0
Your Καλαθι
Η παράσταση στο Μπολτσάνο ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Περιγραφή
«Κάνε τη να σε γνωρίσει, Τζάκομο, ώστε ν' αντιληφθεί ότι για κείνη δεν υπάρχει άλλη ζωή απ' αυτή που της όρισε η μοίρα, ότι εσύ είσαι η περιπέτεια κι ότι για κείνη δεν υπάρχει καμιά πιθανότητα να ζήσει μαζί σου, γιατί εσύ είσαι η νύχτα, η θύελλα κι η πανούκλα που πετάνε πάνω από τα τοπία της ζωής... Θέλω μέσα σε λίγες ώρες ν' αποκαλύψεις στην κόμισσα το μυστικό της προσωπικότητάς σου, κι αυτό το μυστικό θέλω να γίνει ώς αύριο το πρωί μι' ανάμνηση μονάχα, που δεν θα βασανίζει και δεν θα προκαλεί πόνο. Να είσαι καλός μαζί της, να είσαι όμως και σκληρός κι ανελέητος όπως πραγματικά είσαι, παρηγόρησέ τη και πλήγωσέ τη όπως θα έκανες αν είχες πολύν καιρό στη διάθεσή του, φρόντισε να ωριμάσει σε μια νύχτα ό,τι μπορεί να ωριμάσει ανάμεσα σε δυο ανθρώπινα πλάσματα και ολοκλήρωσε όλ' αυτά που έτσι κι αλλιώς ήταν προορισμένα να τελειώσουν μια μέρα. Κι έπειτα στείλ' τη πάλι σ' εμένα, γιατί εγώ την αγαπώ...»
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Τζιοβάνι Τζιάκομο Καζανόβα γεννήθηκε στη Βενετία το 1725 από γονείς ηθοποιούς. Η αποβολή του από ένα θρησκευτικό σεμινάριο λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς έβαλε, ήδη από τα 16 του χρόνια, οριστικό τέλος στην καριέρα του ιερέα για την οποία τον προόριζαν. Το 1755, κατηγορούμενος από την Ιερά Εξέταση της Βενετίας για ανηθικότητα και άσκηση μαγείας, ρίχτηκε στη φυλακή των Πιόμπι. Από εκεί δραπέτευσε με εντυπωσιακό τρόπο ενάμιση χρόνο αργότερα, συντροφιά με έναν έκφυλο καλόγερο ονόματι Μπάλμπι, ξεκινώντας έτσι τον δεύτερο και μεγαλύτερο γύρο από ανδραγαθήματα και περιπέτειες, τα οποία μετά βίας κατάφερε να στριμώξει στους 12 τόμους των περίφημων Απομνημονευμάτων του. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, αμέσως μετά την απόδρασή του από τις φυλακές της Βενετίας και λίγο προτού καταλήξει στο Μόναχο και από εκεί στην πόλη Μπολτσάνο της Βόρειας Ιταλίας, τον συναντά με τη φαντασία του ο Σάντορ Μάραϊ. Εκεί, σε ένα πανδοχείο όπου φιλοξενείται για οκτώ μονάχα ημέρες, θα τον φέρει αντιμέτωπο με τα βαθύτερα διλήμματα της «φύσης» του, με τα ίδια τα όρια του παιχνιδιού του ως άντρα.
Το Μπολτσάνο ωστόσο δεν είναι για τον Τζιάκομο ένας τυχαίος σταθμός, μια πόλη μεταξύ άλλων σε ένα ταξίδι άτακτης φυγής. Είναι η πόλη στην οποία ζει - παντρεμένη με τον ισχυρό άντρα της περιοχής, τον κόμη της Πάρμας, συγγενή του Λουδοβίκου της Γαλλίας - η μοναδική γυναίκα που κατάφερε να αγγίξει την ψυχή του, η 20χρονη Φραντσέσκα. Δίχως να το ομολογεί, δίχως να θέλει να το παραδεχθεί, όλη του η πορεία δεν είναι παρά μια επιστροφή σε αυτή τη γυναίκα, που τον έλκει και ταυτόχρονα τον πανικοβάλλει όσο καμία άλλη. Το τελευταίο βράδυ δέχεται την απρόσμενη επίσκεψη του ίδιου του κόμη, ο οποίος τον εξαναγκάζει να συνάψουν ένα «συμβόλαιο τιμής» αλλά και συμφέροντος. Σύμφωνα με αυτό το συμβόλαιο, ο Τζιάκομο θα πρέπει να περάσει μία μονάχα νύχτα με τη Φραντσέσκα, με σκοπό όμως να πληγώσει τα αισθήματά της απελευθερώνοντάς την κατ' αυτόν τον τρόπο από τον έρωτά της για εκείνον. Ο Τζιάκομο καλείται - όχι δίχως να αιωρείται από πάνω του η απειλή της τιμωρίας - να φέρει σε πέρας μία ακόμη «παράσταση» παίζοντας τον οικείο για εκείνον ρόλο του άκαρδου γυναικοκατακτητή, του καλλιτέχνη της σύντομης ερωτικής περιπέτειας. Οταν όμως έρχεται η στιγμή του τελικού τετ-α-τετ, τα πράγματα παίρνουν αναπάντεχη τροπή και η πολυαναμενόμενη «παράσταση του ενός» θα εξελιχθεί σε ένα «δράμα για δύο».
Το Μπολτσάνο είναι ένα έργο που διακρίνεται από μια εξόφθαλμα κλασικότροπη θεατρική δομή: το σύνολο της δράσης περιορίζεται σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, τα πρόσωπα αγορεύουν λες και βρίσκονται στη σκηνή, ορισμένοι μονόλογοι είναι αφύσικα μεγάλοι και υπερβολικά ρητορικοί, ενώ γενικότερα στους διαλόγους δεν διαφαίνεται καμία νατουραλιστική επιδίωξη, φέρνοντας στον νου περισσότερο την ευγλωττία των χαρακτήρων σε ορισμένα έργα του Σαίξπηρ παρά μυθιστόρημα του 20ού αιώνα. Επίσης το όνομα Καζανόβας δεν δηλώνεται ποτέ ως τέτοιο και ο συγγραφέας προτιμά να αναφέρεται στον ήρωά του λέγοντας «ο ξένος» ή «ο άντρας», οροθετώντας έτσι τις δύο λέξεις-κλειδιά μέσα στις οποίες κινείται, συχνά ασφυκτιώντας, ο χαρισματικός ήρωάς του. Οπως στις Στάχτες και όπως ακόμη πιο καθαρά στην Κληρονομιά της Εστερ, έτσι και εδώ ο Σάντορ Μάραϊ επιχειρεί μια τολμηρή στην ουσία της ανατομία του ερωτικού πάθους στοχεύοντας σε κάτι διόλου αυτονόητο: να ψηλαφήσει την «αλήθεια» πίσω από την εικόνα του φύλου, τον πυρήνα εκείνον στον ψυχισμό του ανθρώπου που την ύστατη στιγμή έλκει τη γυναίκα προς το «θηλυκό», με την ίδια δύναμη που απωθεί τον άντρα προς το «αρσενικό». Μέσα σε αυτή την παρεξήγηση, με τη θεατρική σημασία του όρου, σε αυτό το κενό όπου κορυφώνεται η παράσταση του πάθους, εκεί δοκιμάζει εξαρχής τους ήρωές του ο Μάραϊ εξωθώντας τους στα όρια του εαυτού τους - και υπό μια έννοια στα όρια του φύλου τους. Τα πρόσωπα, ακόμη και όταν αποκλίνουν το ένα από το άλλο, συγκλίνουν τελικά στην προσωπική τους αλήθεια, μια αλήθεια βαθύτερη και αρχέγονη, σχεδόν μυθική.
Κώστας Κατσουλάρης (συγγραφέας)
ΤΟ ΒΗΜΑ , 17-11-2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις