0
Your Καλαθι
Θάνατος με τρικυμία
Μυθιστόρημα
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Με το ίδιο υλικό ο Δημήτρης Μανίνης θα μπορούσε ίσως να έχει εκπονήσει μια λαογραφική και γλωσσική μελέτη, ένα αφήγημα για τη ζωή και την ωρίμανση του αγοριού και μια συλλογή αυθεντικών ή, οπωσδήποτε, αληθοφανών διηγήσεων από την παράλια Θεσσαλία. Αντίθετα, επέλεξε να συμπλέξει αυτές τις τρεις δυνατές κατευθύνσεις που θα μπορούσε ξεχωριστά να έδινε στο υλικό του, οργανώνοντάς τες σε ένα πραγματικά ιδιότυπο μυθιστόρημα, το «Θάνατος με τρικυμία».
Πρόκειται για μυθιστορηματική κατασκευή που από πολλές απόψεις είναι ιδιάζουσα και κατά ιδιότυπο τρόπο νεωτερική μέσα στη γενική προοπτική των σύγχρονων συγγραφικών συνηθειών, ίσως δε και των σύγχρονων αναγνωστικών προσδοκιών και οριζόντων. Για να ειπωθεί απλά: δεν είναι αστική ηθογραφία είδος στο οποίο κατ' ουσίαν ανήκουν τα περισσότερα σύγχρονα μυθιστορήματα, μεταφέροντας συχνά σε σύγχρονος όρους λογοτεχνικότητας κάποιες αφηγηματικές συμβατικότητες του Ξενόπουλου εν μέσω ουίσκι, Μπουκόφσκι και τηλεοπτικών παραπομπών. Απλώς ο «Θάνατος με τρικυμία» δεν αναπνέει τον αέρα της πόλης ούτε κατά το θέμα του ούτε κατά τη μυθική ανάπτυξη ούτε κατά το ήθος των προσώπων ούτε και κατά τον τρόπο του λόγου του.
Θέμα του είναι ένα αγόρι (ο συγγραφέας προτιμά τη λέξη «παιδί» ως και την ενήβωσή του) που μεγαλώνει μες στον Εμφύλιο και τα μετέπειτα χρόνια σε ένα χωριό του Πηλίου. Αργά αργά η πίστη, η μνήμη, η επιθυμία και η κρίση των μεγάλων του παραδίδονται με την οικειότερη και αρχαϊκότερη μορφή: τη μακροσκελή, εκφραστικά πλούσια και αφειδώλευτη σε πληροφορίες παραμυθάδικη εξιστόρηση της γιαγιάς. Ή κάποιου άλλου που επίσης «ξέρει τι έγινε» ή «τι πρέπει να γίνει».
Το «παιδί» μεγαλώνει σε έναν κόσμο αφηγήσεων και λέξεων και αυτό ακριβώς συνιστά και το ουσιώδες στο θέμα του μυθιστορήματος. Μεγαλώνει μέσα σε όσα ακούει ή μεταφράζει σε ακούσματα λέξεων, μόλις τα δει. Το βλέμμα παρέχει την ύλη και την απόσταση. Η γλώσσα παρέχει τον κόσμο και την οικείωσή του. Είναι «ο οίκος του Είναι» του, καθώς θα έλεγε ο Μάρτιν Χάιντεγκερ.
Πρέπει να πούμε ότι το χωριό του παιδιού είναι κανονικό και «με τα όλα του». Με τον παπά του, τους χωροφύλακες, τους αντάρτες, τους δωσίλογους, τους Γερμανούς και τους Ιταλούς του, τον δάσκαλο, τους αγρότες, τους ψαράδες και τους ναυτικούς του, το καφενείο του, τον καρμίρη μπακάλη του, τις λοξές γεροντοκόρες του, τις χήρες του, τη «μάγισσα» και εξορκίστριά του, τους γάμους, τις κηδείες, τα πανηγύρια του, τα φονικά του, τους «σαλούς» του και τον «μεγάλο ερωτικό» του ονόματι Σαραντάρης. Πάνω απ' όλα κυριολεκτικά είναι χωριό και κοινότητα ανθρώπων με τα «λεγόμενά» του. Τα «λόγια» του. Τους λόγους, τους διαλόγους και τους εσωτερικούς μονολόγους πάνω στο γενόμενο ή στο επινοημένο αλλά και στο θεϊκό ή στο μαγικό. Πάνω στο φυσικό και αναγνωρίσιμο και πάνω στο εκτός πάσης εγκόσμιας τάξης και ακατανόητο, μέσω του οποίου το πρώτο αποκτά εξήγηση. Είναι ο κόσμος όπου μόνο τα ανεξήγητα μπορεί να εξηγούν. Αυτός ακριβώς ο κόσμος που διανοίγεται στον αφηγηματικό τρόπο του «μαγικού ρεαλισμού» τρόπο που ο Μανίνης τον κατέχει και τον χειρίζεται με πραγματική ωριμότητα και οίστρο.
Ο αφηγηματικός τρόπος του απέχει πολύ από το συνήθως και εν καταχρήσει μέχρι κόρου και αδρανείας τηρούμενο πλαίσιο. Τόσο σε επίπεδο ύφους και φράσης όσο και σε επίπεδο συνολικής σύνθεσης και κατασκευής.
Η αφήγηση μοιράζεται ανάμεσα στην τριτοπρόσωπη γραφή του ίδιου του συγγραφέα και στην «εντός εισαγωγικών» εξιστόρηση των παρελθόντων από τη γιαγιά του «παιδιού» ή άλλα πρόσωπα. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μιαν εύστροφη και ομηρικότατη αφηγηματική επιλογή με την οποία αφενός αποφεύγεται ο πλάγιος λόγος που θα εξουδετέρωνε τη δραστικότητα των ιστορουμένων και αφετέρου εξασφαλίζεται η επιδιωκόμενη κατανομή των χρόνων και των θέσεων των προσώπων, όπως και σε καλό θεατρικό.
Έτσι η τριτοπρόσωπη αφήγηση του συγγραφέα, τοποθετώντας τον παρατηρητή στο σύγχρονο και θέτοντάς τον ως εκτός μυθιστορηματικών ρόλων αφηγητή και συντονιστή των λεγομένων, κρατεί σε ενέργεια την ευθύγραμμη πορεία του χρόνου του ωριμάζοντος παιδιού. Από την άλλη και πιο γόνιμη πλευρά, η εξιστόρηση της γιαγιάς, που απλώνεται κυρίαρχη στο μισό βιβλίο, αλλά και οι αφηγήσεις όσων άλλων «ιστορούνε» και «ακούγονται» υφαίνονται βέβαια πάνω σε αυτόν τον βασικό χρονικό άξονα. Υφαίνονται όμως ως παμπόνηρη και συχνά απρόβλεπτη συμπαιγνία της μνήμης του εκάστοτε «ιστορούντος» με τις θέσεις των περιστατικών μέσα στον περίεργο χρόνο της. Ως πλεκτάνη λέξεων που αγγέλλουν εικόνες ή παιχνίδι της παραμυθάδικης ευφορίας των «παλαιών που ξέρουν». Ως περίπλοκο παραμυθάδικο υφαντό, τέλος, όπου η χρονική τάξη των πραγμάτων ή καταστρατηγείται χάριν της πειθούς ή τηρείται μόνον ως πρόσχημα της λαϊκής «φλυαρίας» που γοητεύει. Ακριβώς κατά τον «συμπιληματικό» τρόπο του Ομήρου και των όπου γης λαϊκών ραψωδών. Και παραμυθάδων. Εδώ τη σειρά των ιστορουμένων την ορίζουν οι πλέον ιδιόμορφοι ψυχολογικά και πρωτότυποι λογοτεχνικά συνειρμοί που ενεργοποιούνται, ακόμη και από τα κύρια ονόματα, μέσα στην «ομιλούσα σκέψη» του ιστορούντος.
Σε επίπεδο ύφους δεσπόζουσα είναι η αποτελεσματικότατη «υπόκριση λαϊκού λόγου» στα μέρη των παραμυθάδικων εξιστορήσεων που είναι και τα δραστικότερα του μυθιστορήματος. Ο Δημήτρης Μανίνης επιτυγχάνει να συνθέσει τη φράση του αξιοποιώντας τα κύρια στοιχεία του λαϊκού προφορικού λόγου εκείνων των χρόνων: από την ποιητική τάξη των λέξεων και την αιτιολογική χρήση του «ότι» ως τις παρενθετικές προτάσεις, το ασύνδετο και την παρατακτική συμπλοκή με το «και». Και βέβαια το ιδιωματικό λεξιλόγιο, ενσωματωμένο με πραγματική και ουδόλως λαογραφική λεπτότητα σε έναν λόγο πανελληνίως καταληπτό. Και χιούμορ πράγματι «λαϊκό», επεξεργασμένο με ευστροφία, πρωτότυπη αίσθηση του παράδοξου ή του κοινού καθώς και με καταπληκτική αντίληψη του μέτρου.
Ο Δημήτρης Μανίνης με τον «Θάνατο με τρικυμία» υπενθυμίζει στα λογοτεχνικά πράγματα τη γονιμότητα αφηγηματικών δυνατοτήτων ενός κόσμου που δεν μας τον δάνεισε κανένας αλλά θέλοντας και μη τον περιέχουμε.
Μάνος Λουκάκης, ΤΟ ΒΗΜΑ, 12-04-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις