0
Your Καλαθι
Το μελαγχολικό κομμάτι της Δυτικής Ακτής
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
«Και συνέβαινε καμιά φορά αυτό που συμβαίνει τώρα: Ο Ζωρζ Ζερφώ τρέχει με το αμάξι του στον εξωτερικό περιφερειακό. Μπήκε στην Πόρτ ντ' Ιβρύ. Είναι δύο και μισή το πρωί, ίσως τρεις και τέταρτο. Αρκετοί οδηγοί είναι μεθυσμένοι. Ο Ζωρζ Ζερφώ είναι. Έχει πιεί πέντε μπέρμπον 4 Roses. Επίσης, πριν από τρεις ώρες περίπου, ήπιε δύο χάπια ισχυρού βαρβιτουρικού. Το ότι τα ανακάτεψε δεν τον νύσταξε, αντίθετα του προκάλεσε μια τεταμένη ευφορία που κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να μετατραπεί σε οργή ή σε ένα είδος μελαγχολίας, κατά κάποιον τρόπο τσεχοφικής και κυρίως πικρής, που είναι ένα συναίσθημα ούτε πολύ ανδρείον ούτε ενδιαφέρον. Ο Ζωρζ Ζερφώ τρέχει με 145 χιλιόμετρα την ώρα. Μέσα από δύο ηχεία -ένα κάτω από το ταμπλώ, ένα στο πίσω μέρος- ακούγεται σε χαμηλή ένταση η μουσική που παίζει στο κασετόφωνο.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ίσως δεν είναι καθόλου τυχαίο που δύο από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του «neo-polar», του νέου γαλλικού αστυνομικού μυθιστορήματος, ο Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ (1942-1995) και ο Ζαν-Κλοντ Ιζό (1945- 2000) είναι γεννημένοι στη Μασσαλία και μάλιστα έλκουν την καταγωγή τους από άλλες χώρες, τη Σκωτία ο πρώτος, την Ιταλία και την Ισπανία ο δεύτερος. Δεν είναι επίσης τυχαίο που αμφότεροι υπήρξαν αριστεροί, μέλη κομμουνιστικών οργανώσεων, με αξιόλογη πολιτική δραστηριότητα, πράγμα που συνέβαλε στο να γράψουν μυθιστορήματα με έντονη πολιτική και κοινωνική χροιά. Ο μεν Μανσέτ εισήγαγε τους προβληματισμούς του Μάη του '68 στην πλοκή των έργων του, ο δε Ιζό έθιξε το καυτό θέμα του ρατσισμού και του εθνικισμού στη Νότια Γαλλία. Στο μυθιστόρημα Το μελαγχολικό κομμάτι της Δυτικής Ακτής (πρωτότυπος τίτλος Le petit bleu de la cote ouest), το οποίο θα μπορούσε επίσης να τιτλοφορηθεί Το μικρό μπλουζ της Δυτικής Ακτής, ο Μανσέτ, γνωστός στην Ελλάδα από τα εκδοθέντα βιβλία του Τι λούκι! και Νάδα (εκδόσεις Στάχυ), Η πρηνής θέση του σκοπευτή (εκδόσεις Αγρα) και Αφήστε τα πτώματα να μαυρίσουν στον ήλιο μαζί με τον Ζ.-Π. Μπαστίντ (εκδόσεις Καστανιώτη), αφηγείται μια ιστορία που διαδραματίζεται στο Παρίσι με ήρωα τον Ζωρζ Ζερφώ, ένα στέλεχος επιχειρήσεως που μπλέκει άθελά του σε μια επικίνδυνη περιπέτεια με επαγγελματίες φονιάδες. Εδώ η πολιτική είναι παρούσα στον βαθμό που ο κεντρικός ο θετικός ήρωας με την επιτυχημένη επαγγελματική ζωή θυμάται το αριστερό παρελθόν του και ο συγγραφέας περιγράφει τον βίο και την πολιτεία του άλλου ήρωα του αρνητικού ονόματι Αλόνσο Έμεριχ υ Έμεριχ, συνεργάτη του δικτάτορα Τρουχίγιο της Δομινικανής Δημοκρατίας, ο οποίος εκτελέστηκε από αντάρτες το 1961. Απόηχοι από τον Μάη του '68, σχόλια για το τι απέγιναν οι πρωταγωνιστές της εξέγερσης (αστικοποίηση, αποστασιοποίηση από το παρελθόν τους κτλ.), νύξεις για τη συμμετοχή της CIA στα στρατιωτικά πραξικοπήματα στη Λατινική Αμερική, είναι μερικά από τα πολιτικά σημεία του βιβλίου.
Η υπόθεση έχει ως εξής. Ο Ζωρζ Ζερφώ, ευτυχισμένος σύζυγος και πατέρας, τρέχοντας στον περιφερειακό του Παρισιού γίνεται ακούσιος μάρτυρας ενός φόνου. Μεταφέροντας τον θανάσιμα τραυματισμένο οδηγό ενός αμαξιού στο νοσοκομείο δεν μπορεί να φανταστεί ότι η ζωή του μπαίνει στο στόχαστρο δύο πληρωμένων δολοφόνων που δουλεύουν για λογαριασμό του Αλόνσο Έμεριχ, ο οποίος απομονωμένος σ' ένα εξοχικό γράφει τα απομνημονεύματά του. Από την αρχή γνωρίζουμε ότι ο Ζερφώ διαπράττει δύο φόνους, άρα μένει να μάθουμε το πώς και το γιατί, καθώς και τον τρόπο που ξεφεύγει από τους διώκτες του: πάνω σε αυτά τα ερωτήματα ο Μανσέτ χτίζει την πλοκή του έργου του. Οπωσδήποτε η στράτευσή του ήρωα στην Αριστερά και η ανάγνωση εγχειριδίων και βιβλίων με εμπειρίες αγωνιστών που του έμαθαν να μην υποκύπτει, να μην προδίδει, να αντέχει τις κακουχίες συμβάλλουν στο να βγει από την παγίδα των εκτελεστών.
Εκτός από το καλογραμμένο κείμενο και τη δεινότητα του συγγραφέα να μεταφέρει σε γαλλικό έδαφος με το λιτό ύφος του, αντάξιο του Ντάσιελ Χάμετ και του Ρέιμοντ Τσάντλερ την ανελέητη καταδίωξη των «κακών» εναντίον του «καλού» (όλοι τους διαβάζουν σκληρά αστυνομικά αναγνώσματα, ενώ ο Ζερφώ ξεφυλλίζει και ένα βιβλίο του Κορνήλιου Καστοριάδη) υπάρχει το πολύ ενδιαφέρον επίμετρο. Σε αυτό περιλαμβάνεται μια κατατοπιστική συνέντευξη του Μανσέτ στο περιοδικό «Polar» σχετικά με τη ζωή και το έργο του, η οποία μπορεί να διαβαστεί συμπληρωματικά προς εκείνες που ενσωματώνονται στο Η πρηνής θέση του σκοπευτή. Ο «αθεράπευτα αριστερός διανοούμενος», όπως αυτοσυστήνεται ο Μανσέτ, που αντιγράφει τους μεγάλους αμερικανούς συγγραφείς του νουάρ, θεωρεί ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι το λογοτεχνικό είδος «της βίαιης κοινωνικής παρέμβασης». Τώρα, γιατί το «μελαγχολικό κομμάτι» ή «μπλουζ» του τίτλου; Διότι τη στιγμή που ο αρνητικός ήρωας ακούει κλασική μουσική (Μπαχ, Μότσαρτ, Μπετόβεν, Τσαϊκόφσκι, Μέντελσον, Λιστ) ο θετικός, αυτός που πρέπει να επιβιώσει για να ικανοποιηθεί το περί δικαίου αίσθημα, ακούει τζαζ και μπλουζ των Τζον Λιούις, Τζέρι Μάλιγκαν, Σόρτι Ρότζερς και άλλων. Αναμφίβολα Το μελαγχολικό κομμάτι της Δυτικής Ακτής, μαζί με την Πρηνή θέση του σκοπευτή, είναι από τα αρτιότερα μυθιστορήματα του Μανσέτ. Η μετάφραση του Θοδωρή Τσαπακίδη, συγγραφέα του βιβλίου Belladonna (εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος), είναι εξαιρετική και αποδίδει το πνεύμα του δημιουργού του (ωστόσο η άγνοια της ισπανικής τον αναγκάζει να αποδίδει λανθασμένα την προφορά λέξεων αυτής της γλώσσας). Αναμένουμε από τον ίδιο οίκο και την έκδοση της Πριγκίπισσας του αίματος, του ημιτελούς έργου του συγγραφέα, το οποίο δείχνει τους καινούργιους δρόμους που θα ακολουθούσε αν δεν κοβόταν πρόωρα το νήμα της ζωής του.
Φίλιππος Φιλίππου, ΤΟ ΒΗΜΑ, 02-09-2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Με καθυστέρηση γνωρίζουμε (από το 1998 και εντεύθεν) μια εξέχουσα φυσιογνωμία τού, πάλαι ποτέ, «νέου αστυνομικού μυθιστορήματος» (neo- polar) και δη της γαλλικής εκδοχής στη δεκαετία του '70: πρόκειται για το «τρομερό παιδί» του είδους, τον Jean-Patrick Manchette (1942-1995), έναν νευρώδη συγγραφέα, με ρίζες ιδεολογικές, που καλλιέργησε, ας πούμε, και το στοιχείο της ταξικότητας στα έργα του, με τρόπο, όμως, καθόλου ευθύγραμμο. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι το κοινωνικό στοιχείο διεισδύει διακριτικά στην πλοκή των αφηγήσεών του τυλίγοντας ήρωες και καταστάσεις. Εξάλλου, όπως φαίνεται και από το μότο του παρόντος σημειώματος, η άποψη του Manchette για το αστυνομικό είδος είναι σαφής: το θεωρεί -και πολύ σωστά- μια λογοτεχνία η οποία παρεμβαίνει κοινωνικά, θίγει, με άλλα λόγια, ζητήματα συλλογικά μέσα από τις ποικίλες, βίαιες αντιδράσεις της ατομικότητας έναντι των διαφόρων όψεων μιας κατεστημένης ή και απλώς συμβατικής κατάστασης πραγμάτων.
Σινεμά και πολιτική
Ο Manchette είναι γνωστός και για τη σεναριογραφική παραγωγή του. Ενα από τα πιο πολιτικοποιημένα βιβλία του, το «Nada», γνωρίσαμε στην κινηματογραφική μεταφορά που έκανε το 1973 ο Κλοντ Σαμπρόλ (η ιστορία μιας ομάδας αναρχικών, την οποία ο σεναριογράφος/συγγραφέας αντιμετωπίζει με συμπάθεια).
Η «Αγρα» έχει εκδώσει, επίσης, ένα άλλο, μεταγενέστερο του παρουσιαζόμενου, μυθιστόρημα του Μ., το «Η πρηνής θέση του σκοπευτή» (1981), που συγκαταλέγεται ανάμεσα στα καλύτερα έργα του συγγραφέα. Ο τελευταίος έκανε μεγάλη εντύπωση το 1972 με το «Ο dingos, ο chateaux» και πέρασε στα λήμματα των ειδικών λεξικών ως ο κυριότερος εισηγητής του «neo-polar» ή «polar d' intervention» (αστυνομικού της παρέμβασης).
Στους Γάλλους οφείλουμε, από το 1945, τόσο την ανακάλυψη και επανεκτίμηση των «σκληρών», αμερικανικών αστυνομικών ταινιών όσο και των ανάλογων κειμένων, τα οποία ενέταξαν στη δική τους θρυλική «Serie Noir». Η κουλτούρα της Εσπερίας με τις συμπάθειές της αυτές εμπλούτισε τη σχετική, παγκόσμια φιλολογία, χειραφετώντας αγνοημένους συγγραφείς, οι οποίοι θεωρούνταν προσωπικότητες β' επιλογής. Ας μην ξεχνάμε ότι από τους Γάλλους έγινε γνωστός ο Τζιμ Τόμσον, ο Ντέιβιντ Γκούντις ή ο Τζέιμς Ελρόι, ο οποίος πέτυχε αρχικά στην Ευρώπη και μετά στις ΗΠΑ.
Όπως παρατηρεί, πολύ ορθά, ο ιστορικός του αστυνομικού είδους Ίαν Ρόουσμπι, ενώ οι Γάλλοι υπήρξαν γενναιόδωροι στην αναγνώριση πολλών περιθωριακών φωνών, οι άλλες πνευματικές αγορές με δυσκολία έκαναν το ίδιο όσον αφορά Γάλλους συγγραφείς. Και είναι πραγματικά άδικη αυτή η στάση, αφού ένα ταλέντο όπως ο Manchette δεν έχει να ζηλέψει απολύτως τίποτε από το εύρος των περισσοτέρων σύγχρονων ομοτέχνων του.
Ο συγγραφέας αυτός ανήκε σε μια πλειάδα νέων ονομάτων της πατρίδας του, τα οποία καλλιέργησαν το αστυνομικό είδος με διάφορες τεχνικές. Οπωσδήποτε με τρόπους αμιγώς λογοτεχνικούς, απαιτητικούς. Ορισμένες φωνές, εξ αυτών, μάλιστα, ακολούθησαν δρόμους σκολιούς: του στιλ «νέο μυθιστόρημα », ύφος α λα Σελίν, Κενό κ.λπ. (Βοτρίν, Πριντόν, Βαλέ, Μπαστίντ, Σινιάκ κ.ά.).
Ο Manchette δεν εστερνίσθηκε το μοντερνισμό αυτό, αλλά έχοντας ως πρότυπο Αμερικανούς κλασικούς του είδους, στους οποίους ενοφθάλμισε γερές δόσεις πολιτικού περιεχομένου και αρκετά ψυχολογικά στοιχεία (αν και ο ίδιος αρνείται κάτι τέτοιο), πρότεινε μια κάπως πιο εκλαϊκευμένη εκδοχή γραφής. Αυτή η στάση του, όμως, δεν στέρησε από τα κείμενά του την ελλειπτικότητα, μια εντελώς σύγχρονη αίσθηση ρυθμών και τη δυναμική σύλληψη της αύρας μιας ξεχωριστής πραγματικότητας: εκείνης κάποιων ηρώων που παραπαίουν ανάμεσα στη φθορά και την ανύψωση.
Ο Μ., που χάθηκε, δυστυχώς, σχετικά νέος, έμεινε πιστός (ενώ οι περισσότεροι συνοδοιπόροι του, όπως είπαμε, όχι) στη Σχολή, ας την ονομάσουμε έτσι, μιας αστυνομικής λογοτεχνίας επιφορτισμένης να απαλλάξει το είδος από τα λογοτεχνίζοντα σύνδρομα: όσα το ταλαιπώρησαν αρκετά στις ΗΠΑ και την Αγγλία.
Κλασική ατμόσφαιρα
«Το μελαγχολικό κομάτι της Δυτικής Ακτής», γραμμένο το 1976 (εποχή μεγάλης παραγωγικότητας του Μ.), είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα της συγκεκριμένης «αντιλογοτεχνικής» πρόθεσης του συγγραφέα του, η οποία, βέβαια, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, κρύβει στο βάθος εξαιρετική μορφική επιμέλεια: ο λόγος του κειμένου συγκροτεί ένα πλέγμα σημείων ιδιαίτερα προσεγμένων, τα οποία αναδίδουν την ατμόσφαιρα των (κλασικών) στερεοτύπων του είδους. Παράλληλα, η συγκυρία του '70, οι ιδέες, οι συμπεριφορές, η εν γένει ηθολογία δηλαδή (της πολιτικής μη εξαιρουμένης και όχι απλώς στο φόντο, ως αποήχου), διασταυρώνεται με το αμερικανογαλλικό κλίμα του «μαύρου» μυθιστορήματος στο επίπεδο μιας σημειολογίας της απλής καθημερινότητας (π.χ. όσον αφορά την αισθητική του ήρωα) αλλά και της παρουσίας της βίας, ως έκφρασης του οργανωμένου από τις κατεστημένες δυνάμεις εγκλήματος.
Οι ιδεολογικές αφετηρίες του Μ. «ευθύνονται» για την εκκίνηση της αφήγησης: οι ρίζες του Κακού τρέφονται από την αποικιοκρατική πολιτική των ΗΠΑ, οι οποίες με τις μυστικές τους υπηρεσίες βρέθηκαν πίσω από τα γεγονότα του Αγίου Δομίνικου, στη δεκαετία του '60. Σ' αυτές τις εξελίξεις πρωταγωνίστησε και ο νυν αυτοεξόριστος στη Γαλλία του '70, στρατιωτικός Αλόνζο. Ο τελευταίος, βασανιστής κι εκτελεστής κατ' εντολήν του δικτάτορα Τρουχίλο, έχει καταφύγει και κρύβεται στην Ευρώπη, μετά την ανατροπή του καθεστώτος. Από αυτόν εκπορεύονται τα δεινά που θα καταδιώξουν το μεσοαστό ήρωα Ζορζ Σερφό: ένα μεσαίο στέλεχος επιχειρήσεως, πρώην αριστεριστή, σήμερα μάλλον εφησυχασμένο, αν και η χρήση απ' αυτόν αλκοόλ και βαρβιτουρικών δείχνουν την έλλειψη εσωτερικής ηρεμίας. Παντρεμένος με καλλονή, υπάλληλο κινηματογραφικής εταιρείας, και πατέρας δύο ανήλικων κοριτσιών, συμπληρώνει την εικόνα του μικροαστού με... στιλ, ακούγοντας αμερικανική τζαζ και παίζοντας διάφορες παρτίδες σκάκι δι' αλληλογραφίας με μακρινό συμπαίκτη.
Ο Μ. θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ο συγγραφέας που περιέγραψε συστηματικά το βίαιο κομμάτι της ψυχολογίας του «ήσυχου» ανθρώπου, ο εμπνευστής της περίεργης και άνισης μυθολογίας του: το μοτίβο αυτό, φυσικά, δεν ήταν άγνωστο στην εποχή που το χρησιμοποίησε ο Μ. Ο τελευταίος απλώς το εμπλούτισε με κάποια πολιτικά στοιχεία: ο Σερφό δεν είναι τυχαία πρώην ιδεολογικοποιημένος. Η συγκεκριμένη παράμετρος δεν παίζει εμφανή ρόλο όταν ο Σερφό αναλαμβάνει δράση για να υπερασπιστεί τον εαυτό του από τις επιθέσεις των πληρωμένων δολοφόνων, μπράβων του Αλόνζο, ο οποίος τους έδωσε εντολή να σκοτώσουν τον πρώτο, πιστεύοντας ότι ο αυτός άκουσε αποκαλύψεις από έναν ημιθανή ντετέκτιβ γύρω από τη δράση του. Όπως συμβαίνει και στις ταινίες του Χίτσκοκ, ο οποίος βασίστηκε εν πολλοίς σε β' επιλογής «ιστορίες μυστηρίου», αλλά με άλλες συμβολικές προεκτάσεις (πιο μεταφυσικές), ο μέσος άνθρωπος, ο «αθώος» ήρωας, βλέπει ξαφνικά να βρίσκεται πολιορκημένος από ενοχικές καταστάσεις. Προσπαθεί να καταλάβει, ταυτίζοντας την υπόθεση αυτή με τη σωματική σωτηρία του. Ο Σερφό δεν ξέρει γιατί τον κυνηγούν (ίσως στο βάθος νιώθει ανακούφιση επειδή η περιπέτειά του τον βγάζει από την ανία της ζωής του), για λίγο απολαμβάνει τη νέα εμπειρία της απόδρασης και της καταδίωξης: τη μεταμόρφωσή του ή την αποκάλυψη, καλύτερα, που γίνεται μπροστά στα μάτια του, εκείνης της βίαιης πτυχής της προσωπικότητάς του. Η δράση τον εξαγνίζει περίπου, ανακαλύπτει στο δίκαιο φόνο τον κοινωνικό εαυτό του, τον «τιμωρό» της Εξουσίας που είχε λησμονήσει.
Το κείμενο συνολικά διακρίνει η κοφτή γλώσσα, η παλινδρομική χρήση του χρόνου, μια σχολαστική, σχεδόν φετιχιστική σχέση με τα αντικείμενα, η κινηματογραφική σύλληψη των εικόνων, η οργάνωση του «εκτός πεδίου» (όσα δεν ειπώνονται συμπληρώνουν με το κέρδος μιας εκκρεμμότητας το κενό στο μοναχικό πορτρέτο του ήρωα).
Τα ελληνικά του κ. Θοδωρή Τσαπακίδη δεν αφήνουν τίποτε ανυπεράσπιστο στο πράγματι «μελαγχολικό» αυτό αστυνομικό «κομμάτι», του οποίου η μορφική δεξιοτεχνία εξυπηρετεί απολύτως τις αγωνίες και τα φαντάσματα ενός κόσμου διχασμένου.
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 25/01/2002
Κριτικές
22/10/2020, 23:12