Οι Έλληνες της Δύσης

38903
Σελίδες:417
Μεταφραστής:ΛΑΠΠΑ ΒΑΝΕΣΣΑ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/1997
ISBN:9789602368619


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Η ίδρυση ελληνικών αποικιών στη Δύση στάθηκε μια αληθινή εποποιία, κατά την οποία από τις αρχές του 8ου αιώνα π.Χ. μικρές ομάδες νέων που δεν είχαν καμία ελπίδα να επιβιώσουν στην πατρίδα τους βγήκαν σε μια θάλασσα άγνωστη και γεμάτη κινδύνους, αναζητώντας έναν καινούριο τόπο για να οικοδομήσουν ένα πιο ευοίωνο μέλλον.
    Πολλούς απ' αυτούς έπνιξαν τα κύματα, άλλους φόνευσαν ή κυνήγησαν αυτόχθονες λαοί, ενώ άλλοι κατόρθωσαν να κατακτήσουν καινούρια εδάφη και να εγκατασταθούν οριστικά σε αυτά. Έτσι, στη Μεσόγειο γεννήθηκαν πολλά ακμαία κέντρα -ο Τάραντας, η Σελινούντα, οι Συρακούσες, ο Ακράγαντας, η Κυρήνη-, τα οποία σύντομα ανέπτυξαν έντονη οικονομική δραστηριότητα και απέκτησαν πλούσια πολιτιστική ζωή. Σ' αυτές τις πόλεις, αυθεντικά «αστικά εργαστήρια» παρήγαν καλλιτέχνες, φιλοσόφους, επιστήμονες, ποιητές, καθώς επίσης και τεχνίτες, εμπόρους και πολεμιστές που άλλαξαν την όψη του αρχαίου κόσμου και συνέβαλαν στη δημιουργία μιας τεχνικής και πνευματικής κληρονομιάς, στην οποία στηρίζεται μέχρι σήμερα ο δικός μας πολιτισμός.


ΕΝΑ ΜΑΓΕΥΤΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ ΚΑΙ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΡΙΖΩΝ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΜΑΣ



Κριτική


Οι εκδηλώσεις για τους «Έλληνες της Δύσης», που άρχισαν πριν από δύο χρόνια στη Βενετία, συνεχίζονται τώρα στην Αθήνα με μια έκθεση στο Κέντρο Τεχνών του Δήμου Αθηναίων. Εκεί, στο χλοερό δασύλλιο πίσω από το Πάρκο Ελευθερίας, φιλοξενείται αυτές τις ημέρες (ως τις 15 Φεβρουαρίου) η έκθεση «Ο θησαυρός της Ηρας» από το Αρχαιολογικό Μουσείο του Κρότωνα της Καλαβρίας, που διοργάνωσαν το ιταλικό υπουργείο Πολιτισμού, η Εφορεία Αρχαιοτήτων της Καλαβρίας, η Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών και ο Δήμος Αθηναίων. Ευκαιρία να θυμηθούμε ότι η αρχαία πόλη του Κρότωνα στην Ιταλία χτίσθηκε από αχαιούς αποίκους το έτος 710 π.Χ., εκεί όπου σήμερα στέκει ένας μόνο κίονας, το τελευταίο απομεινάρι του αρχαίου ναού της Ήρας.


Συγχρόνως κυκλοφορεί στα ελληνικά το βιβλίο του Βαλέριο Μανφρέντι «Οι Έλληνες της Δύσης». Η ιταλική έκδοση (Mondadori, 1996) ήταν το επιστέγασμα της ομώνυμης έκθεσης στο Παλάτσο Γκράσι της Βενετίας, μιας έκθεσης που έγινε δεκτή «με τις συνήθεις τυμπανοκρουσίες για να ακολουθήσει ο συριγμός της πολεμικής κριτικής», όπως έγραψε τότε το «Panorama» (4/4/1996). Γεγονός παραμένει ότι η Ιταλία είδε στη διάρκεια των τελευταίων δύο χρόνων να εκδίδονται μνημειώδη έργα για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, όπως την ολοκλήρωση σε πέντε τόμους του «Spazio letterario della Grecia antica» από τις εκδόσεις Salerno και τις δύο εφάμιλλες εκδόσεις του Einaudi, το «Ι Greci. Storia, arte, cultura, societa» και το «Civilta letteraria dei greci». «Έργα που διευρύνουν τα πολιτισμικά, γεωγραφικά αλλά και χρονολογικά όρια του ελληνισμού» σχολίαζε το «Panorama», επισημαίνοντας συγχρόνως τη νέα προβληματική που αναδύεται μέσα από την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό ­ κατά σύμπτωση; ­ στο γύρισμα της χιλιετίας.


Αυτή η νέα προβληματική, πρόδηλη στο έργο του Μανφρέντι, χαρακτηρίζεται από την καλειδοσκοπική ματιά πάνω στο «πιάτο» της αρχαιότητας (τι γινόταν από το εβραϊκό βασίλειο του Σαούλ και του Δαβίδ ως την Καρχηδόνα) και την επίμονη αναζήτηση σταθερών δομών λειτουργίας των πολιτισμικών συστημάτων. Η πολιτική κατάσταση στη Μεσόγειο, τα περιβαλλοντικά και δημογραφικά προβλήματα, το επίπεδο ναυσιπλοΐας και η χρήση χαρτών, η ύπαρξη αστυνομίας θαλάσσης για τον έλεγχο της πειρατείας είναι σύγχρονοι τομείς έρευνας που υπεισέρχονται στην ανάπτυξη του κάθε κεφαλαίου, καθώς εμείς παρακολουθούμε σχεδόν κινηματογραφικά τις διαδρομές των Ελλήνων στον τότε γνωστό κόσμο της Δύσης. Η συνολική ματιά που ρίχνει στον χώρο ο Μανφρέντι οφείλεται προφανώς στην ειδίκευσή του: τοπογράφος του αρχαίου κόσμου, έχει διεξαγάγει και διευθύνει επιστημονικές έρευνες και ανασκαφές σε διάφορα σημεία της Μεσογείου. Το βιβλίο γράφηκε σε συνεργασία με τον Λορέντσο Μπρατσέζι, καθηγητή της Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα και συγγραφέα δύο σημαντικών μελετών με θέμα τον ελληνικό αποικισμό.



Είμαστε όλοι Έλληνες


Ας ξεκινήσουμε από το τέλος: «Γι' αυτό μπορούμε να πούμε», γράφει ο Μανφρέντι, «πως όλοι οι Ιταλοί σε κάποια περίοδο της ιστορίας υπήρξαμε ­και ίσως είμαστε ακόμα­ Έλληνες». Τελεία και παύλα. Αυτό το κολακευτικό πόρισμα, το οποίο πάντως τεκμηριώνεται στις 400 σελίδες που προηγούνται, είναι ο τελευταίος, ελάχιστος λόγος για τον οποίον αξίζει να διαβάσει κανείς το βιβλίο του Μανφρέντι. Ο ιταλός ελληνιστής, ανακεφαλαιώνοντας την ιστορία του ελληνικού αποικισμού στη Δύση κατά το τέλος της εποχής του χαλκού και την αρχή της εποχής του σιδήρου, καταφέρνει να αφηγηθεί μια γνωστή ιστορία κάτω από νέο φως: με περισσότερους πρωταγωνιστές στο ιστορικό προσκήνιο και χωρίς τον δογματισμό παλαιότερων προσεγγίσεων. Συμπυκνώνει και ενσωματώνει στο έργο του τις πιο πρόσφατες θεωρίες, βάσει των νεότερων αρχαιολογικών ερευνών, για το τέλος του μυκηναϊκού πολιτισμού, τον λεγόμενο αρχαιοελληνικό Μεσαίωνα, την εικόνα της Ευρώπης στην αυγή των ιστορικών χρόνων και τη συνύπαρξη Ελλήνων, Ασσυρίων, Φοινίκων, Ετρούσκων, Κελτών και άλλων λαών στην ­τότε­ παγκόσμια σκακιέρα.


Παράλληλα, εμφανής είναι μια διάθεση προβολής της αρχαιότητας στον σύγχρονο κόσμο, ένα τέχνασμα που κάνει την εικόνα διαυγέστερη και προκαλεί ενδιαφέροντες συνειρμούς. Το Μαντείο των Δελφών αίφνης παραλληλίζεται με το Βατικανό στη σημερινή εποχή ή με μια σύγχρονη τράπεζα δεδομένων· οι κάτοικοι των ελληνικών αποικιών αποκαλούνται «μιγάδες», και μάλιστα «μιγάδες από πρώτη γενιά», αφού οι άποικοι ήταν αρχικά άνδρες άγαμοι που έβρισκαν συζύγους στη χώρα υποδοχής· οι Συρακούσες (αποικία αλλά και υπερδύναμη της αρχαιότητας, ίσου βεληνεκούς με την Αθήνα και τη Σπάρτη) παραλληλίζονται με τις Ηνωμένες Πολιτείες (που εξισώθηκαν στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου με τη μητέρα Ευρώπη)· γενικώς, εντοπίζονται πολλές ομοιότητες μεταξύ της αρχαιοελληνικής εξάπλωσης στη Δύση και της νεότερης ευρωπαϊκής εξάπλωσης στην αμερικανική ήπειρο.


Οι αρχαίοι Έλληνες άποικοι είχαν, μας λέει ο Μανφρέντι, την ίδια μανία επίδειξης πλούτου και δύναμης όπως και οι σύγχρονοι Αμερικανοί. Οι Ακραγαντίνοι μάλιστα είχαν την ίδια ροπή προς το κιτς που παρατηρούμε σήμερα στον αμερικανικό πολιτισμό. Ίσως και το ίδιο σύμπλεγμα κατωτερότητας προς τη μητρόπολη που κατατρύχει τη δευτερογενή κουλτούρα της Αμερικής. Στον Ακράγαντα, λόγου χάρη, υπήρχε ναός λαμπρότερος από την Ακρόπολη των Αθηνών, στον οποίοι οι Ακραγαντίνοι εκτός από κίονες έχτισαν και πέτρινους γίγαντες ύψους πέντε μέτρων που σήκωναν στους ώμους τους τον θριγκό του ναού! Οι κάτοικοι της Σύβαρης, αποικίας που διέγραψε τη σύντομη και λαμπρή τροχιά ενός μετεωρίτη, φημίζονταν τόσο για τη λατρεία της πολυτέλειας, ώστε η έκφραση «συβαριτισμός» σημαίνει ακόμη σήμερα τον τρυφηλό βίο. Ο Μανφρέντι, ωστόσο, δεν βιάζεται να μας γνωρίσει την ψυχολογία των αρχαίων ελλήνων αποίκων της Δύσης, αφού όλες οι σχετικές πληροφορίες βρίσκονται στην τελευταία ενότητα του βιβλίου. Προτού φθάσουμε στο σημείο να γνωρίσουμε από κοντά τους πληθυσμούς των ελληνικών πόλεων της Δύσης, πρέπει να τους παρακολουθήσουμε να ξεκινούν από την πατρίδα τους, άποροι και απελπισμένοι, ανήσυχοι αλλά και αποφασισμένοι.


Η δομή του βιβλίου είναι εξαιρετικά απλή: πρώτα δίνεται το ιστορικό πλαίσιο και τα γενικά χαρακτηριστικά του αποικιακού εγχειρήματος, και μετά αρχίζει η παρέλαση των αποικιστών κατά ομάδες και κατά κεφάλαιο: οι Ευβοείς, οι Κορίνθιοι, οι Μεγαρείς, οι Ρόδιοι και οι Κρήτες, οι Σπαρτιάτες, οι Αχαιοί, οι Λοκροί, οι Κολοφώνιοι, οι Κνίδιοι, οι Τροιζήνιοι, οι Φωκαείς και οι Θηραίοι. Όλοι αυτοί ξεκίνησαν κάποια δεδομένη χρονική στιγμή από την πατρίδα τους, για λόγους που πρέπει να ανιχνευτούν, υπό συνθήκες που ερευνώνται. Ο Μανφρέντι κάνει τη συνήθη παραβολή των φιλολογικών πηγών και των αρχαιολογικών δεδομένων για να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματά του. Πώς ξεκινούσαν, ποιοι ήταν, πώς γινόταν η επιλογή των ανδρών που θα ήταν οι πρώτοι άποικοι, πόσοι ήταν, με τι πλοία έφευγαν, με πόσα εφόδια, τι κινδύνους συναντούσαν, πώς έβρισκαν τον προορισμό τους, πώς αντιμετωπίζονταν από τους αυτόχθονες στη νέα γη; Κατ' αυτόν τον τρόπο παρακολουθούμε την ίδρυση όλων των γνωστών αποικιών στη Δύση, ομαδοποιημένων με βάση τον τόπο προέλευσης των αποικιστών. Αφού έχουμε εξαντλήσει το πανόραμα των πόλεων, στο τελευταίο μέρος του βιβλίου παρακολουθούμε τη ζωή σε κάποιες από αυτές τις πόλεις που άκμασαν τόσο ώστε να επισκιάσουν συχνά τις μητροπόλεις τους. Ο Μανφρέντι αναζητά τον πολεοδομικό σχεδιασμό τους, τις πηγές της οικονομίας τους, το επίπεδο της πολιτιστικής τους ανάπτυξης, κάποια περιστατικά από τη ζωή της πόλης.


Ορισμένες από τις πόλεις αυτές, τις πρώτες αποικίες των Ελλήνων στη Δύση, είναι ακόμη και σήμερα σφύζοντα αστικά κέντρα, γεμάτα ζωή. «Ποιος θα το 'λεγε πως η Αντίμπ ή η Νις υπήρξαν κάποτε πόλεις ελληνικές; Το όνομα της μιας ήταν Αντίπολη, της άλλης Νίκαια και ήταν αποικίες της ελληνικής Μασσαλίας, την οποία είχαν ιδρύσει Φωκαείς» αναλογίζεται ο Μανφρέντι έμπλεος θαυμασμού. Προς στιγμήν αφήνει τη φαντασία του να πετάξει: «Τους δρόμους της Νεάπολης και της Μασσαλίας, της Μεσσήνης, των Συρακουσών και του Τάραντα διασχίζει σήμερα ένα πλήθος από εργάτες, υπαλλήλους, διευθυντές· ηλεκτρονικοί υπολογιστές ελέγχουν την κίνηση της οικονομίας και στα λιμάνια τους αγκυροβολούν υπερωκεάνια και πετρελαιοφόρα εκατοντάδων χιλιάδων τόνων, από τα αεροδρόμιά τους απογειώνονται αεροσκάφη με εκατοντάδες επιβάτες και ίσως οι βιαστικοί επισκέπτες στις μέρες μας δεν μπορούν ούτε καν να διανοηθούν τη μακρινή εποχή όταν οι ακτές εκείνες ήταν ακόμα αμόλυντες, γεμάτες δάση και τμήματα με πυκνή βλάστηση, την εποχή που πλοία έτοιμα να διαλυθούν έριχναν άγκυρα ύστερα από ένα εξαντλητικό ταξίδι για να αποβιβάσουν ομάδες νεαρών πολεμιστών που προχωρούσαν προσεκτικά προς την έρημη αμμουδιά...». Η διήγηση που ακολουθεί, ωστόσο, διαθέτει όση ακρίβεια επιτρέπουν οι γνώσεις μας και ακολουθεί πιστά τα δεδομένα της ιστορικής επιστήμης, χωρίς παραχωρήσεις στη φαντασία.



Ο σκύφος της Πιθηκούσας


Η πρώτη ελληνική αποικία στη Δύση, που είναι συγχρόνως και η πρώτη αποικιστική επιχείρηση της Ιστορίας (αφού οι φοινικικές αποικίες είναι μεταγενέστερες), έγινε από ευβοείς θαλασσοπόρους από τη Χαλκίδα στις αρχές ή και πριν από τον 8ο αιώνα π.Χ.: ήταν η Πιθηκούσα στο νησάκι που βρίσκεται στην περιοχή του κόλπου της Νεάπολης, στο Τυρρηνικό πέλαγος. Στο νησί αυτό, σε έναν τάφο που χρονολογείται από τον 8ο αιώνα π.Χ., βρέθηκε σχετικά πρόσφατα μια επιγραφή χαραγμένη σε ένα σκύφο ροδίτικης προέλευσης, επιγραφή που θεωρείται η αρχαιότερη από όσες ανακαλύφθηκαν στη Δύση. Υπενθυμίζουμε ότι ο σκύφος ήταν πήλινο αγγείο το οποίο χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Ελλάδα ως ποτήρι, ιδίως οι φτωχοί αγρότες. Ο σκύφος αυτός είχε πάνω του γραμμένο ένα κείμενο «εξελιγμένο ήδη τόσο ως προς το αλφάβητο όσο και ως προς τη σύνταξή του», όπου γινόταν παιγνιώδης αναφορά στο «ποτήρι του Νέστορα», σε μια λεπτομέρεια δηλαδή από τα ομηρικά έπη. Ο περίφημος πλέον «σκύφος της Πιθηκούσας» αποδεικνύει ότι τα ομηρικά έπη ήταν πασίγνωστα στους πρώτους ευβοείς αποίκους της Δύσης. «Η αρχαιολογία», σημειώνει ο Μανφρέντι, «στην περίπτωση της Πιθηκούσας είναι σε θέση όχι μόνο να επιβεβαιώσει το δεδομένο της γραπτής παράδοσης, αλλά επίσης, απροσδόκητα, να αποκαλύψει ξανά το πολιτιστικό εύρος των αποίκων».


Επανειλημμένως ο συγγραφέας θα τονίσει τον εκπολιτιστικό ρόλο που διαδραμάτισαν οι έλληνες άποικοι στις περιοχές που κατοίκησαν, μια άποψη που δεν είναι άλλωστε καινούργια. Μιλώντας αργότερα για τη Μασσαλία, θα αναφέρει τον ρωμαίο ιστορικό Τρώγο, «σχολαστικό στο παραμικρό ίχνος ελληνισμού που σχετίζεται με την πατρίδα του, τη Γαλατία», ο οποίος παραδίδει ότι «οι Γαλάτες έμαθαν από τους Έλληνες πιο εξελιγμένους τρόπους ζωής, που τους έκαναν να εγκαταλείψουν τα δικά τους πρωτόγονα έθιμα». Μάλιστα, ο Τρώγος υπογραμμίζει ότι η βελτίωση του πολιτιστικού επιπέδου των Γαλατών και η αύξηση του πλούτου τους ήταν τόσο εντυπωσιακή, ώστε η Γαλατία έμοιαζε περισσότερο με μέρος της ίδιας της Ελλάδας παρά με αποικία της. Τα αρχαιολογικά ευρήματα εξάλλου επιβεβαιώνουν τα ανωτέρω και αποκαλύπτουν πόσο βαθιά υπήρξε η διαδικασία εξελληνισμού της Νότιας Γαλατίας από τις αρχές ήδη του 6ου αιώνα π.Χ. Το ίδιο ισχύει, όπως είναι ευρύτερα γνωστό, για την περιοχή της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας, που ονομάστηκε άλλωστε Magna Graecia, Μεγάλη Ελλάδα.


Η Πιθηκούσα, καίτοι πρώτη, δεν είχε διάρκεια ούτε ως πόλη, αφού οι κάτοικοί της την εγκατέλειψαν, ούτε ως ιστορική μνήμη, αφού ο Στράβωνας αναφέρει ότι η πιο παλιά αποικία της Σικελίας και της Ιταλίας ήταν η Κύμη. Σύντομα, οι Ευβοείς που εγκαταστάθηκαν στην Πιθηκούσα έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για τη γειτονική στεριά, όπου άλλοι συμπολίτες τους ίδρυσαν στη συνέχεια την Κύμη, που με τη σειρά της έγινε μητρόπολη των δύο πόλεων της Νεάπολης, της παλιάς (Παλαιόπολη) και της νέας (Νεάπολη). Ο μεγεθυντικός φακός του Μανφρέντι πέφτει διαδοχικά στις πόλεις μία προς μία, στη Νάξο και στους Λεοντίνους (στην ανατολική ακτή της Σικελίας), στη Ζάγκλη (που επονομάστηκε Μεσσήνη, στη Σικελία), στο Ρήγιο (στην Καλαβρία, στο νοτιότατο άκρο της Ιταλίας), στις Συρακούσες, στις Ακρες, στις Κασμένες και στην Καμάρινα, στα Υβλαία Μέγαρα και στον Σελινούντα, στη Γέλα και στον Ακράγαντα (στη Σικελία), στον Τάραντα, στη Σύβαρη, στον Κρότωνα, στο Μεταπόντιο, στους Λοκρούς Επιζεφύριους, στο Ιππώνιο και στη Σιρίτιδα (στην Κάτω Ιταλία), στην Κέρκυρα Μέλαινα (αποικία των Κνιδίων στην Αδριατική θάλασσα, της οποίας τη θέση δεν έχει εντοπίσει ακόμη η αρχαιολογία), στις Αιολίδες Νήσους (στο Τυρρηνικό πέλαγος), στην Ποσειδωνία και στην Ελέα (κάτω από τον κόλπο της Νεάπολης), στην Αλαλία (στην Κορσική), στη Μασσαλία (στη Γαλατία) και στην Κυρήνη (στη βόρεια ακτή της Αφρικής, στη Λιβύη).


Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα συμπεράσματα του Μανφρέντι όσον αφορά τις διαφορές στον χαρακτήρα των αποίκων σε σχέση με τους Έλληνες των μητροπολιτικών κέντρων καθώς και τις σχέσεις τους με τους γειτονικούς τους λαούς. Κατ' αρχήν επισημαίνεται ότι «η απομόνωση και η απόσταση από την ελληνική μητρόπολη συνέβαλαν στην αποκρυστάλλωση στις αποικίες αριστοκρατικών ηθών, εμπνευσμένων από ηρωικά πρότυπα αρχαϊκού τύπου και ενσαρκωμένα στη μορφή του αρχηγού-δυνάστη». Έτσι, στις περισσότερες αποικίες παγιώθηκε μια πολεμική αριστοκρατία σύμφωνα με το ομηρικό ηρωικό πρότυπο και αναδείχθηκαν σημαντικοί τύραννοι, οι οποίοι «αν από τη μια πλευρά παρήγαν εκπληκτικές εκφάνσεις μεγαλείου και ισχύος, από την άλλη αποτελούσαν αναμφίβολα τον σπόρο μια αναπόδραστης παρακμής». Έπειτα, η ισορροπία δυνάμεων στη Μεσόγειο οδηγούσε συχνά σε ένοπλες συγκρούσεις με τους Ετρούσκους, τους Καρχηδονίους και τους Ρωμαίους αργότερα, συγκρούσεις που είχαν ως αποτέλεσμα κάποτε να σβήνονται από τον χάρτη ολόκληρες πόλεις.


Όσον αφορά τη διολίσθηση των αποίκων στην πολυτέλεια και στις ανατολίζουσες μόδες που έφερναν στη Δύση τα φοινικικά πλοία, θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι στις φήμες της αρχαιότητας, αφού συχνά ο τοπικισμός και ο φθόνος των λιγότερο ευημερούντων τόπων οδηγούσε στην κατασκευή πλαστών εντυπώσεων. Πώς να πιστέψουμε ότι οι Συβαρίτες ήταν κοιλιόδουλοι και τρυφηλοί, όπως διηγούνται οι παραδόσεις, όταν η Σύβαρη εξουσίαζε τέσσερις αυτόχθονες λαούς και 250 πόλεις, ίδρυσε τρεις αποικίες στην Τυρρηνία και μία στο Ιόνιο, και έφτασε στο σημείο να διαθέτει 300.000 άντρες στρατό; «Αν περνούσαν τον καιρό τους τρώγοντας και πίνοντας, φαίνεται απίθανο να μπόρεσαν ποτέ να φτάσουν σε τόσο εξαιρετικά αποτελέσματα» καταλήγει ο Μανφρέντι, για να προσθέσει: «Θα υπήρχε κάποια υπερβολική επίδειξη πλούτου, αλλά αν σκεφθούμε ότι τέτοια θεωρούνταν η συνήθεια να παίρνει κανείς μαζί του στα συμπόσια το ουροδοχείο του (καθαρά για λόγους υγιεινής), θα καταλάβουμε αμέσως πόσο θα μπορούσαμε να επαναφέρουμε στις σωστές του διαστάσεις τον όρο "συβαριτισμός"». Ένας άλλος κοινός τόπος της αρχαιότητας, ο «παχουλός Ετρούσκος» (obesus Etruscus), οφείλεται παρομοίως σε διαφορά ηθών: «Φόρτωναν την κοιλιά τους τρεις φορές τη μέρα» έγραφε σκανδαλισμένος για τους Ετρούσκους ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, αποδίδοντας στην αναξιοπρεπή πολυφαγία την παρακμή και το τέλος του λαού αυτού, όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας.


Περισσότερο ή λιγότερο γνωστά επεισόδια της αρχαιότητας, όσα τουλάχιστον σχετίζονται με την ιστορία των δυτικών ελληνικών αποικιών, βρίσκουν τη θέση τους στο βιβλίο του Μανφρέντι, καρυκεύοντας την ιστορική πραγματεία. Δεν μπορεί να μην υπομειδιάσει κανείς διαβάζοντας ότι ίσως ο Περικλής, όταν έλεγε την περίφημη φράση «Φιλοκαλούμεν τε γαρ μετ' ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας» («Αγαπάμε το ωραίο, αλλά με απλότητα...»), είχε στον νου του τα χρυσάφια, τα ελεφαντόδοντα και τους πολύτιμους λίθους που στόλιζαν τους ναούς των Συρακουσών, τις γιορτές και τις παρελάσεις του Ακράγαντα και όλα τα συναφή. Ήταν μια σπόντα, λοιπόν; Από την άλλη πλευρά, στις αποικίες ιδρύθηκαν φιλοσοφικές σχολές ­του Παρμενίδη του Ελεάτη, του Αρχύτα του Ταραντίνου, του Εμπεδοκλή του Ακραγαντίνου­, διακρίθηκαν νομοθέτες όπως ο Ζάλευκος, ποιητές όπως ο Ιβυκος και η Νοσσίδα, καλλιτέχνες όπως ο γλύπτης Πυθαγόρας ο Ρήγιος και μεγάλοι σοφοί όπως ο Αρχιμήδης.


Ο Αρχιμήδης άλλωστε πρωταγωνιστεί στο πιο θρυλικό επεισόδιο από την πτώση των Συρακουσών, το 212 π.Χ. από τους Ρωμαίους. Παρ' ότι ο ρωμαίος ύπατος Μάρκελλος είχε δώσει αυστηρή διαταγή να μην τον πειράξουν, μέσα στη γενική σφαγή, ένας ρωμαίος στρατιώτης εισέβαλε στο σπίτι του σοφού και τον βρήκε απορροφημένο σε κάποιο σχέδιό του. Τον ρώτησε ποιος είναι και ο Αρχιμήδης του είπε «να μην τον σκοτίζει» εξοργίζοντας τον εισβολέα, που τον αποκεφάλισε. Τι του είχε πει ο Αρχιμήδης; Μα, φυσικά, «μη μου τους κύκλους τάραττε», όπως συμπληρώνεται στην ελληνική έκδοση. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί η προσεκτική δουλειά που έκαναν τόσο η μεταφράστρια όσο και οι δύο επιμελήτριες της ελληνικής έκδοσης.

ΜΑΙΡΗ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 25-01-1998

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!