0
Your Καλαθι
Στ ακρωτήρια της ύπαρξης
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Γ. Μανουσάκης (Χανιά, 1933) ανήκει στους ελάχιστους που δημιουργούν εκτός τειχών. Ανένδοτος στα θέλγητρα της μαυλιστικής πρωτεύουσας με τις λογοτεχνικές συντροφιές και βραδιές. Μονήρης, αυθεντικός («Μονάχα η μοναξιά/μου δίνει/το αληθινό σχήμα μου» γράφει), ένας εδραίος Ανταίος που αντλεί δύναμη από τη ριζιμιότητα του τόπου του. Μας είχε δώσει, με το «Οταν η γη ταίριαζε στο πέλμα μας», 2001, ένα υψηλό απόσταγμα Κρητοσύνης με τις αναμνήσεις του από τα παιδικά του χρόνια επί Κατοχής από τα χωριά της μείζονος περιφέρειας των Χανίων, όπου η οικογένειά του είχε ζητήσει καταφύγιο. Ταμένος της πόλης του, άμισθος φύλακας και πολεοδόμος της, που κι αυτής η φυσιογνωμία μεταλλάσσεται στις μυλόπετρες της προόδου, ώσπου να γίνει αγνώριστη και ξένη. Μια πόλη από τις πλέον φίλιες καθ' άπασαν την επικράτειαν στους απανταχού μετανάστες, με πολυπολιτισμικό ιστό ήδη. Στο ποίημα «Αμετακίνητος Μετανάστης» συντηρεί το χρώμα της αέρινης και αρχοντικής αρχιτεκτονικής της, που απειλείται από εφιαλτική μετάλλαξη. Με τη μνημονική της αναστήλωση διασώζει τα Χανιά που χάνονται, τους ήχους του λαγούτου που πια δεν ηχεί στο βάθος του καφενείου, ούτε χτυπά το σφυρί του τσαγκάρη πίσω από τον πάγκο. Ταυτίζει μαζί της αξεδιάλυτα το πεπρωμένο του: «Σε τούτη την πόλη γεννήθηκα./Φλέβες μου οι δρόμοι της/...Εκείνοι που την κατοικούσαν/στρέψαν οριστικά την όψη προς το Μέγα Σκότος.../Σε ξένη πόλη σέρνω τώρα τη ζωή μου». Αξίζει η οδός όπου κατοικεί ο ποιητής παιδιόθεν, να μετονομασθεί από τους ιθύνοντες σε οδό Γ. Μανουσάκη και μόνο γι' αυτό το εμβληματικό/διατηρητέο ποίημα, όπου σοδιάζει μέσα του την αβάσταχτη ελαφρότητα του καιρού με τις ραγδαίες εξελίξεις, αλλά στεγάζει και το ίδιο το άσκεπο πνεύμα της. Οπως αντίστοιχα σκέπει και το ποίημα «Καταστρέφουν τη γραφικότητα», του Χριστιανόπουλου, συνοικίες της παλιάς Θεσσαλονίκης.
Ο τίτλος της συλλογής παραπέμπει ευθέως τόσο στο είδος ποίησης που καλλιεργεί ο Γ. Μ. -εντάσσεται στην παράδοση της Ουσιαστικής (Πεντζίκης, Καρέλλη, Θέμελης κ.ά.), στη χορεία-λιτανεία των υπαρξιακών- αλλά υποβάλλει ταυτόχρονα και το γεωγραφικό και χρονικό του στίγμα (το Ακρωτήρι Χανίων γενικότερα) όσο και τα κράσπεδα της ακρώριας του βίου. Αν στο προηγούμενο βιβλίο εντρύφησε στους ακατάλυτους λειμώνες της παιδικής ηλικίας, εδώ μπαίνει πλησίστιος στην επικράτεια της τρίτης. Είναι ώρα απολογισμού, όπου κυριαρχεί ένα γλυκύπικρο μείγμα αισιοδοξίας και πεσιμισμού.
Είναι αναμφίβολα το ανθηρότερο βιβλίο του ποιητή και ο καλύτερος τρόπος να γιορτάσει τα 70χρονά του, συμπληρώνοντας πεντήκοντα συν ένα χρόνια αθόρυβης πνευματικής κατάθεσης. Βιωματική ποίηση, χαμηλόφωνη αλλά σταθερής εσωτερικής θερμοκρασίας, με βαθιά τρυφερότητα για τον άνθρωπο και τα πράγματα. Παρακάμπτει το επικαιρικό και εφήμερο για να διαλεχθεί με τον πυρήνα της αγωνίας της ύπαρξης μπροστά στην αναπότρεπτη φθορά, τη μοναξιά, το θάνατο. Τοπίο συχνά ήμερα καφκικό, κατά βάση κλειστού χώρου, εκπέμπει μια θεραπευτική παραμυθητικότητα. Βαθύτατα πλατωνικός (ενδεικτικός ο τίτλος της προηγούμενης συλλογής του Ανθρωποι και σκιές) νοεί την ποίηση ως μελέτη θανάτου. Μια ποίηση που μας βοηθάει και να πεθάνουμε και να ζήσουμε. Αλλωστε, στο μικρόκοσμό του τα όρια είναι ρευστά ανάμεσα στον κόσμο της απέραντης πλειοψηφίας και της ζώσας μειοψηφίας. Οι νεκροί του Γ.Μ. δεν είναι ήρωες, σύντροφοι ή επώνυμοι, είναι απλώς ο κάθε νεκρός οποιασδήποτε εποχής, το καθολικό είδος, αρχής γενομένης από το γένος των κατιόντων άμεσων συγγενών. Τα πράγματα που στην ποίησή του κατέχουν πολύ χώρο με ειδικό συμβολικό βάρος, εδώ υποχωρούν σε όφελος των διαπροσωπικών σχέσων που το κομμένο τους νήμα δένεται και ξανακόβεται αξεδιάλυτα. «Εμείς και οι άλλοι» τιτλοδοτεί την α' ενότητα που ανοίγει με δύο λεκτικά επιτύμβια, τη «Συνάντηση» και τον «Αποχωρισμό», και στη μέση να κυματίζει η σημαία της απώλειας, η ποίηση του βλέμματος με τις ανεπίδοτες επιστολές και χειραψίες. Ο ποιητής, απαρηγόρητος κι ανυπεράσπιστος («Κλαίω κι εγώ και τα δάκρυά μου/στάζουν απ' τα κλαδιά της νύχτας») ακόμη κι από τις αέτιες σκέψεις των σοφών, καθώς το αίμα του καιρού γλιστρά κάτω από την πόρτα του. Εδώ επίσης διευθετεί τους υπαρξιακούς λογαριασμούς του με τους τρεις γιους του, καταγράφει το σοκ της Αποκοπής, απολογείται για το ποιείν ανθρώπους και καρτερικά υπομένει την ορφάνια της ενηλικίωσής τους: «Ενα- ένα φεύγουν τα παιδιά από κοντά μας/Να 'ναι γιατί μεγάλωσαν/και δεν τα βάζει πια το σπίτι...Σκύβοντας/όλο και πιο πολύ απ' το βάρος/των φύλλων που αφαιρούμε/απ' τον ημεροδείχτη». Μας έχει τόσο ξεναγήσει σε «οικογενειακά πορτρέτα» από προηγούμενες συλλογές και μελέτη παλιών φωτογραφιών. Τώρα διευρύνει το ποιητικό βλέμμα και στους κατιόντες.
Στην επόμενη ενότητα το κλίμα αποφορτίζεται, ο ποιητής ερωτοδρομεί στη δροσιστική ευδία «Των αντιφάσεων του έρωτα», για να ψηλαφήσει στη γ' ενότητα τα άλυτα «Αινίγματα του κόσμου». Πίσω και μέσα από το σύμβολο/φετίχ του καθρέφτη, όργανου ενδοσκόπησης, αυτογνωσίας και αυτοτιμωρίας, θα οδοιπορήσει ώς τα ακρώρια του κόσμου που τα σημαδεύουν οι πέντε αισθήσεις, «Αυτές είναι τα ακρωτήρια της ύπαρξής μας», για να αναχθεί ώς το βάραθρο «όπου γλίστρησαν/όλοι οι πριν από μας». Στη δ' ενότητα «Διαψεύσεις, Αναζητήσεις, Συναντήσεις» φωσφορίζουν δύο έξοχα ποιήματα, «Το βάρος του σώματος», «Ο μονήρης άγγελος». Στο πρώτο, ο δημιουργός/ ποιητής μεταμεσονύχτια ενώπιον του άσπρου χαρτιού της κρίσεως υπό το άγρυπνο βλέμμα του φύλακα-άγγελου και στο δεύτερο, μια εμπράγματη θεοφάνεια/ανάληψη εν ώρα μεσημβρινού ανεμοστρόβιλου.
Στην τελευταία ενότητα, «Το μεγάλο κρύο», υπερχειλίζει η αγωνία για τους εκδημήσαντες, οι σπονδές μνήμης για τους κεκμηκότες, η θαλπωρή της, ο ενωτισμός του βόμβου των ψυχών, η πληθώρα μετωνυμιών του Αγέλαστου με το μαύρο μανδύα που έχει πάντα την τελευταία λέξη, αλλά και η αγέρωχη υπεράσπιση της ζωής μπροστά στο απόσπασμα του τέλους με δάκρυα ομορφιάς. Το ποίημα «Ματαντάγιο» με μότο «Χρειάζεται ένας βίος ολάκερος/για να αγαπήσει κανείς τη ζωή» (στίχος του E.L. Masters), επίτευγμα υψηλής παρηγορητικής συνηγορίας και κατάφασης της ζωής (ισοϋψές λ.χ. του γνωστού «Μην πεις ποτέ πως η ζωή...» του Τ. Βαρβιτσιώτη και σε αντίστιξη με την καβαφική αλεξάνδρεια που χάνεις -μας βρίσκει πάντα ανέτοιμους για το Μεγάλο Ταξίδι) αξίζει να το παραθέσουμε όλο: Οχι, δεν είμ' ακόμη έτοιμος/δε θα 'μαι ίσως ποτέ/όσο υπάρχει το άρωμα/του γιασεμιού έξω από τον κήπο/τα χελιδόνια στα σύρματα του τηλεφώνου./Οσο θα πέφτει η βροχή λοξά στο τζάμι/και θ' αφρίζει το κύμα της θάλασσας./Οσο το πορτοκάλι θα μιμείται/τη σφαιρικότητα της γης κι η μέλισσα/θ' ασπάζεται όλα τα λουλούδια στη σειρά./ Οσο η ματιά θ' ανακαλύπτει άγνωστη γη/στις σελίδες ενός άκοπου βιβλίου/κι η ακοή θ' ακολουθεί εκστατική/τις τρίλιες κάποιου αθώρητου βιολιού./Οσο θα παίρνω καθημερινά/το μερτικό μου από τους θησαυρούς του κόσμου».
Ο ποιητής Γ.Μ. μας δωρίζει αυτούς τους με κόπο συναγμένους και στοιβαγμένους θησαυρούς της τελευταίας και πιο ακμαίας σοδειάς του από το Ακρωτήρι της Κρήτης και της ύπαρξης μαζί με τα χαιρετίσματα και τις λοιπές έκτυπες εικόνες του με «το κόκκινο μαντήλι μιας παπαρούνας/που το κουνά τ' αεράκι του βουνού». Ανταποκρινόμαστε στα σινιάλα του.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΒΑΡΑΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 16/04/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις