0
Your Καλαθι
Μπουκίτσες γυναικείας κατινιάς ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Οδηγός γαμικής συμπεριφοράς προς πιστές πλην αδαείς συζύγους
Έκπτωση
61%
61%
Περιγραφή
Οδηγός γαμικής συμπεριφοράς προς πιστές... πλην αδαείς συζύγους...
Πάντα το ήξερα πως κρύβω μια κατίνα μέσα μου. Η κατινικά σαν κάμπια μέσα στο κουκούλι της κρύβεται στα τρίσβαθα της ψυχής μου, κρατιέται ζεστή, τρέφεται από τις γυναικείες φοβίες και ενοχές μου, εκκολάπτεται, μέχρι τη μεγάλη εκείνη στιγμή που θα ξυπνήσει από το βαθύ της ύπνο και θα ξεπηδήσει σαν σίφουνας σαρώνοντας χρόνια σπουδών, πτυχία και ξένες γλώσσες, απλά και μόνο για να με κάνει ρεζίλι, αν όχι σε όλους γύρω μου, τουλάχιστον στον ευατό μου.
Γι΄αυτό ακριβώς πήρα κι εγώ τη μεγάλη απόφαση να την προλάβω πριν ξεχειλίσει.
Ανοίγω λοιπόν τα κανάλια μου για να τη διοχετεύσω εκεί που θέλω εγώ τη στιγμή ακριβώς που θέλω εγώ. Δεν την ξορκίζω. Ξέρω πως δεν μπορώ. Ίσως απλά ξεγελάω τον εαυτό μου, μα αξίζει τον κόπο. Αλλωστε, είναι τόσο διασκεδαστικό. Να γίνομαι κατίνα προσποιούμενη πως δεν είμαι εγώ. Μη σας ξεγελούν οι διάφοροι χαρακτήρες. Πίσω από τον καθένα τους κρύβεται μονάχα η γυναικεία φύση...
Απόσπασμα από το βιβλίο
ΠΡΩΤΗ ΜΠΟΥΚΙΤΣΑ
ΓΙΑ ΟΛΑ ΦΤΑΙΕΙ...
(Σίγουρα όχι το γκαζόν)
Να 'μαι, λοιπόν, ύστερα από δεκατρία χρόνια γάμου και δυο γέννες, στα τριάντα εφτά μου χρόνια, να έχω έρθει κρυφά από τον Ανέστη -!!!! τον ευτυχή σύζυγό μου- στην πρωτεύουσα και να στέκομαι μπροστά στην πόρτα του πλαστικού χειρουργού, έτοιμη να μπουκάρω με το παραμικρό νεύμα της νοσοκόμας. Κι ο λόγος; Μα, λιποαναρρόφηση. Τι άλλο θα μπορούσα να χρειάζομαι, στην ηλικία μου, από έναν πλαστικό; Όχι πως είμαι καμιά χοντρή κυρία που έχει αφήσει τον εαυτό της να πλέει σε μια σαμπρέλα από λίπος. Όχι. Ποτέ δεν θα το έκανα αυτό στον εαυτό μου. Και τη σιλουέτα μου την προσέχω - εκτός από κείνες τις δύσκολες μέρες που κατεβάζω ό,τι βρεθεί στο οπτικό μου πεδίο, με μια διόλου ανεπαίσθητη έφεση προς τα σοκολατοειδή. Και στο γυμναστήριο της γειτονιάς μου είμαι τακτικό μέλος, κυρίως τις πρώτες μέρες κάθε μήνα που έχω πρόσφατη τη μηνιαία υπόσχεση προς τον εαυτό μου να ακολουθήσω υγιεινό τρόπο ζωής. Και, τέλος πάντων, δεν έχω και ιδιαίτερα πολλές ευκαιρίες κατά τη διάρκεια της ημέρας να βρεθώ κοντά στο ψυγείο. Είμαι μια πολυάσχολη γυναίκα. Εργαζόμενη!!!, μητέρα και νοικοκυρά. Για το τελευταίο, βέβαια, ας είναι καλά η πεθερά μου, που τις καθημερινές κρατάει το σπίτι μας σε ανεκτά επίπεδα διαβίωσης.
Το θέμα μας δεν είναι αυτό. Το θέμα είναι πως πριν από λίγο καιρό, ένα φθινοπωριάτικο απόγευμα που ήμουν μόνη στο γραφείο, με πήρε τηλέφωνο η φίλη μου η Ουρανία και μου είπε ανάμεσα σε λυγμούς και υστερικές κραυγές πως την παράτησε ο Αντώνης -ο δικός της ευτυχής σύζυγος- που επέλεξε να γίνει ακόμα πιο ευτυχής στην αγκαλιά κάποιας άλλης. Σοκαρίστηκα, συγχύστηκα και στο τέλος -αφού μάταια προσπάθησα να βγάλω νόημα από τα λεγόμενά της ή να την παρηγορήσω- της έκλεισα το τηλέφωνο με την υπόσχεση να περάσω αργότερα από το σπίτι της, και έπεσα σε βαθιά κατάθλιψη.
Ήταν και ο καιρός βέβαια που με ενέπνεε. Κάθε χρόνο τέτοια εποχή με πιάνει μια κρίση του τύπου "Ποια είμαι;", "Πού πάω;", "Πώς κατάντησα έτσι;" κ.λπ., κ.λπ. Μα αυτή τη φορά -το ένιωθα- ήταν κάτι βαθύτερο και θα σας εξηγήσω γιατί. Η Ουρανία δεν είναι καμία από εκείνες τις γυναικούλες που μόνη τους έγνοια είναι το σπίτι τους και τι φαΐ θα κάνουν στον αντρούλη τους για να τον κρατήσουν κοντά τους. Όχι! Η Ουρανία είναι μια γυναίκα χειραφετημένη. Ίσως μάλιστα υπερβολικά χειραφετημένη για τα πλαίσια της επαρχιακής μας πόλης. Και πριν από τον Αντώνη την έκανε τη ζωούλα της - σε σημείο, μάλιστα, να έχουν ειπωθεί πολλά εις βάρος της. Και, εκτός των άλλων, είναι η μόνη γυναίκα που γνωρίζω, η οποία πραγματικά -και το τονίζω αυτό- δεν ένιωσε ποτέ την ανάγκη να κάνει παιδιά. Είναι σχεδόν σκανδαλώδες, μα φιλάω σταυρό πως έτσι είναι! Τόση χειραφέτηση! Ακόμα και με τον Αντώνη -που εδώ που τα λέμε δεν ήταν και ο μεγάλος έρωτας της ζωής της, αλλά εκεί ακόμη και η Ουρανίτσα νέρωσε το κρασί της για να έχει κάποιον για τα τσάγια της αργότερα- ακόμα και με τον Αντώνη, λοιπόν, ήξερε πολύ καλά πώς να παίξει το παιγνίδι. "Ο άντρας, φιλενάδα", μου έλεγε, "θέλει καλό δόλωμα και πολύ παιγνίδι. Μη σταματήσεις ποτέ να κάνεις παιγνίδι γιατί τον έχασες". Κι όλοι στοιχηματίζαμε πως η Ουρανία ποτέ δεν θα έχανε το παιγνίδι με τον Αντώνη. Και να που ο Αντώνης αποφάσισε ν' αλλάξει τα δεδομένα και μας την έφερε. Όλων μας και πολύ περισσότερο της ίδιας της Ουρανίας. Της Ουρανίας που ήταν για κείνον η "αιώνια ερωμένη", όπως την αποκαλούσε με καμάρι. Που ποτέ δεν υπήρξε μια απλή γυναικούλα. Της Ουρανίας που -τολμώ να πω- ήταν πάντα για μένα παράδειγμα προς μίμηση στα δύσβατα μονοπάτια του έγγαμου βίου. Και τώρα που το παράδειγμά μου έκλαιγε στο νυφικό του κρεβάτι και οδυρόταν, εγώ ένιωθα περισσότερο χαμένη και αποπροσανατολισμένη ακόμη κι από εκείνη την ίδια. Γιατί; θα αναρωτιέστε. Γιατί η πρόφαση που βρήκε ο αμήχανος Αντώνης για να αναγγείλει στην Ουρανία ότι την αφήνει για κάποια είκοσι χρόνια νεότερή της ήταν ότι, στα σαράντα της, είχε πια τόση κυτταρίτιδα που όταν κάνανε έρωτα και της έπιανε τον ποπό, από την απέχθεια που έτρεφε στη φλούδα πορτοκαλιού, ακαριαία του έπεφτε ξερό. Δικαιολογία του κώλου, δηλαδή! Και το καλύτερο είναι πως η Ουρανία ουδέποτε διαπίστωσε κάποια τέτοια αντίδραση εκ μέρους του. "Ή καλός ηθοποιός ήταν όσο ζούσαμε μαζί ή εξελίχθηκε σε απαίσιο ψεύτη", μου έλεγε το ίδιο βράδυ, ανάμεσα στα αναφιλητά της, γιατί -πώς να το κάνουμε- είχε και ένα γόητρο ως γυναίκα.
Αργότερα όμως, το ίδιο βράδυ, κλειδωμένη στο μπάνιο του σπιτιού μου, βρέθηκα να εξετάζω με περισσό ζήλο τα οπίσθιά μου, όχι βέβαια με ιδιαίτερη άνεση, λόγω της θέσης τους, ούτε -μπορώ να πω- και με ιδιαίτερη ευχαρίστηση, λόγω της κατάστασής τους. Η γνωστή σε όλες μας "φλούδα πορτοκαλιού" δεν είχε κάνει κατάληψη μόνο στους χαλαρωμένους "λόφους της Ρώμης μου" -όπως τα αποκαλούσε χαϊδευτικά ο Ανέστης όταν ήταν στα πολύ ανεβασμένα του- αλλά και σε όλο το γλουτό, σχεδόν μέχρι το πίσω μέρος του γονάτου μου. Ντροπή και αίσχος! Έπιανα και ξαναέπιανα με τα δάχτυλά μου κομμάτια κρέας από δω και από κει και τα πίεζα στην προσπάθειά μου να διαψεύσω το πιο έγκυρο τεστ κυτταρίτιδας, μα κάθε φορά τα γεγονότα επιβεβαίωναν το ίδιο ανόσιο αποτέλεσμα. Χρειαζόμουν επειγόντως βοήθεια.
Αρχικά στράφηκα στον Ανέστη που γυρνώντας λίγο αργότερα από το γραφείο, ψόφιος από την κούραση, αρνήθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις του τύπου: "Νομίζεις πως οι λόφοι της Ρώμης μου είναι πεσμένοι τον τελευταίο καιρό;" ή "Σου φαίνεται σαν να χαϊδεύεις πορτοκάλι όταν τα ζουλάς;" κι άλλα σαχλά περίπου του ίδιου περιεχομένου. "Άσε μας, ρε Βάσω! Όρεξη έχεις βραδιάτικα;" ήταν η μοναδική απάντηση που κατάφερα να του αποσπάσω κι ευθύς το ταίρι μου γύρισε πλευρό. Η εν λόγω Βάσω -όπως καταλαβαίνετε- είμαι εγώ. "Βάσω" είναι το χαϊδευτικό μου, βέβαια. Το βαπτιστικό μου είναι Βασιλεία, λόγω της αδυναμίας που είχε ο συχωρεμένος ο πατέρας μου στο θεσμό της βασιλείας, μα έχω χρόνια να το χρησιμοποιήσω, για ευνόητους λόγους.
Ο καλός μου, λοιπόν, γύρισε πλευρό και σε χρόνο dt είχε αποκοιμηθεί. Τον πρόδωσε το ροχαλητό του που επισκέπτεται το συζυγικό μας κρεβάτι κάθε φορά που κουράζεται υπερβολικά, το πουλάκι μου. Ευτυχώς δεν κουράζεται συχνά πολύ, γιατί, στην αντίθετη περίπτωση, το λιγότερο δραστικό μέτρο που θα λάμβανα θα ήταν να κοιμάμαι σε ξεχωριστό δωμάτιο. Το πλέον δραστικό; Ποιος ξέρει; Ίσως και σε διαφορετικό σπίτι. Βέβαια, η μάνα μου έλεγε πάντα "Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις".
Έμεινα ξύπνια όλη νύχτα σχεδόν, προσπαθώντας να ξεμπερδέψω το κουβάρι του μυαλού μου. Είναι δυνατόν ένας άντρας να σε παρατάει για λίγη κυτταρίτιδα παραπάνω; Είναι δυνατόν να μην μετράνε ούτε τα πτυχία σου, ούτε τα διπλώματά σου, ούτε η εξυπνάδα σου, ούτε καν τα τσακίρικα μάτια σου; Δεν περιαυτολογώ! Στη φίλη μου την Ουρανία αναφέρομαι, που είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Αστροφυσικής, στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και έχει κάτι ματάρες να! Και να οι συγκρίσεις ανάμεσα στην Ουρανία και μένα που στο κάτω κάτω της γραφής τι είμαι; Μια λογίστρια που κερδίζω απλά το ψωμί μου και καταφέρνω να ζω μια άνετη ζωή. Του πανεπιστημίου, βέβαια, λογίστρια, όχι από Τ.Ε.Ι., αλλά λογίστρια. Και για να λέμε και του στραβού το δίκιο, αν δεν ήταν ο Ανέστης -δικηγόρος ο άνδρας μου- κι αν δεν είχαμε κληρονομήσει και κείνα τα παραθαλάσσια οικόπεδα στην Πρέβεζα από τη θεία του την Ευτέρπη που ποτέ δεν χώνεψα -ψέματα δεν μπορώ να πω για τη γεροντοκόρη- και δεν τα είχαμε μοσχοπουλήσει, ακόμα θα ζούσαμε σε τριάρι στο κέντρο της πόλης και δεν θα είχαμε ούτε για τα φροντιστήρια των παιδιών. Αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, μαθηματικά, και για τα δύο, πιάνο για την Ιωάννα -αυτή είναι η μεγάλη μου-, κιθάρα για τον Χριστάκη. Αυτά μόνο γιατί πηγαίνουν ακόμα στο Δημοτικό!
Όλο το βράδυ έμεινα ξύπνια, και το επόμενο πρωί -όταν λέμε πρωί, εννοούμε πρωί πρωί, με την αυγούλα- τηλεφώνησα στην άλλη φίλη μου, την Αλέκα -αφού θεώρησα πως η Ουρανία, προς το παρόν, δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να έχει καθαρή κρίση απέναντι στο πρόβλημά μου- και αφού της εξέθεσα το ζήτημα, καλύπτοντας την Ουρανία όσο μπορούσα, ζήτησα τη γνώμη της. "Δηλαδή Ουρανία-Αντώνης καπούτ;" ρώτησε αναιδέστατα η Αλέκα, μην πιστεύοντας στ' αφτιά της. "Μην σου ξεφύγει κακομοίρα μου πως το έμαθες από μένα γιατί θα σε σουβλίσω ζωντανή!" την απείλησα. Ήταν μια κουτσομπόλα η Αλέκα! Ο Θεός να σε φυλάει! Μα δεν είχα άλλη επιλογή.
"Στο προκείμενο, Αλέκα", προσπάθησα να την συνεφέρω το ίδιο μεσημέρι, καθώς πίναμε τον καφέ μας κοιτάζοντας ταυτόχρονα δεξιά και αριστερά για να σιγουρευτώ πως κανείς δεν μας άκουγε. Άσε που αν την άφηνα να εκθέσει όλο τον πλούτο των απόψεών της για το τι θα μπορούσε να είχε φταίξει στην περίπτωση της Ουρανίας και του Αντώνη, δεν θα φτάναμε ποτέ να δώσουμε μια λύση στο δικό μου πρόβλημα. Και μπορώ να πω πως το θέμα αυτό είχε αρχίσει να με καίει. "Ποιο είναι το προκείμενο;" ρώτησε όλο απορία η Αλέκα. Εκτός των άλλων ήταν και λίγο βραδυφλεγής. "Η κυτταρίτιδα", της υπενθύμισα. "Η κυτταρίτιδα, τι;" συνέχισε να με κοιτά με το ίδιο βοϊδίσιο βλέμμα που έπαιρνε όταν δεν καταλάβαινε τι της γινόταν. Μα τίποτα από όσα της είχα εκθέσει δεν είχε ακούσει; "Τι να κάνω για να απαλλαγώ από την κυτταρίτιδα;" επανέλαβα, αυτή τη φορά στα όρια της οργής. Εκείνη τη στιγμή, σαν να κατάλαβε, με κοίταξε όλο νόημα και ξεστόμισε με φυσικότητα την απάντησή της. "Λιποαναρρόφηση, αγάπη μου. Τι άλλο;" Αυτή τη φορά ήμουν εγώ αυτή που ανταπέδωσε το βοϊδίσιο βλέμμα. "Τι εννοείς όταν λες λιποαναρρόφηση;" "Νυστέρι, γιατρός, ξέρεις τώρα. Τα γνωστά", απάντησε με απάθεια, την ίδια στιγμή που εμένα με έλουζε κρύος ιδρώτας. "Α, όχι!", φώναξα, μόλις βρήκα, επιτέλους, το χρώμα μου. "Εγώ επέμβαση δεν κάνω. Φοβάμαι!", δήλωσα τελεσίδικα. "Τι φοβάσαι, βρε χαζή; Ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία θα είσαι. Θυμάσαι τη Νίκη τη Βολίδη, πώς ήταν; Ε, λοιπόν, ξέχασέ την. Μετά την επέμβαση έχει γίνει αγνώριστη". Τη θυμόμουν πάρα πολύ καλά τη Νίκη τη Βολίδη. Για την ακρίβεια, με τη Νίκη ήμασταν συμμαθήτριες από το Γυμνάσιο και θυμόμουν χαρακτηριστικά ότι από τότε, παρ' όλο που δεν είχε καθόλου περιττά κιλά, είχε έντονο πρόβλημα κυτταρίτιδας, πρόβλημα που με τα χρόνια επιβαρύνθηκε αρκετά. Για να μου λέει η Αλέκα να ξεχάσω την εικόνα που είχα στο μυαλό μου, η αλλαγή θα πρέπει να ήταν θεαματική. Μα και σε αυτή ακόμη την περίπτωση δεν ήμουν καθόλου διατεθειμένη ν' αφήσω να με κόψουν και να με ράψουν μόνο και μόνο για να μη χάσω τον Ανέστη. Το ρητό "μπρος στα κάλλη τι είναι ο πόνος" καθόλου δεν με άγγιζε τη δεδομένη στιγμή. "Ξέχασέ το" απάντησα, θεωρώντας ταυτόχρονα το θέμα λήξαν και την περίπτωσή μου ανίατη. Η Αλέκα πάντως είχε αντίθετη άποψη, γιατί άρχισε να μου εκθειάζει τα θετικά αποτελέσματα μιας τέτοιας επέμβασης σαν να ήταν διαφημιστικό φυλλάδιο ινστιτούτου αδυνατίσματος. "Και δεν ενυπάρχει κανένας απολύτως κίνδυνος!", τελείωσε το σύντομο λογύδριό της, μα, βλέποντάς με ακόμη σκεφτική, αποφάσισε να παίξει και το τελευταίο της χαρτί. "Εκτός κι αν προτιμάς να τρέφεσαι μια ζωή με ραπανάκια -ήξερε πως σιχαίνομαι τα ραπανάκια- και να υποβάλλεις τον εαυτό σου καθημερινά σε ένα δίωρο τουλάχιστον έντονης άσκησης. Μα και πάλι το μόνο που θα καταφέρεις είναι να μην αυξηθεί το ήδη υπάρχον πρόβλημα. Ό,τι απέκτησες δύσκολα θα το αποχωριστείς, γλυκιά μου!".
Αυτό ήταν. Δεν άντεχα άλλο! "Μπα, ο Ανέστης δεν θα με αφήσει ποτέ να κάνω κάτι τέτοιο. Τα θεωρεί πεταμένα λεφτά όλα αυτά", εξέθεσα τους τελευταίους μου ενδοιασμούς, λίγο πριν δώσω την τελική έγκριση στη φίλη μου να αναζητήσει περαιτέρω πληροφορίες για τιμές και ονόματα που θα μου φαίνονταν χρήσιμα. "Μα δεν χρειάζεται να μάθει τίποτα ο Ανέστης. Τίποτα απολύτως" με καθησύχασε η Αλέκα και συνέχισε πριν αρχίσω εκ νέου τις ενστάσεις. "Λεφτά σε δικό σου λογαριασμό έχεις, δεν έχεις;" ρώτησε αρχικά για να επιβεβαιώσει το συλλογισμό της. Της έγνεψα καταφατικά. "Ε, λοιπόν, θα πεις στον Ανέστη ότι σε χρειάζεται η Νάντια επειγόντως". H Νάντια είναι η μικρότερη αδελφή μου που διάγει άλλοτε άσωτο κι άλλοτε μονήρη βίο, ανάλογα με τις, κατά καιρούς, δυνατότητές της, στην πρωτεύουσα. "Θα έχεις ήδη κλείσει εσύ το ραντεβού σου με το γιατρό και ούτε γάτα ούτε ζημιά". Εύκολο να το λες μα δύσκολο να το πράξεις, θέλησα να διορθώσω τις αμπελοφιλοσοφικές θεωρίες της φιλενάδας μου, μα είχα ήδη αρχίσει να γοητεύομαι από το όνειρο των λείων γλουτών μου κι έτσι δεν επέμεινα παραπάνω, δίνοντάς της πράσινο φως για να πράξει τα δέοντα. "Και ο Θεός βοηθός!" μας ευχήθηκα, καθώς την αποχαιρετούσα λίγη ώρα αργότερα με ένα φιλί για να επιστρέψω στους κόλπους της οικογένειάς μου που με περίμενε για μεσημεριανό.
Έτσι, τρεις βδομάδες αργότερα, βρέθηκα μπροστά στην πόρτα του πλαστικού χειρουργού για μια ενημέρωση πάνω στους πιθανούς κινδύνους μιας τέτοιου είδους επέμβασης, ενημέρωση που όσο κι αν προσπάθησα δεν μπόρεσα να αποφύγω, όπως και το ανάλογο ψέμα προς τον Ανέστη μου.
Περίμενα, λοιπόν, σαν δρομέας στην εκκίνηση των εκατό μέτρων, έτοιμη να τρέξω στο παραμικρό νεύμα της νοσοκόμας προς το μέρος μου. Με τα νεύρα στην τσίτα, καταμετρούσα τα πολύτιμα δευτερόλεπτα που περνούσαν άσκοπα στην αίθουσα υποδοχής κι αναρωτιόμουν αν θα προλάβαινα την τελευταία πτήση για Γιάννενα ή θα αναγκαζόμουν να υπομείνω την οκτάωρη ταλαιπωρία ταξιδεύοντας με το Κ.Τ.Ε.Λ. Για να μην πολυλογώ, η εκκίνηση δόθηκε, το ίδιο και η μίνι συνέντευξή μου με το γιατρό και κλείστηκε το πολυπόθητο ραντεβού για δύο μήνες μετά, τουτέστιν την 12η Δεκεμβρίου. Ομολογώ πως ήταν λιγάκι άβολη σαν ημερομηνία, αφού το Δεκέμβρη πέφτει όλη η δουλειά στο γραφείο, αλλά αφού ο γιατρός δήλωσε περίλυπος πως δεν μπορούσε να με τακτοποιήσει σε άλλη ημερομηνία πριν από τους Ολυμπιακούς του 2004 (!), και αφού ήμουν ιδιαίτερα βιαστική, για τον πρόσθετο λόγο πως φοβόμουν μήπως το μετανιώσω, αναγκάστηκα να δώσω τη συγκατάθεσή μου, όπως και μια προκαταβολή της τάξης των τριακοσίων χιλιάδων δραχμών - για τις απαραίτητες προετοιμασίες, όπως μου δικαιολόγησε με γενικολογίες ο γιατρός το υπέρογκον του ποσού.
Με τριακόσιες χιλιάδες μείον στο βαλάντιό μου, επέστρεψα στον ευτυχή πλην όμως ανήσυχο σύζυγό μου.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις