0
Your Καλαθι
Η συμφωνία της GATT και οι επιπτώσεις της στην ελληνική γεωργία
Περιγραφή
Στο βιβλίο αυτό αναλύονται διεξοδικά οι ρυθμίσεις της γεωργικής πτυχής της Συμφωνίας της GATT και εκτιμώνται ποιοτικά και ποσοτικά οι επιπτώσεις των ρυθμίσεων αυτών στην ελληνική γεωργία μέχρι το έτος 2000.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η ανάλυση της παγκοσμιοποίησης αποδίδει ιδιαίτερη έμφαση στη διεθνοποίηση των χρηματαγορών και στην ελευθερία των κεφαλαίων να μετακινούνται πάνω από τα εθνικά σύνορα αναζητώντας μεγαλύτερες αποδόσεις. Η έμφαση είναι δικαιολογημένη, διότι η ελευθερία αυτή προκαλεί συχνά οξύτατα προβλήματα στις αναπτυσσόμενες χώρες, ενώ δυσκολεύει την ομαλή ανάπτυξη και των ήδη ανεπτυγμένων χωρών.
Η όλο και μεγαλύτερη ελευθερία στην κίνηση των κεφαλαίων σε παγκόσμια κλίμακα ενθαρρύνεται από την κρατούσα φιλελεύθερη θεωρητική αντίληψη ότι η απόλυτη ελευθερία στην κίνηση των συντελεστών, δηλαδή του κεφαλαίου και της εργασίας, καθώς και στο διεθνές εμπόριο των προϊόντων και των υπηρεσιών, βελτιώνει την αποτελεσματικότητα στην κατανομή των πόρων και αυξάνει την παγκόσμια ευημερία, από την οποία όλες οι χώρες επωφελούνται. Κατά πόσον αυτό συμβαίνει στην πραγματικότητα αμφισβητείται συστηματικά από μια σημαντική μερίδα οικονομικής σκέψης (κεϋνσιανής, ριζοσπαστικής, μαρξίζουσας κλπ.), χωρίς ωστόσο να λαμβάνεται υπόψη από τους διεθνείς οργανισμούς, όπως είναι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η GATT, η Διεθνής Τράπεζα κλπ.
Μόνο τον τελευταίο καιρό ως αποτέλεσμα της μεγάλης κρίσης που μαστίζει πολλές χώρες της Ασίας και δημιουργεί προβλήματα στον ανεπτυγμένο κόσμο (Ιαπωνία, ΗΠΑ, Ευρωπαϊκή Ενωση), αλλά και του οικονομικού αδιεξόδου της Ρωσίας, άρχισαν να υψώνονται φωνές εναντίον της απόλυτης ελευθερίας στη διεθνή κινητικότητα των κεφαλαίων, με αποκορύφωμα το περίφημο άρθρο του Η. Kissinger στη «Herald Tribune» (5.10.1998). Βεβαίως υπάρχουν εδώ και πολλά χρόνια οι απόψεις των «αιρετικών» οικονομολόγων ότι δεν μπορεί να υπάρξει απόλυτη διεθνοποίηση των αγορών προϊόντων, υπηρεσιών, κεφαλαίων, ότι δηλαδή δεν μπορεί χωρίς μεγάλα προβλήματα να δημιουργηθεί ένας παγκόσμιος οικονομικός χώρος υπερβαίνοντας τα εθνικά σύνορα και τους εθνικούς περιορισμούς, εφόσον δεν υπάρχει μια παγκόσμια πολιτική αρχή-εξουσία, που να ρυθμίζει αυτόν τον παγκόσμιο οικονομικό χώρο. Οσο περισσότερο διεθνοποιούνται οι αγορές προϊόντων-υπηρεσιών και κεφαλαίων τόσο περισσότερες δυσχέρειες θα δημιουργούνται στην οικονομική ανάπτυξη, τις οποίες θα υφίστανται προφανώς περισσότερο οι φτωχότερες χώρες και περιφέρειες, δεδομένου ότι μια παγκόσμια πολιτική αρχή-εξουσία αποτελεί μάλλον ουτοπία στο άμεσο μέλλον.
Σ' αυτή τη γραμμή σκέψης κινείται το νέο βιβλίο του καθηγητή Ναπολέοντα Μαραβέγια και των συνεργατών του Δημήτρη Μουτσάτσου και Marie-Noel Duquenne, που ασχολείται με τις επιπτώσεις στην ελληνική αγροτική οικονομία από τη μερική απελευθέρωση του εμπορίου αγροτικών προϊόντων στο πλαίσιο της διεθνούς συμφωνίας της GATT.
Ο κ. Μαραβέγιας σε προηγούμενα βιβλία και άρθρα του προσπαθεί να δείξει πόσο περίπλοκο ήταν το εγχείρημα της ένταξης της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, ιδιαίτερα στον τομέα της αγροτικής παραγωγής. Υπήρξε σημαντική υποχώρηση των αναπτυξιακών επιδόσεων, παρά το γεγονός ότι η απελευθέρωση του ενδοκοινοτικού εμπορίου για τα αγροτικά προϊόντα συνοδεύθηκε και συνεχίζει να συνοδεύεται από προστατευτικές ρυθμίσεις έναντι των τρίτων χωρών και κυρίως από πολύ σημαντική εισροή κοινοτικών πόρων για τη στήριξη των αγροτικών τιμών και τον εκσυγχρονισμό των αγροτικών δομών, στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Αυτή η εισροή των πόρων, παρά το γεγονός ότι δεν αξιοποιήθηκε για τη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας των ελληνικών αγροτικών προϊόντων, όχι μόνο δεν επέτρεψε την «εξαθλίωση» των αγροτών και των αγροτικών περιοχών (όπως από πολλούς γραφόταν πριν από την ένταξη), αλλά αντίθετα συνέβαλε σημαντικά στην ευημερία τους. Μ' άλλα λόγια, η Κοινή Αγροτική Πολιτική, δηλαδή μια υπερεθνική πολιτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αντιστάθμισε την αναπόφευκτη υποχώρηση της λιγότερο ανταγωνιστικής ελληνικής αγροτικής παραγωγής, βοηθώντας την μάλιστα να γίνει περισσότερο ανταγωνιστική (χωρίς δυστυχώς ουσιαστικό αποτέλεσμα, κυρίως λόγω εθνικής ολιγωρίας).
Στο καινούργιο τους βιβλίο ο Ναπολέων Μαραβέγιας και οι συνεργάτες του προσπαθούν να δείξουν πόσο δυσκολότερα θα αναπτυχθεί ο ελληνικός αγροτικός τομέας μετά τη Συμφωνία της GATT, η οποία όχι μόνο περιορίζει την εξωτερική προστασία και τη δημοσιονομική στήριξη που παρείχε η ΚΑΠ, αλλά, ακόμη περισσότερο, αλλάζει ριζικά τον χαρακτήρα της αγροτικής πολιτικής σε παγκόσμια κλίμακα. Στις νέες συνθήκες της GATT, η αγροτική πολιτική γίνεται λιγότερο γενναιόδωρη και κυρίως εξαιρετικά επιλεκτική και δύσκολα εφαρμόσιμη, εισάγοντας εισοδηματικά και περιβαλλοντικά κριτήρια για τη χορήγηση των ενισχύσεων στους αγρότες, ενώ γίνεται απαραίτητη η σύνταξη ολοκληρωμένων προγραμμάτων για την ανάπτυξη του αγροτικού χώρου. Μ' άλλα λόγια, οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι, ενώ η απελευθέρωση του ενδοκοινοτικού εμπορίου συνοδεύθηκε από γενναία χρηματοδότηση μέσω της ευρωπαϊκής Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, η μερική έστω απελευθέρωση του διεθνούς πλέον εμπορίου αγροτικών προϊόντων δεν υπάρχει περίπτωση να αντισταθμισθεί με παρόμοια χρηματοδότηση, διότι δεν υπάρχει μια παγκόσμια Κοινή Αγροτική Πολιτική αντισταθμιστικού-ρυθμιστικού χαρακτήρα. Αντίθετα μάλιστα η Συμφωνία της GATT κάνει περισσότερο περιοριστική και δύσκολη στην εφαρμογή της την ΚΑΠ.
Τα συμπεράσματα προκύπτουν άμεσα: ότι δηλαδή χρειάζεται μια μεγάλη προσπάθεια τόσο από τους αγρότες όσο και από το εθνικό κράτος προκειμένου όχι μόνο να αντιμετωπίσουν τις νέες συνθήκες, αλλά και να επωφεληθούν από αυτές με μια περισσότερο ανταγωνιστική διεθνώς αγροτική παραγωγή.
Λεωνίδας Λουλούδης
ΤΟ ΒΗΜΑ, 06-12-1998
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η ανάλυση της παγκοσμιοποίησης αποδίδει ιδιαίτερη έμφαση στη διεθνοποίηση των χρηματαγορών και στην ελευθερία των κεφαλαίων να μετακινούνται πάνω από τα εθνικά σύνορα αναζητώντας μεγαλύτερες αποδόσεις. Η έμφαση είναι δικαιολογημένη, διότι η ελευθερία αυτή προκαλεί συχνά οξύτατα προβλήματα στις αναπτυσσόμενες χώρες, ενώ δυσκολεύει την ομαλή ανάπτυξη και των ήδη ανεπτυγμένων χωρών.
Η όλο και μεγαλύτερη ελευθερία στην κίνηση των κεφαλαίων σε παγκόσμια κλίμακα ενθαρρύνεται από την κρατούσα φιλελεύθερη θεωρητική αντίληψη ότι η απόλυτη ελευθερία στην κίνηση των συντελεστών, δηλαδή του κεφαλαίου και της εργασίας, καθώς και στο διεθνές εμπόριο των προϊόντων και των υπηρεσιών, βελτιώνει την αποτελεσματικότητα στην κατανομή των πόρων και αυξάνει την παγκόσμια ευημερία, από την οποία όλες οι χώρες επωφελούνται. Κατά πόσον αυτό συμβαίνει στην πραγματικότητα αμφισβητείται συστηματικά από μια σημαντική μερίδα οικονομικής σκέψης (κεϋνσιανής, ριζοσπαστικής, μαρξίζουσας κλπ.), χωρίς ωστόσο να λαμβάνεται υπόψη από τους διεθνείς οργανισμούς, όπως είναι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η GATT, η Διεθνής Τράπεζα κλπ.
Μόνο τον τελευταίο καιρό ως αποτέλεσμα της μεγάλης κρίσης που μαστίζει πολλές χώρες της Ασίας και δημιουργεί προβλήματα στον ανεπτυγμένο κόσμο (Ιαπωνία, ΗΠΑ, Ευρωπαϊκή Ενωση), αλλά και του οικονομικού αδιεξόδου της Ρωσίας, άρχισαν να υψώνονται φωνές εναντίον της απόλυτης ελευθερίας στη διεθνή κινητικότητα των κεφαλαίων, με αποκορύφωμα το περίφημο άρθρο του Η. Kissinger στη «Herald Tribune» (5.10.1998). Βεβαίως υπάρχουν εδώ και πολλά χρόνια οι απόψεις των «αιρετικών» οικονομολόγων ότι δεν μπορεί να υπάρξει απόλυτη διεθνοποίηση των αγορών προϊόντων, υπηρεσιών, κεφαλαίων, ότι δηλαδή δεν μπορεί χωρίς μεγάλα προβλήματα να δημιουργηθεί ένας παγκόσμιος οικονομικός χώρος υπερβαίνοντας τα εθνικά σύνορα και τους εθνικούς περιορισμούς, εφόσον δεν υπάρχει μια παγκόσμια πολιτική αρχή-εξουσία, που να ρυθμίζει αυτόν τον παγκόσμιο οικονομικό χώρο. Οσο περισσότερο διεθνοποιούνται οι αγορές προϊόντων-υπηρεσιών και κεφαλαίων τόσο περισσότερες δυσχέρειες θα δημιουργούνται στην οικονομική ανάπτυξη, τις οποίες θα υφίστανται προφανώς περισσότερο οι φτωχότερες χώρες και περιφέρειες, δεδομένου ότι μια παγκόσμια πολιτική αρχή-εξουσία αποτελεί μάλλον ουτοπία στο άμεσο μέλλον.
Σ' αυτή τη γραμμή σκέψης κινείται το νέο βιβλίο του καθηγητή Ναπολέοντα Μαραβέγια και των συνεργατών του Δημήτρη Μουτσάτσου και Marie-Noel Duquenne, που ασχολείται με τις επιπτώσεις στην ελληνική αγροτική οικονομία από τη μερική απελευθέρωση του εμπορίου αγροτικών προϊόντων στο πλαίσιο της διεθνούς συμφωνίας της GATT.
Ο κ. Μαραβέγιας σε προηγούμενα βιβλία και άρθρα του προσπαθεί να δείξει πόσο περίπλοκο ήταν το εγχείρημα της ένταξης της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, ιδιαίτερα στον τομέα της αγροτικής παραγωγής. Υπήρξε σημαντική υποχώρηση των αναπτυξιακών επιδόσεων, παρά το γεγονός ότι η απελευθέρωση του ενδοκοινοτικού εμπορίου για τα αγροτικά προϊόντα συνοδεύθηκε και συνεχίζει να συνοδεύεται από προστατευτικές ρυθμίσεις έναντι των τρίτων χωρών και κυρίως από πολύ σημαντική εισροή κοινοτικών πόρων για τη στήριξη των αγροτικών τιμών και τον εκσυγχρονισμό των αγροτικών δομών, στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Αυτή η εισροή των πόρων, παρά το γεγονός ότι δεν αξιοποιήθηκε για τη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας των ελληνικών αγροτικών προϊόντων, όχι μόνο δεν επέτρεψε την «εξαθλίωση» των αγροτών και των αγροτικών περιοχών (όπως από πολλούς γραφόταν πριν από την ένταξη), αλλά αντίθετα συνέβαλε σημαντικά στην ευημερία τους. Μ' άλλα λόγια, η Κοινή Αγροτική Πολιτική, δηλαδή μια υπερεθνική πολιτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αντιστάθμισε την αναπόφευκτη υποχώρηση της λιγότερο ανταγωνιστικής ελληνικής αγροτικής παραγωγής, βοηθώντας την μάλιστα να γίνει περισσότερο ανταγωνιστική (χωρίς δυστυχώς ουσιαστικό αποτέλεσμα, κυρίως λόγω εθνικής ολιγωρίας).
Στο καινούργιο τους βιβλίο ο Ναπολέων Μαραβέγιας και οι συνεργάτες του προσπαθούν να δείξουν πόσο δυσκολότερα θα αναπτυχθεί ο ελληνικός αγροτικός τομέας μετά τη Συμφωνία της GATT, η οποία όχι μόνο περιορίζει την εξωτερική προστασία και τη δημοσιονομική στήριξη που παρείχε η ΚΑΠ, αλλά, ακόμη περισσότερο, αλλάζει ριζικά τον χαρακτήρα της αγροτικής πολιτικής σε παγκόσμια κλίμακα. Στις νέες συνθήκες της GATT, η αγροτική πολιτική γίνεται λιγότερο γενναιόδωρη και κυρίως εξαιρετικά επιλεκτική και δύσκολα εφαρμόσιμη, εισάγοντας εισοδηματικά και περιβαλλοντικά κριτήρια για τη χορήγηση των ενισχύσεων στους αγρότες, ενώ γίνεται απαραίτητη η σύνταξη ολοκληρωμένων προγραμμάτων για την ανάπτυξη του αγροτικού χώρου. Μ' άλλα λόγια, οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι, ενώ η απελευθέρωση του ενδοκοινοτικού εμπορίου συνοδεύθηκε από γενναία χρηματοδότηση μέσω της ευρωπαϊκής Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, η μερική έστω απελευθέρωση του διεθνούς πλέον εμπορίου αγροτικών προϊόντων δεν υπάρχει περίπτωση να αντισταθμισθεί με παρόμοια χρηματοδότηση, διότι δεν υπάρχει μια παγκόσμια Κοινή Αγροτική Πολιτική αντισταθμιστικού-ρυθμιστικού χαρακτήρα. Αντίθετα μάλιστα η Συμφωνία της GATT κάνει περισσότερο περιοριστική και δύσκολη στην εφαρμογή της την ΚΑΠ.
Τα συμπεράσματα προκύπτουν άμεσα: ότι δηλαδή χρειάζεται μια μεγάλη προσπάθεια τόσο από τους αγρότες όσο και από το εθνικό κράτος προκειμένου όχι μόνο να αντιμετωπίσουν τις νέες συνθήκες, αλλά και να επωφεληθούν από αυτές με μια περισσότερο ανταγωνιστική διεθνώς αγροτική παραγωγή.
Λεωνίδας Λουλούδης
ΤΟ ΒΗΜΑ, 06-12-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις