0
Your Καλαθι
Οι Άνθρωποι Της Κοκαΐνης
Έκπτωση
10%
10%
Περιγραφή
Οι άνθρωποι της κοκαΐνης
Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, ο έκπτωτος Ρώσος πρίγκιπας Στέργιος Μικάλεφ καταφεύγει στη Δυτική Ευρώπη, επιβιώνοντας ως χορευτής, πλαστογράφος και σοφέρ, πριν φτάσει τελικά στην Αθήνα του Μεσοπολέμου. Περιπλανιέται στον υπόκοσμο του Πειραιά, στα στέκια των κοκαϊνομανών του περιθωρίου αλλά και της υψηλής κοινωνίας, γίνεται μέλος μιας συμμορίας μαστροπών και εμπόρων ναρκωτικών, μπαίνει και βγαίνει στη φυλακή. Καμία από τις περιπέτειές του, όμως, δεν τον σημαδεύει τόσο καθοριστικά όσο η επεισοδιακή του σχέση με τη Ζελίκα Βρανά, μια γυναίκα με μυστηριώδες παρελθόν, σαδιστικό χαρακτήρα και γοητεία στην οποία δεν μπορεί να αντισταθεί κανείς, παρά τις καταστροφικές συνέπειες που έχει ο έρωτάς της. Ο Νίκος Μαράκης (1904-1972) είναι, μετά τον Γιάννη Μαρή, ο δεύτερος πιο σημαντικός Έλληνας αστυνομικός συγγραφέας κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Πριν γίνει γνωστός από τις ιστορίες του σκληρού ντετέκτιβ Τζιμ Κάρβα και της μοιραίας γυναίκας Φροϊλάιν Γκοστ στις σελίδες του περιοδικού «Μάσκα», ο Πειραιώτης συγγραφέας και δημοσιογράφος εκδίδει το 1932 τη νουβέλα «Οι Άνθρωποι της κοκαΐνης. Απ’ τα χειρόγραφα ενός Ρώσου εμιγκρέ». Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον, αλλά ολότελα ξεχασμένο μέχρι σήμερα λογοτεχνικό κείμενό του, που αξίζει να διαβαστεί και ως ένας σημαντικός «κρίκος» στην εξέλιξη της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας και τη σχέση της με το Απόκρυφο μυθιστόρημα.
Οι άνθρωποι της κοκαΐνης
Τι κακή συνήθεια είναι να παίρνει κανείς κοκαΐνη… Είχα αδυνατίσει τρομερά απ’ την κατάχρηση. Καταλάβαινα μάλιστα μια γενική ατονία σ’ όλο μου το κορμί. Κι ανέπνεα τόσο δύσκολα… Ήθελα να ξεχάσω. Κι ύστερα ήρθε το όπιο. Κι αργότερα πάλι η κοκαΐνη, γιατί δεν ήταν εύκολο στην Αθήνα να βρίσκει κανείς το δηλητήριο αυτό. Κιόλας η χρήση του είχε ανάγκη από τόσες προετοιμασίες. Τις νύχτες γύριζα άνεργος χωρίς σκοπό. Μου ‘χε κοστίσει πάρα πολύ ο έρωτας αυτός. Περπατούσα αστόχαστα στους δρόμους, έχασκα μπροστά στις φωτεινές βιτρίνες και αργά ξέπεφτα σε ύποπτα κέντρα. Η Αθήνα τη νύχτα: μια κίνηση κάτω από χιλιάδες ηλεχτρικά λαμπιόνια. Αυτοκίνητα, τραμ, μπενζίνα, κοκαΐνη, όπιο, χασίς, καμπαρέ. Μπαλαρίνες ξανθές της οπερέτας που χόρευαν σπις. Χορεύτριες των βαριετέ. Μεθύσι δίπλα σ’ αδειανές μποτίλιες σαμπάνιας, σμόκιν. Και πιο έξω: μπαγλαμάς, ούτι, αργιλές, ζωνάρι, βρώμικα γυναικεία κορμιά, περισσέματα των χαρεμιών της Ανατολής, κοντά σε βρώμικες ξύλινες παράγκες που μέσα θρηνούσαν τον έρωτα στις στροφές παλιών αμανέδων.
Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, ο έκπτωτος Ρώσος πρίγκιπας Στέργιος Μικάλεφ καταφεύγει στη Δυτική Ευρώπη, επιβιώνοντας ως χορευτής, πλαστογράφος και σοφέρ, πριν φτάσει τελικά στην Αθήνα του Μεσοπολέμου. Περιπλανιέται στον υπόκοσμο του Πειραιά, στα στέκια των κοκαϊνομανών του περιθωρίου αλλά και της υψηλής κοινωνίας, γίνεται μέλος μιας συμμορίας μαστροπών και εμπόρων ναρκωτικών, μπαίνει και βγαίνει στη φυλακή. Καμία από τις περιπέτειές του, όμως, δεν τον σημαδεύει τόσο καθοριστικά όσο η επεισοδιακή του σχέση με τη Ζελίκα Βρανά, μια γυναίκα με μυστηριώδες παρελθόν, σαδιστικό χαρακτήρα και γοητεία στην οποία δεν μπορεί να αντισταθεί κανείς, παρά τις καταστροφικές συνέπειες που έχει ο έρωτάς της. Ο Νίκος Μαράκης (1904-1972) είναι, μετά τον Γιάννη Μαρή, ο δεύτερος πιο σημαντικός Έλληνας αστυνομικός συγγραφέας κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Πριν γίνει γνωστός από τις ιστορίες του σκληρού ντετέκτιβ Τζιμ Κάρβα και της μοιραίας γυναίκας Φροϊλάιν Γκοστ στις σελίδες του περιοδικού «Μάσκα», ο Πειραιώτης συγγραφέας και δημοσιογράφος εκδίδει το 1932 τη νουβέλα «Οι Άνθρωποι της κοκαΐνης. Απ’ τα χειρόγραφα ενός Ρώσου εμιγκρέ». Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον, αλλά ολότελα ξεχασμένο μέχρι σήμερα λογοτεχνικό κείμενό του, που αξίζει να διαβαστεί και ως ένας σημαντικός «κρίκος» στην εξέλιξη της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας και τη σχέση της με το Απόκρυφο μυθιστόρημα.
Οι άνθρωποι της κοκαΐνης
Τι κακή συνήθεια είναι να παίρνει κανείς κοκαΐνη… Είχα αδυνατίσει τρομερά απ’ την κατάχρηση. Καταλάβαινα μάλιστα μια γενική ατονία σ’ όλο μου το κορμί. Κι ανέπνεα τόσο δύσκολα… Ήθελα να ξεχάσω. Κι ύστερα ήρθε το όπιο. Κι αργότερα πάλι η κοκαΐνη, γιατί δεν ήταν εύκολο στην Αθήνα να βρίσκει κανείς το δηλητήριο αυτό. Κιόλας η χρήση του είχε ανάγκη από τόσες προετοιμασίες. Τις νύχτες γύριζα άνεργος χωρίς σκοπό. Μου ‘χε κοστίσει πάρα πολύ ο έρωτας αυτός. Περπατούσα αστόχαστα στους δρόμους, έχασκα μπροστά στις φωτεινές βιτρίνες και αργά ξέπεφτα σε ύποπτα κέντρα. Η Αθήνα τη νύχτα: μια κίνηση κάτω από χιλιάδες ηλεχτρικά λαμπιόνια. Αυτοκίνητα, τραμ, μπενζίνα, κοκαΐνη, όπιο, χασίς, καμπαρέ. Μπαλαρίνες ξανθές της οπερέτας που χόρευαν σπις. Χορεύτριες των βαριετέ. Μεθύσι δίπλα σ’ αδειανές μποτίλιες σαμπάνιας, σμόκιν. Και πιο έξω: μπαγλαμάς, ούτι, αργιλές, ζωνάρι, βρώμικα γυναικεία κορμιά, περισσέματα των χαρεμιών της Ανατολής, κοντά σε βρώμικες ξύλινες παράγκες που μέσα θρηνούσαν τον έρωτα στις στροφές παλιών αμανέδων.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις