνιστης και ασφαλούς ζωής, θριαμβεύει μετέωρος μεταξύ ανηθικότητας και ηθικής. Αυτή η ατέρμονη εσωτερική πάλη προβάλλει μέσω της αριστοτεχνικής, ειρωνικής και κωμικοτραγικής καταγραφής της ως αέναος ρυθμιστής της ανθρώπινης συμπεριφοράς, πέρα από το καλό και το κακό, ως κύριος εκφραστής της βούλησης για ζωή και της κατανίκησης του θανάτου.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Δεκατρία πρώιμα έργα (διηγήματα και νουβέλες) του Τόμας Μαν περιλαμβάνονται στην ανά χείρας συλλογή, που καλύπτει μία περίοδο δεκαπέντε ετών: από το 1893 ώς το 1908. Κατά τη διάρκεια αυτού του διαστήματος, κι ενόσω ο Μαν βαδίζει από τα δεκαοχτώ προς τα τριάντα τρία του, δημοσιεύονται και τα βιβλία τα οποία τον καθιερώνουν: οι «Μπούντεμπρουκ» (1901), ο «Τόνιο Κρέγκερ» (1903) και η «Αυτού Βασιλική Υψηλότης» (1909). Την ίδια εποχή συμβαίνουν και σημαντικές αλλαγές στην ιδιωτική ζωή του συγγραφέα, που εγκαταλείπει τη γενέτειρά του, (Λίμπεκ) για να εγκατασταθεί στο Μόναχο, ταξιδεύει δύο φορές στην Ιταλία, το 1895 και το 1898, και επιστρέφει οριστικά στο Μόναχο, όπου παντρεύεται την Κάτια Πρίνγκσχαϊμ, το 1905, με την οποία και αποκτά σύντομα τα δύο πρώτα παιδιά τους, την Ερικα, το 1905, και τον Κλάους, το 1906. Τυπωμένα σε διάφορα γερμανικά περιοδικά, τα κείμενα που φιλοξενούνται στον τόμο «Συγκεχυμένα ανέρχονται τα λησμονημένα» προαναγγέλλουν με διαφόρους τρόπους τα μείζονα θέματα τα οποία απασχόλησαν τον Μαν σε όλη την πορεία της πολύχρονης δημιουργίας του.
Σκίτσα και προσχέδια
Με κεντρικούς του ήρωες τριαντάρηδες καλλιτέχνες (στιχοπλόκους, μουσικούς, συγγραφείς, τεχνοκρίτες), οι οποίοι ανακαλύπτουν σιγά σιγά τον εαυτό τους και τις ικανότητές τους, ρέποντας κατά καιρούς προς την αυτοδιάλυση και την αυτοκαταστροφή, ο Μαν ρίχνει προσεκτικά (και χωρίς φιλάρεσκους μετεωρισμούς ή δισταγμούς) στο χαρτί τα σκίτσα ή τα διαγράμματα των κατοπινών συνθέσεών του. Το ιερό βάρος της ασθένειας που συνδέεται με τις μεγάλες περιπέτειες του πνεύματος, ο υψηλός ρόλος της μουσικής που εμφανίζεται με τη μυστική της γλώσσα ως η πλέον αφαιρετική μορφή τέχνης, όπως και η διαγραφή των ορίων των κοινωνικών τάξεων μέσα στην αναγκαστική τους συνύπαρξη, με πρωταρχική τη θέση του αστικού σύμπαντος, βρίσκονται διάχυτα και σε ισχυρές δόσεις στα νεανικά κείμενα του Μαν, δείχνοντας πως το σχήμα του κοσμοειδώλου του διαμορφώνεται από πολύ νωρίς, για να ολοκληρωθεί εύλογα στα ώριμα χρόνια με τα κατάλληλα «γεμίσματα». Και από αυτή την άποψη, το βιβλίο «Συγκεχυμένα ανέρχονται τα λησμονημένα» είναι ένα ανοιχτό λογοτεχνικό εργαστήριο, όπου ο ενημερωμένος για το όψιμο έργο τού Μαν αναγνώστης παρακολουθεί με κάθε λεπτομέρεια τη γέννηση των οργανικών υλικών του.
Η γέννηση των οργανικών υλικών: δεν είναι ασφαλώς τυχαίο το γεγονός ότι στην προπαρασκευαστική αυτή φάση, όπου ο Μαν δοκιμάζει με φανερή αυτοπεποίθηση τις δυνάμεις του, καμία σκιά πρωτόλειας γραφής δεν βαραίνει τα κομμάτια του. Με πυκνά και ανάγλυφα σχεδιασμένους αφηγηματικούς χαρακτήρες, με γερά χτισμένη (χωρίς αμήχανα κενά ή αδέξιες υπερβάσεις) πλοκή, καθώς και με πλήρη έλεγχο των εκφραστικών του μέσων ο Μαν κατορθώνει να δημιουργήσει συγκλονιστικές στιγμές ή να εικονογραφήσει τιτάνιες συγκρούσεις στο φύσει περιορισμένο πεδίο της νουβέλας ή του διηγήματος, φτάνοντας κάποτε μέχρι του σημείου να μας κόψει κυριολεκτικά την ανάσα. Κι αν ξεκινάει με κάποιες εμφανώς ρομαντικές επιρροές από τον Γκέτε ή τον Φόσκολο (είναι, νομίζω, ιδιαίτερα χαρακτηριστικός ο ιδανισμός που σημαδεύει το θάνατο του Πάολο στη «Βούληση για ευτυχία» ή του κυρίου Φρίντεμαν στο «Μικρό κύριο Φρίντεμαν»), δεν αργεί να περάσει σ' έναν προωθημένο και ενίοτε βαθιά σαρκαστικό ρεαλισμό, με πρόσωπα τα οποία είτε κατρακυλούν παντελώς αβοήθητα στην αβυσσαλέα αταξία και το χάος («Ο παλιάτσος», «Τομπίας Μιντερνίκελ») είτε μετατρέπονται αιφνιδιαστικά σε άλλοτε αστείο και άλλοτε δραματικό περίγελο της εκδικητικής μανίας και της καθ' έξιν αναλγησίας των άλλων («Εκδίκηση», «Λουιζάκι»).
Η ενδιάθετη τάση προς το μηδενισμό και η επιθυμία για εξαφάνιση της ύπαρξης συνιστούν, όπως κι αν το λογαριάσουμε ή το ζυγίσουμε, το κεντρικό γνώρισμα των νεανικών γραπτών του Μαν. Οι ήρωές του δεν διστάζουν να κοιτάξουν κατάματα το κενό και να πηδήξουν θαραλλέα στον γκρεμό που ανοίγεται μπροστά τους. Το απόλυτο πάθος τους για τη ζωή (κι εν προκειμένω επανακάμπτουμε στη ρομαντική παράδοση) είναι τέτοιο που επιτρέπει την οποιαδήποτε απερισκεψία. Κι αν κάποτε τους συναντούμε να χάνονται για μια πολύ μικρή αφορμή, για μία εντελώς ασήμαντη αιτία, καμία έκπληξη. Το κλίμα του βίου τους όπως το έχει φιλοτεχνήσει ο συγγραφέας, κάτι ανάμεσα σε παραλήρημα φιλοδοξίας και οικτρή αυτεπίγνωση ματαιότητας, καθορίζει και την πλέον αστόχαστη ή απρόσμενη ενέργειά τους. Ο θάνατος είναι ωραιότερος από μια μηδαμινή, χωρίς εσωτερική ορμή και αξία, διαδρομή, σ' έναν περίγυρο όπου τα πάντα είναι πρόθυμα να καταρρεύσουν με την παραμικρή κίνηση ή μεταβολή.
Μεταφραστική λεπτομέρεια
Κλείνοντας, μια παρατήρηση σχετικά με τη μετάφραση του Αλέξανδρου Κυπριώτη. Καθώς έχει γίνει από τα γερμανικά, δεν είμαι σε θέση να ελέγξω ούτε τη νοηματική της ακρίβεια ούτε την πιστότητα του ύφους της. Μου είναι παρ' όλα αυτά αδύνατο να εννοήσω για ποιον λόγο παρεισφρέουν αδιάκοπα σ' ένα κατά τ' άλλα μάλλον βατό και ομοιογενές κείμενο τύποι όπως «ομιλούσε», «ξεύρω» (βγάζει κυριολεκτικά μάτι) ή «λέγω», «στρογγύλο» και «υποκάμισο». Καμία δραματουργική ανάγκη δεν φαίνεται να τους επιβάλλει, κανέναν πρακτικό σκοπό δεν μοιάζει να υπηρετούν. Αντιθέτως, ξενίζουν έντονα με το άστοχο και το κακόηχο της χρήσης τους, αποσπώντας χωρίς τον παραμικρό λόγο την προσοχή από τη ροή της αφήγησης και δυσκολεύοντας άνευ αιτίας την ανάγνωση με την καταχρηστική, αλλά κι επιδεικτική επανάληψή τους. Παρωνυχίδα, οπωσδήποτε. Πολύ ενοχλητική, όμως, και δυσάρεστη παρωνυχίδα.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 04/04/2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις