Εμείς κι αυτός ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
79%
Περιγραφή
Tο χριστουγεννιάτικο δώρο στη γυναίκα του ήταν ένα μικρό αδέσποτο σκυλί, ο Pοκανίδης, απείθαρχος κι αναρχικός, που αγαπάει τη ζωή και την ελευθερία.
O Σάντορ Mάραϊ, ο συγγραφέας των μεγάλων, δραματικών μυθιστορημάτων για τα ανθρώπινα πάθη, διαλέγει ν’ αφηγηθεί εδώ την ιστορία ενός σκύλου. Mε τρυφερότητα, λεπτό χιούμορ και ειρωνεία, όπως πάντα, βλέπει στο σκύλο τον εαυτό του και τις προδομένες επιθυμίες του. Aπό την αναμέτρηση ανθρώπου και σκύλου, αυτός που θα φύγει με το κεφάλι ψηλά είναι ο σκύλος. Kι ο άνθρωπος, ηττημένος από τις ίδιες τις αυταπάτες του, θα καταλάβει ότι στη ζωή δεν αγαπάμε τόσο το ενάρετο, τέλειο και συμβατικό, όσο το καταπιεσμένο κι ανήσυχο, το ατελές κι απείθαρχο, γιατί αυτή είναι η βαθύτερη φύση κι η μοίρα μας.
«Δεν μπορεί να απαιτεί κανείς από έναν συγγραφέα», εξομολογείται ο μεγάλος Ούγγρος συγγραφέας Σάντορ Μάραϊ, «να περιφέρεται μονίμως με επίσημο ένδυμα, να παίρνει μονίμως τραγικές πόζες... Έρχεται μια στιγμή, που δεν έχει καμιά όρεξη να παραμείνει πιστός στο ανθρώπινο είδος».
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Για την αγάπη ενός σκύλου
Οταν το ευγενές τετράποδο εισβάλλει στη ζωή ενός συγγραφέα
Λένε πως ύστερα από χρόνια συμβίωσης ο σκύλος καταλήγει να μοιάζει στον αφέντη του, υιοθετώντας τη συμπεριφορά του και αντιγράφοντας τις κινήσεις του. Επιπλέον το συμπαθές κατοικίδιο θεωρείται ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου, καθώς, περισσότερο απ' όλα τα άλλα, επιδεικνύει συντροφικότητα, πίστη και αφοσίωση - ιδιότητες πάντα περιζήτητες στο ανθρώπινο είδος.
Το μυθιστόρημα του Ούγγρου Σάντορ Μάραϊ, ο οποίος μετά την εγκαθίδρυση του κομμουνιστικού καθεστώτος απομακρύνθηκε από τη χώρα του κι έζησε στο Παρίσι και στις ΗΠΑ για να αποκτήσει καθυστερημένα τη διεθνή αναγνώριση, παρακολουθεί όλα τα στάδια της σχέσης αφέντη-σκύλου, τις απεγνωσμένες απόπειρες του πρώτου να τον εκπαιδεύσει και να τον τιθασεύσει έως την τελική ανταρσία του τετράποδου. Από την αρχή, όμως, υπήρξαν κάποιες καίριες παρανοήσεις: ο σκύλος δεν ήταν ράτσας, όπως πίστευε ο αφέντης, και η άφιξη του στην οικογενειακή εστία είχε στόχο την κάλυψη κάποιων κενών, γεγονός που γίνεται αντιληπτό από τα οξυμμένα αισθητήριά του, προκαλώντας την αντίδρασή του.
Ο ιδιοκτήτης του ζώου, συγγραφέας ο ίδιος, στις πρώτες σελίδες παραθέτει τους λόγους που επέλεξε ένα τόσο ευτελές θέμα για το μυθιστόρημά του και έναν σκύλο για κεντρικό ήρωα. Υστερα από χρόνια καταβύθισης στον κόσμο των μεγαλόπνοων ιδεών, αποφασίζει να χαμηλώσει συγκαταβατικά το βλέμμα στην κατώτερη σφαίρα ζωής του σκυλίσιου κόσμου, μήπως και κατανοήσει κάτι περισσότερο από τη φύση της πραγματικότητας και από την πολυπλοκότητα της δημιουργίας.
Ο ήρωας, ο Ροκανίδης, εμφανίζεται με τρόπο θεατρικό στην αφηγηματική σκηνή, όταν το αφεντικό του, το οποίο δεν κατονομάζεται, αποφασίζει να αγοράσει ένα πρωτότυπο χριστουγεννιάτικο δώρο στη σύζυγό του και πηγαίνει στον ζωολογικό κήπο, απ' όπου και παίρνει το εν λόγω κατοικίδιο. Το ίδιο βράδυ καταλαμβάνει τη θέση του στην αστική οικογένεια αποσπώντας αυτομάτως την αγάπη της συζύγου αλλά και της υπηρέτριας.
Μετά τη θερμή υποδοχή αρχίζει η διαδικασία της εκπαίδευσής του. Τα πρόσωπα του σπιτιού στριμώχτηκαν για να του κάνουν χώρο, αφιέρωσαν μεγάλο μέρος από τον χρόνο τους, έκαναν πλήθος υποχωρήσεων, μοιράστηκαν μαζί του το φαγητό τους καθώς και τη λιγοστή τρυφερότητα που τους είχε απομείνει. Υπήρξαν στιγμές που πράγματι ζορίστηκαν καθώς η επιθυμία τους για προσφορά ήταν περιορισμένη, εν τούτοις του εμπιστεύτηκαν όλα τα μυστικά τους και άφησαν όλο τον οικιακό μικρόκοσμο στη διάθεσή του. Ανέχτηκαν να κάνει χρήση των επίπλων του σπιτιού, να εκδηλώνει ελεύθερα τη συμπάθεια ή την αποστροφή του και καθάριζαν αδιαμαρτύρητα τα ίχνη που άφηνε πίσω του.
Ακόμα και όταν ο Ροκανίδης, κυριευμένος από μια αιμοσταγή μανία, κουρέλιαζε τα χαλιά και τα βιβλία Αγγλων συγγραφέων, ακόμα και τότε, κατάπιναν την οργή τους και επαναλάμβαναν τις προσπάθειές τους. Εκπληκτοι και σοκαρισμένοι μπροστά στην εμφάνιση της ανεξήγητης επιθετικότητας του σκύλου, κατέφυγαν ακόμα και σε εξειδικευμένη ψυχαναλύτρια προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα ξεσπάσματά του. Με αμέριστη κατανόηση και υποχωρητικότητα, την οποία σπάνια επιδείκνυαν στους συνανθρώπους τους, εργάστηκαν συστηματικά για την ένταξη του Ροκανίδη στη ζωή τους. Δυστυχώς, το εκπαιδευτικό τους σύστημα απέτυχε, καθώς, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, διαβάζουν λανθασμένα τα μηνύματά του, αγνοούν τους κώδικες και τους μυστηριώδεις κανόνες της φύσης: μια μέρα ο αγαπημένος τους σκύλος εξεγείρεται και δαγκώνει όλα τα μέλη της οικογένειας, πριν αναχωρήσει, ως άλλος τραγικός ήρωας, για την αναπόδραστη μοίρα της σκυλίσιας ζωής του.
Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου καταλαμβάνει η διαδικασία της εκπαίδευσης του τετράποδου, στην οποία επιδίδεται το αφεντικό του με ιδιαίτερο ζήλο, ενώ ταυτόχρονα υποβάλλεται σε πλήθος συλλογισμών και σε εντατική ενδοσκόπηση, πασχίζοντας να μετατοπίσει την οπτική του και να δει τον κόσμο μέσα από τα μάτια του σκύλου. Υπάρχουν στιγμές που φαίνεται να ζηλεύει τον Ροκανίδη και την ελευθερία του, καθώς ο ίδιος είναι υποχρεωμένος να διάγει μια ζωή στρατιωτικής πειθαρχίας προκειμένου να ολοκληρώσει το καθημερινό του άρθρο για την εφημερίδα και να γράψει τα βιβλία του, την ώρα που ο σκύλος δεν χρειάζεται να καταστείλει καμία ορμή ή επιθυμία, εκφράζοντας χωρίς αναστολές τις συμπάθειες και τις αντιπάθειές του. Οι σχολαστικές του φροντίδες συνοδεύονται και από ένα αίσθημα ντροπής και ενοχής, γιατί στον κόσμο υπάρχουν χιλιάδες πεινασμένα παιδιά, άστεγοι και άρρωστοι άνθρωποι, και αυτοί θα έπρεπε να βρίσκονται στην κορυφή της λίστας των προτεραιοτήτων του.
Παρά τους ενδοιασμούς, γοητεύεται από το πλάσμα που έφερε στο σπίτι του και καθημερινό μέλημά του είναι η μελέτη όλων των κινήσεών του. Ο συγγραφέας ερευνά την ικανότητά του να επιστρέφει στο σπίτι ακόμα και όταν το αφήσει μίλια μακριά, το ένστικτο με το οποίο αντιλαμβάνεται ακόμα και μη ορατές παρουσίες, αναρωτιέται πώς είναι να κυριεύεται κάποιος από τις ανάγκες του και να μην αντιλαμβάνεται την έννοια της απαγόρευσης, αδιαφορώντας για όλες τις συνέπειες των εξεγέρσεών του. Ο ίδιος, μαθημένος να καταστέλλει κάθε ορμέμφυτη επιθυμία, επιχειρεί να κάνει το ίδιο και στον σκύλο. Ακούει τον θρήνο και τα γαβγίσματά του σαν το κάλεσμα μιας σπαραγμένης ψυχής που εγκαταλείφθηκε στη γήινη μοίρα του και τα γαβγίσματά του σαν σημάδι κάποιας υπαρξιακής κρίσης, προβάλλοντας σ' αυτόν τις δικές του εμμονές.
Το «Εμείς κι αυτός» είναι ένα μυθιστόρημα που εξερευνά τους λόγους που οι άνθρωποι παίρνουν κατοικίδια αλλά και την τάση να προβάλουν σ' αυτά τις δικές τους ανάγκες και αδυναμίες. Συγκατοικώντας με ένα πλάσμα ανυπότακτο, τίθεται το θέμα των συνεπειών του εκπολιτισμού και της εξημέρωσης των ενστίκτων, καθώς και της ίδιας της δημιουργικής διαδικασίας, η οποία απαιτεί μεν πειθαρχία, ενώ ταυτόχρονα επιζητεί την ελευθερία. Η ερμηνεία των κινήσεων ενός τετραπόδου είναι κατά κύριο λόγο αυθαίρετη: το κλάμα ή το ρίγος του δεν σημαίνει απαραίτητα συγκίνηση, ούτε το γέλιο τη χαρά, και ο ανθρώπινος κώδικας παρουσιάζεται ανεπαρκής για να εξηγήσει τις αντιδράσεις και τα εξωτερικά σημάδια. Ισως είναι αδύνατο να κατανοήσουμε ένα άλλο πλάσμα γιατί αδυνατούμε εκ των συνθηκών να εισέλθουμε στον κόσμο του. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να το αγαπήσουμε, γιατί «δεν αγαπάμε τόσο αυτό που είναι ωραίο, καλό και ταλαντούχο ...αλλά ό,τι διαμαρτύρεται τρίζοντας τα δόντια, ό,τι δεν είναι ενάρετο και συγκαταβατικό, αλλά, αντίθετα, είναι ατελές και απειθάρχητο».
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 03/10/2008
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις