0
Your Καλαθι
Ο αντίστροφος κανόνας
Μυθιστόρημα
Περιγραφή
Με αφορμή ένα βιολί που πουλιέται σε κάποια δημοπρασία στο Λονδίνο, πλέκεται η φοβερή ιστορία μιας ζωής που έζησε τη μουσική ως απώλεια, τη μαθητεία ως ταπείνωση και σκότωσε το ταλέντο της σε έναν κόσμο σχιζιφρένειας, ένα κόσμο όπου η μουσική έχει αντικαταστήσει τη ζωή, την αξιοπρέπεια, τον έρωτα, το παν.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ένα γράμμα που δεν έφτασε ποτέ, ένα παιδί που δεν γνώρισε αληθινό πατέρα, μα και που δεν έζησε αρκετά για να προλάβει να λάμψει το μαγικό μουσικό ταλέντο του. Ένα άλλο παιδί που, ενώ είχε ολόκληρο τον κόσμο στα πόδια του, κατέληξε μετά από μια ζωή πολύ διαφορετική από τις προσδοκίες τρελός περιπλανώμενος γέρος που πεθαίνει μόνος, σχιζοφρενής σε ίδρυμα. Ένας πατέρας που συνάντησε, φιλοξένησε και τότε αναγνώρισε το παιδί του, που ίσως και να αγνοούσε ότι υπάρχει. Τέλος, ο αδελφός του «ασώτου πατρός», ένας ευγενής που χάθηκε για χρόνια και επέστρεψε στον πύργο του όταν πια είχαν όλα τελειώσει. Επέστρεψε κρατώντας ένα βιολί που είχε μόλις αγοράσει.
Αυτό το βιολί είναι σίγουρα μοναδικό. Όχι για τον σπάνιο ήχο του ή την υψηλή καταγωγή του. Υπάρχουν, εν τέλει, πολλά βιολιά με απαράμιλλο ήχο, φτιαγμένα από τους μεγάλους ιταλούς δασκάλους και πιθανόν μάλιστα να ξεπερνούν σε μουσική αξία το συγκεκριμένο. Το βιολί που παίζει τον «Αντίστροφο κανόνα» του σύγχρονου ιταλού συγγραφέα Πάολο Μαουρένσιγκ είναι μοναδικό για άλλο λόγο. Γιατί αποτελεί το μόνο και μάλιστα λανθάνον σημείο επαφής των τεσσάρων αυτών προσώπων που, ενώ ανήκαν ο ένας στον άλλο, οι ζωές τους σκόρπισαν και χάθηκαν. Και που έπειτα αυτό το βιολί, σαν να εξέφραζε κάποιο καλό πνεύμα το οποίο στάθηκε όμως ανίκανο να επηρεάσει τη μοίρα, προσπάθησε χωρίς επιτυχία να τους ενώσει.
Στην ουσία δεν πρόκειται για ένα, αλλά για δύο βιβλία, που ενώ θα μπορούσαν με άνεση να σταθούν αυθύπαρκτα, εδώ ενώνουν τη δύναμή τους και το ένα τροφοδοτεί διαρκώς το άλλο. Αυτή η διαπλοκή τους είναι ίσως το μεγάλο επίτευγμα του Μαουρένσιγκ. Το «πρώτο βιβλίο» είναι μια ιστορία με εξαίρετη πλοκή, γεμάτη συνεχείς ανατροπές τόσο πειστικές, που κάποιες στιγμές κάνουν τον αναγνώστη να νιώθει ότι χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Είναι η ιστορία αυτών των τεσσάρων προσώπων. Ιστορία που δίνεται με διαδοχικές ενέσεις αγωνίας, συγκίνησης, πικρού χιούμορ και έντασης, για να καταλήξει σε μια λύση, που βασανίζει τον αναγνώστη και δεν του επιτρέπει να βάλει σε εύκολη τάξη τα ερεθίσματα.
Το «δεύτερο βιβλίο» όμως είναι κάτι ακόμη πιο βαθύ και ιδιαίτερο. Είναι ένα «δοκίμιο» πάνω στη δύναμη της μουσικής. Δεν έχει δική του εσωτερική δομή αλλά διαπερνά σχεδόν κάθε σελίδα της κύριας αφήγησης, με τις ατέλειωτες λεπτές παρατηρήσεις του Μαουρένσιγκ για τη σχέση των προσώπων με τη μουσική. Και που μεγεθύνοντας, τραβώντας στα άκρα την επίδραση της μουσικής, στην ουσία γίνεται κατήγορος και συνήγορός της ταυτόχρονα, αφού προσπαθεί να την τοποθετήσει στα πραγματικά της όρια, τα οποία όμως είναι πολύ ευρύτερα από ό,τι συνήθως φανταζόμαστε. Και αυτό γιατί αν για κάποιους ανθρώπους η μουσική δεν είναι παρά μια ευχάριστη υπογράμμιση, μια συνοδεία της ακοής, για κάποιους άλλους είναι μια δύναμη που μπορεί να καταλύσει την ύπαρξή τους. Σε αυτούς τους δεύτερους ανήκουν και τα πρόσωπα, ιδίως ο πρωταγωνιστής, του μυθιστορήματος.
Μέσα από την αγάπη τους για τη μουσική αυτά τα πρόσωπα ζουν έναν φοβερό ίλιγγο υποκατάστασης της ίδιας τους της ύπαρξης, από τον οποίο τελικά δεν υπάρχει διέξοδος. Η μουσική που μπορεί να τους ανοίξει τον ορίζοντα, που θα τους πάει πέρα από τα όριά τους, μετατρέπεται σε μια παγίδα θανάτου, αφού απλώς δεν θα τους επιτρέψει να «χωρέσουν» αυτόνομοι στον εαυτό τους ποτέ ξανά. Η εξάρτηση θα οδηγήσει στην αλλοίωση της συμπεριφοράς και αυτή στην αποξένωση, στην παράλογη σύγκρουση, στην τρέλα, στον θάνατο. Το εντυπωσιακό σε αυτό το «δεύτερο βιβλίο» είναι ο τρόπος με τον οποίον ο Μαουρένσιγκ πρώτα βρίσκει και έπειτα επιστρατεύει τις παραστάσεις που είναι ικανές να πείσουν ότι η μουσική μπορεί να κάνει όλα αυτά τα φοβερά πράγματα. Το εγχείρημα είναι τόσο δύσκολο που λίγο αν ξεφύγει μπορεί να εκπέσει σε ιλαρότητα. Και όμως, όχι μόνον αποφεύγει τον κίνδυνο, αλλά πετυχαίνει τον σκοπό του και μάλιστα αξιοποιώντας μέσα βατά και για όποιον δεν έχει την τεχνική, την ιστορική ή την ουσιαστική εξοικείωση με τη μουσική.
Εδώ η «ιταλική γραφή» αποδεικνύεται για μιαν ακόμη φορά σωτήρια. Επιστρατεύοντάς την ο Μαουρένσιγκ κάνει μια σοφή επιλογή. Παίρνει μερικά από τα πιο σκοτεινά και βαριά υλικά, που ξεκινούν από μιαν άδηλη φροϋδική προσέγγιση, ελλοχεύουσα σχεδόν πίσω από κάθε εξέλιξη, περνούν στην αποθέωση της μουσικής και καταλήγουν στα πιο δοκιμασμένα στοιχεία του τραγικού. Και όμως, το βιβλίο (ιδίως δε ο αναγνώστης...) ακόμη αναπνέει. Και όχι μόνον αυτό. Δεν νιώθει πια τόσο να έχει διαβάσει όσο να έχει ακούσει κάτι, μια ιστορία που του την διηγείται, του την εκμυστηρεύεται αυτός που την έζησε. Και παρά τις πλούσιες επιμέρους αρετές του (ή ίσως χάρη σε αυτές) αυτό είναι, εν τέλει, που κάνει το βιβλίο σημαντικό. Πώς το πετυχαίνει; «Να θυμάστε ότι οι μουσικοί είναι γενιά του Κάιν» φωνάζει κάποια στιγμή γεμάτος μίσος, μια φράση από τη Γένεση, ο Γένο Βέργκα/Κούνο Μπλάου, ο ήρωας. Και όμως, αυτός που έχει πραγματικά «καεί» από τη δύναμη της μουσικής και φωνάζει εκδικητικά μοιάζει να είναι ο ίδιος ο συγγραφέας.
ΓΙΩΡΓΟΣ Π. ΜΑΛΟΥΧΟΣ, ΤΟ ΒΗΜΑ, 10-05-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις