0
Your Καλαθι
Το "Σύνταγμα" της Ευρώπης αντιμέτωπο με την εθνική και λαϊκή κυριαρχία
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Με το σχεδιαζόμενο "Σύνταγμα της Ευρώπης" όχι μόνον δεν οργανώνεται μια αυτοδύναμη και ενοποιημένη πολιτική εξουσία ή πολιτική κυριαρχία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά ούτε προβλέπονται διαδικασίες για τη συγκρότηση μιας δημόσιας, ευρωπαϊκής πολιτικής σφαίρας ή ενός ευρωπαϊκού Δήμου που θα αποτελεί την πηγή της εξουσίας ή το ύπατο νομιμοποιητικό θεμέλιο όλων των εξουσιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιβεβαιώνεται απλώς μια διεθνής συμφωνία συνένωσης κυρίαρχων κρατών που δεν είναι η ίδια κυρίαρχη.
Η χρήση του όρου "Σύνταγμα" στην προκειμένη περίπτωση είναι και παραπλανητική, διότι δημιουργεί μεταξύ των άλλων την απατηλή εντύπωση ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση μετεξελίσσεται, τάχα, από "Ένωση κρατών" σε "Ένωση Λαών", ενώ συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: "κύριοι" της ευρωπαϊκής ενοποίησης παραμένουν τα κράτη με τις κυβερνήσεις τους και η μέθοδος διακυβέρνησης μέσω των Συμβουλίων των Υπουργών, του νεότευκτου θεσμού του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των διακυβερνητικών διασκέψεων συνταγματοποιείται και διαιωνίζεται. [...]
ΚΡΙΤΙΚΗ
Πριν από λίγο περισσότερο από 10 χρόνια, ο Γάλλος διανοητής Ετιέν Μπαλιμπάρ περιέγραφε ακολούθως το κρατικό φαινόμενο στην Ευρώπη: «Το κράτος σήμερα στην Ευρώπη δεν είναι ούτε εθνικό ούτε υπερεθνικό. Αυτή η αμφισημία, αντί να αμβλύνεται, όλο και βαθαίνει. Στην πράξη (...) αυτό σημαίνει το εξής: στο πεδίο της κατανομής των εξουσιών ανάμεσα στο επίπεδο των "εθνικών κρατών" και στο επίπεδο των "κοινοτικών θεσμών" είναι έκδηλος ένας επίμονος πλεονασμός, ένας ανταγωνισμός μεταξύ των θεσμών. Στην πραγματικότητα ωστόσο υπάρχει μάλλον μια δυνητική διαδικασία αποσύνθεσης ή ελλείμματος του κράτους: ελλείμματος εξουσίας, ευθύνης, δημοσιότητας. (...) Αυτό θα μπορούσαμε να το επεξηγήσουμε λέγοντας ότι εισήλθαμε σε μια νέου τύπου φάση "ιδιωτικοποίησης" του κράτους υπό την επίφαση ενός πολλαπλασιασμού ή μιας υπέρθεσης δημόσιων θεσμών. Αυτό είναι πιθανώς αποτέλεσμα ότι για ένα κράτος αυτού του τύπου (κάτι χωρίς προηγούμενο στην Ιστορία, κατά κάποιον τρόπο η φιλελεύθερη ουτοπία σε πρακτική κατάσταση) δεν απαντάται προϋφιστάμενο μοντέλο».
Σε αυτό το πολιτειακό παράδοξο και δυνατό ερώτημα της εποχής μας επιχειρεί να απαντήσει με αφορμή το Σύνταγμα της Ευρώπης ο Αντώνης Μανιτάκης. Ο συγγραφέας ουσιαστικά διερευνά με το γνωστικό εφόδιο της πολιτειολογίας, του Συνταγματικού και Ευρωπαϊκού Δικαίου, αλλά και της νομικής θεωρίας τις συντεταγμένες και τα όρια της υπόσχεσης του Ευρωπαϊκού «Συντάγματος» (τα εισαγωγικά έχουν το προφανές νόημά τους). Τα όρια της συνταγματικής υπόσχεσης της Ευρώπης ανιχνεύονται, κατά τον Μανιτάκη, στην ίδια τη φύση του ευρωπαϊκού συνταγματικού εγχειρήματος. Ενός εγχειρήματος που μόνο καταχρηστικά διεκδικεί τον τίτλο του «συνταγματικού»: κατά το συγγραφέα, τον σφετερίζεται. Και αυτό, όχι διότι το εγχείρημα δεν έχει προηγούμενο και άρα δεν υπάγεται σε κάποιο από τα γνωστά συνταγματικά μοντέλα που έχει γνωρίσει η ιστορία των πολιτευμάτων, αλλά διότι η Ενωση διαθέτει μεν δικό της σύστημα αξιολόγησης της νομιμότητας, και μάλιστα τεχνικά άρτιο, αλλά δεν διαθέτει «μια αυτόνομη, δική της πηγή νομιμοποίησης των πράξεών της, οι οποίες αντλούν τη νομιμοποίησή τους μέσου του εθνικού συστήματος» (σ. 34). Το κατ' αρχήν σημαντικό στην προσέγγιση του Μανιτάκη είναι -ανεξάρτητα εάν συμφωνεί κανείς με τα συμπεράσματά του- η φροντίδα του να συσχετίζει με το σχετικό διάλογο που διεξάγεται στην Ευρώπη τις δύο έννοιες πάνω στις οποίες έχει τροχοδρομηθεί η πολιτειακή τομή της νεωτερικότητας: την κυριαρχία και τη νομιμοποίηση.
Η μέριμνα αυτή παρουσιάζει δύο κινδύνους: ο πρώτος είναι να υποκύψουμε με νοσταλγικό τρόπο στην εθνοκρατική κυριαρχία που αναμφίβολα κλυδωνίζεται, ως μια ρομαντική ανάμνηση είτε ακόμη ως στόχο που καλούμαστε να μη χάσουμε από τον πολιτειακό μας ορίζοντα. Ο δεύτερος κίνδυνος είναι αυτός του αχαλίνωτου αναθεωρητισμού που γενικώς έχει γοητεύσει σοβαρά τμήματα της κοινωνικής θεωρίας στην Ελλάδα και την Ευρώπη. «Πρέπει όλα να τα ξαναδούμε, να τα επανερμηνεύσουμε υπό το φως των νέων δεδομένων», ακούμε με αυξανόμενη ένταση: την κρατική κυριαρχία, το ποινικό δίκαιο, τον εμφύλιο κ.ο.κ. Θα συμφωνήσω ότι τίποτε δεν είναι θέσφατο, ωστόσο κάποια είναι κεκτημένα. Πολλές φορές αυτή η πρόκληση της συνολικής αναθεώρησης είτε ενδεδυμένη μεταμοντέρνων αφηγήσεων είτε μοντέρνων ηθοπλασιών, ουσιαστικά στοχεύει τα κεκτημένα, ακόμη και ασύνειδα. Ετσι λοιπόν, το «νέο» που κομίζει δεν είναι και πολύ νέο, αλλά ένα ρετουσαρισμένο παλιό. Εξάλλου, ποιος αμφιβάλλει σοβαρά σήμερα ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση διατηρεί ατόφια την εθνοκρατική διαδικασία; Ποιος αυταπατάται ότι η ευρωπαϊκή ιθαγένεια είναι κάτι πραγματικά νέο που ενοποιεί σε μια διαφορετική ποιότητα το άθροισμα των ευρωπαϊκών λαών και των κατοίκων αυτής της ηπείρου; Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια παραμένει αγκυροβολημένη στην ιθαγένεια του εθνικού κράτους, προσανατολίζεται αποκλειστικά σε αυτή, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και προς τους φορείς της, σε μια ιδιότητα που υποτίθεται υπόσχεται να υπερβεί. Τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ενωσης σθεναρά εξαιρούν από την ευρωπαϊκή ιθαγένεια τη μόνη δημοκρατική, νέα και όντως απελευθερωτική διάσταση που αυτή μπορεί να έχει, με το άνοιγμά της σε όλους τους κατοίκους της ηπείρου, αλλοδαπούς και μη.
Οντως λοιπόν τα πράγματα αλλάζουν. Δεν μπορούμε να μη διαβλέπουμε τις αλλαγές και τις μεταβάσεις, οι οποίες μας θέτουν μπροστά σε νέα διλήμματα τα οποία επιζητούν σκέψη και καινούρια αναλυτικά εργαλεία για την προσέγγιση και τη συμβολή στην κατανόηση πρωτόγνωρων πολιτειακών μεγεθών. Αυτό εξάλλου κάνει ο Μανιτάκης. Εάν οχυρωθούμε και ερμητικά κλειστούμε στην ασφάλεια που μας παρέχει η γνώση αυτών, με τα οποία παραδοσιακά εξοικειωθήκαμε, θα είναι σαν να κινούμαστε με ταχύτητα προς το κενό και να προσποιούμαστε ότι θα σωθούμε εφόσον είμαστε προσκολλημένοι σε ένα όχημα που έμεινε ακίνητο, διότι αντλούσε ενέργεια από δυνάμεις που πλέον έχουν ιστορικά εξαντληθεί. Από την άλλη όμως, σε αυτούς που διαβλέπουν στη σημερινή δυνητική ή πραγματική συγκυρία αποδυνάμωσης της κρατικής κυριαρχίας μια ευκαιρία για την προώθηση απελευθερωτικών αλλαγών, καλούμαστε να τους θέσουμε ενώπιον των ευθυνών τους: έχουν την ελάχιστη υποχρέωση να μας μιλήσουν λίγο πιο συγκεκριμένα από το να μας προτρέπουν να συμμεριστούμε τη δική τους (μετα)φυσική ερμηνεία των γενικά παραδεδεγμένων αρχών του Δημοσίου Δικαίου ή της ιστορικής αναγκαιότητας της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Εάν δεν λάβουμε συγκεκριμένες πειστικές απαντήσεις, είναι σαν να μας προτρέπουν να πηδήξουμε με τη θέλησή μας στο ίδιο κενό, για το οποίο κάναμε λόγο προηγουμένως.
Από τη μια πλευρά, ο Μανιτάκης καταφέρνει, έστω και οριακά, να μην υποκύψει στον πειρασμό μιας νοσταλγικής διάθεσης απέναντι στην εθνική και λαϊκή κυριαρχία, μολονότι είναι προφανές ότι γι' αυτόν ο κίνδυνος αυτός δεν είναι και τόσο επισφαλής. Από την άλλη, επιστρατεύει την επιχειρηματολογική και εκφραστική του δύναμη για να αδρανοποιήσει την παραπλανητική χρήση του όρου «Σύνταγμα» για την ευρωπαϊκή συνταγματική συνθήκη.
«Πολλαπλή, μεταβαλλόμενη, πολυσύνθετη, συλλογική, διαδικτυακή, διπλασιασμένη», μετα-κυριαρχία. Να μερικά από τα εξόχως ενδιαφέροντα επίθετα με τα οποία κοσμεί το ευρωπαϊκό κυριαρχικό φαινόμενο ο συγγραφέας, που καλούν σε γόνιμη σκέψη και κριτική.
Ο Βιτγκενστάιν στις αρχές του 20ού αιώνα έγραψε: «Οι όψεις των πραγμάτων που είναι πιο σημαντικές για εμάς, είναι κρυμμένες εξαιτίας της απλότητάς τους και της εξοικείωσής μας (με αυτές). Είμαστε συχνά ανίκανοι να αντιληφθούμε κάτι, γιατί είναι πάντα μπροστά στα μάτια μας.» Αυτό το διανοητικό χρέος επιτελεί ο Μανιτάκης με το βιβλίο του. Μας φέρνει τα πράγματα στην κατάλληλη απόσταση προκειμένου να τα δούμε και να τα μελετήσουμε ψύχραιμα, αναστοχαστικά αλλά και ταυτόχρονα στρατευμένα στην πολιτική προοπτική μιας Ευρώπης των δικαιωμάτων.
Μας λέει ο συγγραφέας, ανιχνεύοντας με οξυδέρκεια ανάμεσα στις εκατέρωθεν προκατασκευασμένες γενικεύσεις και νοσταλγικές κατηγοριοποιήσεις:
«Ο Λαός ως αδιάσπαστη πολιτική ενότητα και υποκείμενο δεν καταργείται με νομικές πράξεις ή νόμιμες διαδικασίες. Δεν νοείται κράτος που να αυτοκτονεί με πράξη συνολικής εκχώρησης αρμοδιότητας. Με αυτή την προφανέστατη πραγματικότητα είναι αναγκασμένη να συνυπάρχει η Ε.Ε. μέχρις ότου εμφανιστεί μια συντακτική εξουσία των ευρωπαϊκών λαών». Προς τι λοιπόν το άγχος των ευρωπαϊκών ελίτ να ονομάσουν Σύνταγμα μια «συνταγματική συνθήκη»; Το πρόβλημα δεν είναι πως δεν έχουν γίνει Συντάγματα με αυτόν τον τρόπο, αλλά πολύ απλά ότι δεν γίνονται Συντάγματα χωρίς συντακτική εξουσία. Διότι προφανώς κανείς δεν θα μπορούσε να ορίσει ως συντακτική εξουσία την εξουσία των κυβερνήσεων να ορίζουν αντιπροσώπους που θα συζητήσουν διαβουλευόμενοι με την «κοινωνία των πολιτών» το κανονιστικό περιεχόμενο του ευρωπαϊκού συντάγματος: αυτή είναι μια κυβερνητική και όχι συντακτική λειτουργία, με μείζονα μάλιστα προβλήματα λαϊκής νομιμοποίησης. Μια λαθραία παρομοίωση του συντάγματος. Εύλογα ο συγγραφέας ανθίσταται. Εάν αναθεωρήσουμε και αυτό (δηλαδή την αξιακή, λογική και ιστορική συσχέτιση συντάγματος και συντακτικής εξουσίας), τότε ο όρος, γράφει ο Μανιτάκης, χρησιμοποιείται μεταφορικά και αυτό είναι απολύτως αντιληπτό για λόγους πολιτικού συμβολισμού και ιδεολογικού εντυπωσιασμού, πλην όμως τίμιο θα ήταν να δηλωθεί αυτή η μεταφορική χρήση.
Ενα καινοφανές φαινόμενο
Η κριτική που ασκείται στο εγχείρημα θα μπορούσε να ονομαστεί συντηρητική. Με άλλα λόγια, αφού και ο ίδιος ο συγγραφέας αναγνωρίζει πως ούτως ή άλλως η ευρωπαϊκή οικοδόμηση συνιστά ένα καινοφανές πολιτειακό φαινόμενο, για ποιο λόγο θα πρέπει να αναλυθεί με τα παραδοσιακά γνωστικά και μεθοδολογικά εργαλεία; Μια τέτοια κριτική, ωστόσο, νομίζω πως είναι άδικη. Ο ίδιος ο Μανιτάκης γράφει πως «το ιστορικό αυτό προηγούμενο [εννοεί τη λογική και ιστορική συσχέτιση συντάγματος με κράτος] δεν αποτελεί αξεπέραστο ιστορικό ορόσημο ούτε μπορεί να αποκλείσει κανείς το ενδεχόμενο ιστορικής εμφάνισης και λογικής κατασκευής μιας άλλης σημασίας του Συντάγματος που θα είναι πλήρως αποσυνδεδεμένη από το κράτος» (σ.σ. 86-87). Είναι αλήθεια ότι μπορούμε δύσκολα, ωστόσο πρέπει, να σκεφτούμε πέρα από το συνειρμό Συντάγματος με κράτος. Παρ' όλ' αυτά, θα ήταν αδιανόητο να μην κάνουμε το συνειρμό μεταξύ Συντάγματος και κάποιας συντακτικής εξουσίας. Εάν δεν κάνουμε ούτε αυτό το συνειρμό, τότε το Σύνταγμα καταλήγει να είναι η κωδικοποίηση ελλειπτικών, εύληπτων και σαφών ρυθμίσεων μιας κανονιστικής ύλης, όπως με περισσό φορμαλισμό, που επισημαίνει ο συγγραφέας, γίνεται προσπάθεια να μας επιβληθεί.
Για τον Μανιτάκη, αυτό εξάλλου που λείπει από την Ευρώπη δεν είναι ένα τυπικό Σύνταγμα, αλλά ο συνταγματισμός ως κίνημα, ο ευρωπαϊκός συνταγματικός δήμος, αποτέλεσμα της συνάθροισης των ευρωπαϊκών λαών. Εδώ ο συγγραφέας φαίνεται να ενδίδει στη νοσταλγία του για ένα «πραγματικό» Σύνταγμα, όπως εξάλλου και ο ίδιος το αποκαλεί, με στόχο την οργάνωση και εγγύηση μιας ενοποιημένης πολιτικά και νομιμοποιημένης δημοκρατικά μετα-εθνικής εξουσίας στην Ευρώπη. Ωστόσο, πρέπει να επισημάνουμε ότι αυτή η πρόκληση έχει όρια. Η ίδια η υπόσχεση της Ευρώπης έχει όρια, τα οποία όχι απλώς μοιάζουν με αυτά των εθνικών κρατών της, αλλά είναι ακριβώς τα ίδια. Τα όρια του ευρωπαϊκού οράματος είναι τα σύνορα της Ευρώπης.
Από τη μετάβαση στην υπέρβαση
Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η νέα μορφή κυριαρχίας που συγκροτείται αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη, εμπεριέχει αποψιλώνοντας τις εθνοκρατικές κυριαρχίες από κάθε είδους απολυταρχικά και εθνο-κρατικά στοιχεία, όπως ο Μανιτάκης υποστηρίζει (σ. 17). Αντιθέτως, μερικά στιγμιότυπα του έργου τα έχουμε ξαναδεί στην Ευρώπη των εθνοτήτων. Ο συγγραφέας βλέπει στη μετάβαση (από το εθνικό στο μετα-εθνικό) την υπέρβαση (του εθνικού). Ωστόσο, εδώ νομίζω ότι παρασύρεται, έστω και με λανθάνοντα τρόπο, από αυτό που επιζητά. Δηλαδή, μια Ευρώπη-φρούριο με πραγματικό Σύνταγμα, θα έπαυε να είναι φρούριο; Τα έθνη ανδρώθηκαν θεσμικά μέσα από τα Συντάγματά τους, και όμως δεν έπαψαν να είναι φορείς αποκλεισμού των μειονοτήτων τους. Οι μειονότητες της Ευρώπης των εθνοτήτων είναι οι μετανάστες και πρόσφυγες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ακόμη και ένα πραγματικό Ευρωπαϊκό Σύνταγμα δεν μπορεί να υπερβεί τα εγγενή όρια της ευρωπαϊκής υπόσχεσης, που έχουν να κάνουν με τη θέση της Ευρωπαϊκής Ενωσης στον παγκόσμιο καταμερισμό εξουσίας και εργασίας.
Μεγάλο προτέρημα του μικρού αυτού βιβλίου είναι ότι, χωρίς να ενδώσει στις εύκολες κοινοτυπίες ενός αντιευρωπαϊκού λόγου, ο οποίος στις μέρες μας, όπως και ο αντιαμερικανισμός εξάλλου, έχει γόνιμο έδαφος να αναπτυχθεί, στοχάζεται και κρίνει τις δομικές ανεπάρκειες του συνταγματικού εγχειρήματος με τρόπο βαθύτατα ευρωπαϊκό. Το πρόβλημα έχει να κάνει με τη λαϊκή νομιμοποίηση της πράξης αυτής, όχι με την πολιτική και ιστορική της αναγκαιότητα, την οποία ο Μανιτάκης υπερασπίζεται.
Ο συγγραφέας ανήκει στη μικρή αλλά εκλεκτή ομάδα των Ευρωπαίων πολιτειολόγων και διανοουμένων που στοχάζονται την Ευρώπη: μιαν άλλη Ευρώπη. Ανεξάρτητα από το εάν συμφωνούμε σε πολλά ή λίγα από αυτά που γράφει, οφείλουμε να του αναγνωρίσουμε αυτή την περίοπτη θέση στο χώρο των στοχαστών του Συνταγματικού Δικαίου της ηπείρου μας.
Δ. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 25/06/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις