0
Your Καλαθι
Το περιθώριο
Περιγραφή
Ένας άντρας χτυπημένος από τραγικά νέα, περιπλανιέται άσκοπα στους δρόμους της Βαρκελώνης, μεσούσης της δικτατορίας του Φράνκο. Στις σκοτεινές γειτονιές της πόλης, στις γειτονιές των πορνείων, μέλλει να βρει φαινομενική τρυφερότητα αλλά και να ανακαλύψει την οδύνη του καταλανικού λαού, όχι όμως και την προσωπική του σωτηρία...
Μ' έναν αβυσσαλέο, συμβολικό ερωτισμό, με ίσες δόσεις σκληρότητας και σαρκασμού, ο Μαντιάργκ, κινούμενος ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, περιγράφει με έξοχο τρόπο το δράμα ενός ανθρώπου που βρίσκεται στο περιθώριο της ζωής του.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το «Περιθώριο» θα μπορούσε κάλλιστα να διαβαστεί σαν ένα σχόλιο στον «Οδυσσέα» του Τζέιμς Τζόις ή στην «Κυρία Ντάλαγουεϊ» της Βιρτζίνια Γουλφ. Κι εδώ έχουμε Κύκλωπες, Λαιστρυγόνες, Σειρήνες, Κίρκες, (ανάπηρους) Σάτυρους, καταβάσεις στον Αδη και στα άδυτα οίκων ηδονής, συνομιλίες με φαντάσματα, σπονδές, συμπόσια, κραιπάλες, συνειδησιακά άγη, παροξυσμούς αυτοκριτικής, καταγγελίες αυταρχικών πολιτικών συστημάτων και, φυσικά, πλείστες αναφορές σε αποκλίνοντες έρωτες. Κι όλα αυτά συμβαίνουν, εξομαλύνονται και αποκωδικοποιούνται μέσα στον ελάχιστο χρόνο των τριών ημερών και τριών νυχτών που βιώνει ο αυτόχειρ Σιγισμούνδος στη Βαρκελώνη του φρανκικού εφιάλτη.
Το «Περιθώριο» δεν απέσπασε αδίκως το Βραβείο Γκονκούρ, το 1967: ο Αντρέ Πιερ ντε Μαντιάργκ δίνει εδώ το μέτρο των μειζόνων ομολογουμένως δυνατοτήτων του στο χώρο της δημιουργικής μυθιστορίας, η οποία, ενώ κλείνει το μάτι στον ύστερο ρεαλισμό, παραμένει σταθερή στις αρχές των νεωτερικών, όχι κατ' ανάγκην εξεζητημένων κειμενικών εφαρμογών. Ελαχιστοποιώντας δράση και πλοκή, περιορίζοντας τα πρόσωπα του δράματος σε δύο διαρκώς παρόντα, δηλαδή τον Σιγισμούνδο και τη νεαρή πόρνη Χουανίτα, και σε δύο διαρκώς απόντα, τη Σερζίν, σύζυγο του Σιγισμούνδου, και τον Γεδεών Πονς, τον παιδεραστή πατέρα του Σιγισμούνδου, ο συγγραφέας αναδεικνύεται σε μάστορα ενός τραγικού μινιμαλισμού.
Οι λεπτομέρειες αναδεικνύουν το αφηγηματικό ήθος. Τα ελάσσονα του βίου αναβαθμίζονται σε ικανοποιητικό βαθμό. Τα αίτια και τα αιτιατά της συμπεριφοράς διερμηνεύονται με υποδειγματική συνέπεια, αλλά και με εμβρίθεια: οι απόκρυφες, οι ουτιδανές και οι παραγνωρισμένες πτυχές της καθημερινότητας αποκαλύπτουν ένα απροσδόκητο βάθος. Η παραγωγική αυτή διεύρυνση της πραγματικότητας είναι και πάλι το κατεξοχήν ειδολογικό γνώρισμα-τέχνασμα. Ετσι, «ο Σιγισμούνδος υφίσταται τη δοκιμασία των κουκιών σαν άνθρωπος που υποβάλλεται στην κρίση του Θεού» (βλ. σελ. 242), «καταφεύγει για λίγο κάτω από τα δέντρα, όπου όμως οι κουτσουλιές των πουλιών πέφτουν σαν ανεξάντλητο μάννα» (βλ. σελ. 144), «ο κρυστάλλινος φαλλός λάμπει· έτσι, ο Κολόν που είναι πάνω στο πώμα, μοιάζει με πύρινη γλώσσα που πέφτει πάνω στη βάλανο ή που την εξαπολύει η βάλανος στον ουρανό» (βλ. σελ. 274) και «ότι, με την έννοια αυτή, (οι ταυρομαχίες) ήταν το ίδιο αποτρόπαιες και απαρχαιωμένες με τη θεία λειτουργία που τελούσε η Εκκλησία της Ρώμης, η οποία λειτουργία είναι μια ανάλογη θυσία και αποτελεί μέρος της ίδιας απεχθούς συνωμοσίας. Η ιερή καρδιά του Χριστού που κεντούσαν στο στήθος τους σε παλιότερες εποχές οι φονιάδες ήταν μια απλή παραλλαγή των χρυσών σιριτιών που κοσμούν τις στολές των ταυρομάχων. Ματαδόρ: πώς να προσφέρεις αυτή τη λέξη χωρίς το μυαλό σου να πάει στον σπυργιάρη; (τον Φράνκο)», (βλ. σελ. 139).
Οι τρεις κατανυκτικές - θυσιαστικές συναντήσεις του κεντρικού ήρωα με τη Χουανίτα-Αφροδίτη υπομνηματίζουν το μεγάλο δράμα της ύπαρξης, που όσο κι αν θέλει δεν μπορεί να υπερβεί τα όρια. Η συνδηλούμενη αφασία επιτείνει το άλγος: «αν (ο Σιγισμούνδος) ήξερε καλά ισπανικά, καλά καταλάνικα, αν ήξερε καλά τη σύγχρονη αργκό της Βαρκελώνης ή αρχαία γερμανικά, δεν θα ταξίδευε σαν το μουγγό» (βλ. σελ. 250 επ.). Η μη υπέρβαση είναι εν τέλει ο θάνατος. Ο αυτοπυροβολισμός της τελευταίας παραγράφου επικυρώνει απλώς τα αδιέξοδα, την αβελτηρία, τους μάταιους ηρωισμούς της ζωής. Ο σολοικισμός της αυτοκτονίας είναι όμως από μια άλλη σκοπιά ο προάγγελος της πτώσης της δικτατορίας του Φράνκο. Οι τελευταίες παράγραφοι συνιστούν κατ' αντιδιαστολή ένα εγκώμιο στην αναγκαιότητα της δημοκρατίας, ενώ ο αυτοπυροβολισμός, ως απώτατο σημείο αυτοθυσίας, υποδηλώνει την αρχή του τέλους της στυγνής καταπίεσης. Οι επικλήσεις του Σιγισμούνδου είναι ύμνοι στην αληθινή ζωή, στο πνεύμα δηλαδή της ελευθερίας. Θάνατος και βίος ποιότητας είναι ξανά άρρηκτα συνδεδεμένοι. Ετσι επαληθεύεται στη μυθιστορηματική πράξη η γνωστή εγελιανή αρχή: «αλλά η ζωή του πνεύματος δεν φοβάται το θάνατο, μήτε είναι απαλλαγμένη απ' αυτόν. Ζει μαζί του και διατηρείται ολόκληρη μέσα του». Η αντίστιξη είναι εμφανής, δηλωτική της όλης προθετικότητας του Γάλλου δεξιοτέχνη των συνειρμικών αναπαραστάσεων.
Ο δόκιμος μεταφραστής ομολογεί ευθέως ότι «προτίμησε να λειτουργήσει απλοποιητικά στα σημεία εκείνα -που δεν ήταν λίγα- όπου η εξόφθαλμα αντιγραμματική οργάνωση του λόγου δεν μπορούσε να αποδοθεί στα ελληνικά, γιατί το αποτέλεσμα δεν μπορούσε να σταθεί γλωσσικά. Επέλεξε να μεταφέρει αυτή την ισοδυναμία από το συντακτικό στο σημασιολογικό πεδίο, έχοντας πλήρη επίγνωση της προδοσίας του» (βλ. σελ. 292). Ο Γιώργος Ξενάριος, μ' άλλα λόγια, μεταγράφοντας, απέδωσε ισορροπίες, συνεκδοχές της ενδοδιηγητικής φαντασμαγορίας και άλλες κειμενικές αλήθειες, χωρίς να ενδώσει στις ιδιομορφίες και στους υφολογικούς πειρασμούς του πρωτοτύπου. Μπορεί δηλαδή να μην είναι απολύτως πιστός στον Μαντιάργκ, αλλά παραμένει φανατικά συναινετικός ως κυριολεκτικός μεσάζων. Αξιος ο μισθός του.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 16/04/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις