0
Your Καλαθι
Πάνω απ τις στέγες της Μόσχας ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Περιγραφή
Όταν οι γονείς ενός υιοθετημένου παιδιού καταγγέλλουν στην αστυνομία πως κάποιος τους απειλεί ότι, αν δεν του δώσουν δέκα χιλιάδες δολάρια, θ' αποκαλύψει στο γιο τους πως δεν είναι φυσικό τους παιδί, κανένας δεν μπορεί να φανταστεί σε ποιους σκοτεινούς λαβύρινθους θα οδηγήσει αυτή η ασήμαντη υπόθεση. Η Νάστια Καμένσκαγια βρίσκεται τώρα αντιμέτωπη μ' έναν πανέξυπνο και ψυχρό δολοφόνο, που δεν τον ενδιαφέρει καθόλου πόσες ζωές θα θυσιάσει προκειμένου να πετύχει το σκοπό του.
Κι ούτε τον νοιάζει πως η μια κεραία, ανάμεσα στις πενήντα που είναι τοποθετημένες στη στέγη ενός ερευνητικού ινστιτούτου, μια κεραία που θα μπορούσε να ήταν πραγματικά εφεύρεση του ίδιου του διαβόλου, σπέρνει το μίσος και τη βία με την ακτινοβολία της σε μια ολόκληρη περιφέρεια της Μόσχας.
... Έπρεπε οπωσδήποτε να επιστρέψει τα κλειδιά για την περίπτωση που θα είχε την απίστευτα καλή τύχη να θεωρήσουν το θάνατο του Αλεξάντρ αυτοκτονία.
Στην περίπτωση αυτή η απουσία των κλειδιών θα μπορούσε να εμποδίσει την αίσια εξέλιξη των γεγονότων. Δεν είχε μαζί του ούτε την αμπούλα με το αχρησιμοποίητο υδορκυάνιο, την είχε αφήσει δίπλα στο μακαρίτη, αφού πρώτα τη σκούπισε και την έσφιξε έπειτα μερικές φορές πάνω στα δάχτυλα του νεκρού, που ήταν ακόμα ζεστά. Θα βρισκόταν ο μάρτυρας που θα κατέθετε ότι ο Γκαλακτιόνοφ του είχε ζητήσει να του βρει υδροκυάνιο.
Του το είχε ζητήσει ο ίδιος και δηλητηριάστηκε μόνος του. Να το το δηλητήριο, πάνω στο τραπεζάκι. Να τα και τα κλειδιά. Θα μπορούσε να σχηματιστεί μια τέλεια εικόνα. Αλλά φαίνεται πως κάτι δεν ταίριαξε, αν και τα είχε σχεδιάσει όλα πολύ καλά. Ήταν περίεργος να μάθει τι είχε παραβλέψει, τι δεν είχε προβλέψει, πώς είχαν καταλάβει οι μπάτσοι πως ο Γκαλακτιόνοφ είχε δολοφονηθεί;
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ετη φωτός χωρίζουν αυτή την αντίληψη από τα σύγχρονα δεδομένα στην πρώην Σοβιετική Ενωση. Από το στόμα του συγγραφέα της Προδομένης Επανάστασης δεν μπορούσαν να ξεφύγουν άλλες φράσεις από τις συγκεκριμένες, αν και πρέπει να ομολογήσουμε πως τις διαπερνά μια νοοτροπία παρεκκλίνουσα της τότε «ορθόδοξης», επαναστατικής λεγόμενης περί την κουλτούρα, σχετική με τον εργάτη, βέβαια. Μόνο που αυτός ο τελευταίος, όπως και κάθε σημερινός Ρώσος άλλωστε, σιτίζεται πνευματικά πλέον από κάθε... «απόρριμμα» ( ευτυχώς) της δυτικής σκέψης, όπως, για παράδειγμα, το αστυνομικό μυθιστόρημα... Και όχι μόνο προγραμματικά πολιτικά, δήθεν για να «καταλάβει βαθύτερα και οξύτερα τις ψυχικές δυνάμεις... το ρόλο του ασυνειδήτου...» αλλά και για την απλή αναγνωστική απόλαυση. Δεν ήταν ασφαλώς σε θέση να φανταστούν αυτές τις εξελίξεις οι Πατέρες της Οκτωβριανής Επανάστασης...
Με ποιο τρόπο να κάνουν αυτό το απίθανο άλμα και να συλλάβουν την πατρίδα τους ύστερα από περίπου ενενήντα χρόνια ως λίκνο της μεγαλύτερης Μαφίας στο κόσμο και βέβαια την κουλτούρα τους να αντανακλά, όπως είναι φυσικό, τη σκοτεινή πραγματικότητα; Να ξεφυλλίσουν κείμενα όπως το ανά χείρας μυθιστόρημα της γνωστής Ρωσίδας συγγραφέα noire ιστοριών Αλεξάνδρας Μαρινίνα, (πρώην αστυνομικός και κρατική υπάλληλος), όπου η κοινωνία που οραματίστηκαν παρουσιάζεται ως δαντικό τοπίο;
Οντως, ο συμβολικός και μόνο τίτλος «Πάνω από τις στέγες της Μόσχας» χρωματίζει εφιαλτικά έναν χώρο απειλούμενο από κάτι τρομερό, από δυνάμεις ανώτερες, ανεξέλεγκτες. Αυτήν τη ζοφερή συνθήκη, χωρίς υπερβολή, την έχουν συνειδητοποιήσει οι περισσότεροι κάτοικοι της χώρας τού Τολστόι και του Μαγιακόφσκι, καθώς και κάθε ψύχραιμος παρατηρητής του «φαινομένου Ρωσία» παγκοσμίως.
Οπωσδήποτε το μυθιστόρημα της Μαρινίνα δεν είναι και εσχατολογικό, όπως το πάρει κανείς. Θα μπορούσαμε να το δούμε και ως ένα απλό, θριλερικής υφής ανάγνωσμα. Δεχόμενοι, όμως, το ρεαλιστικό βάρ(θ)ος του «σκληρού», αστυνομικού είδους, θα λέγαμε ότι το βιβλίο προσθετικά συμπληρώνει ψηφίδες του παζλ μιας αποθαρρυντικής πραγματικότητας, παρόμοιας με εκείνης που σκηνογραφούν τα γαλλικά ή αμερικανικά crime novels.
Πριν από μερικές δεκαετίες ακόμα θα προξενούσε έκπληξη στον Δυτικό, αριστερό αναγνώστη η πληροφορία ότι στον υπαρκτό σοσιαλισμό υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του αστυνομικού είδους. Αφού γενικότερα θα τον σόκαρε η γνώση της ύπαρξης οργανωμένου υποκόσμου εντός του υπαρκτού σοσιαλισμού...
Κάποιες νύξεις, βέβαια, γίνονταν σε μία ή δύο σοβιετικές ταινίες γι' αυτήν την κοινωνική ωμή πλευρά, λίγο πριν από την γκορμπατσοφική «διαφάνεια», αλλά η εικόνα ολοκληρώθηκε μερικά χρόνια αργότερα, για να τονιστεί πλέον σήμερα η κάθε της λεπτομέρεια. Με άλλα λόγια, για να μας παρουσιαστεί ανάγλυφη η σύγχρονη κατάσταση πραγμάτων στην οποία σύμπασα η κοινωνία, εξουσία και πολίτες δηλαδή, συμμετέχουν εκόντες άκοντες σε ένα όργιο παρανομιών με σκοπό τον απλό βιοπορισμό ή το κέρδος. Το σημερινό, τραγικό σημείο κατάληξης που έχει ως άμεσο πρόγονο έναν φοβερό σταθμό: ίσως από τα μεγαλύτερα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, το Τσέρνομπιλ, σηματοδοτείται από δεκάδες μικρότερα. «Αδικήματα» κοινωνικά και ηθικά, από τα οποία αρδεύεται και η αστυνομική λογοτεχνία, για να καταλήξουμε στο θέμα μας.
Η Μαρινίνα τοποθετεί ένα από αυτά, δυνάμει αληθινό, στο κέντρο της ίντριγκας: αφηγείται μια ιστορία με «κλέφτες και αστυνόμους» (έννοιες ταυτόσημες στη Ρωσία...) με αφορμή την ύπαρξη ενός μολυσματικού πομπού, προϊόντος κάποιου κρατικού ιδρύματος ηλεκτρομαγνητικών ερευνών.
Με εξαιρετική ικανότητα εκδιπλώνει το λόγο της βάζοντας στο κέντρο της δράσης μία από τις εξαιρέσεις στον κανόνα της διαφθοράς, τη μόνιμη ηρωίδα της Αναστασία Καμένσκαγια: νεαρή αστυνομικό, «αναλύτρια», που υπακούει, είναι αλήθεια, σε στερεότυπα χαρακτήρων του είδους. Είναι μικρή το δέμας, κάπως λυμφατική, αλλά με υπόγεια γοητεία και διανοητικά προσόντα, τα οποία χρησιμοποιεί κατάλληλα για την πάταξη του Κακού. Σύνθετη, λοιπόν, προσωπικότητα η αστυνομικός, σχεδόν ακατανόητη για τους άλλους: «Εξυπνη; Ευθύς χαρακτήρας; Κρυψίνους; Ενας διάβολος ήξερε τι γυναίκα ήταν αυτή...». Από τις τελευταίες (;) προστάτιδες της ηθικής, όπως προείπα, ουμανίστρια, αν θέλετε μακρινή εκφραστής κάποιων «παραδοσιακών» αξιών, τις οποίες προς το τέλος η Μαρίνινα ηχηρά διατυπώνει διά στόματός της, ζημιώνοντας και το γενικότερο δραματουργικό κλίμα.
Πάντως σε ένα σχετικό ξέσπασμά της η Καμένσκαγια με το ρεαλισμό της βοηθάει στην αποκόλληση από το κοινότοπο γιατί μας αναγκάζει να αντιμετωπίσουμε ως απαισιόδοξη μαρτυρία όσα λέει: «...Πού πάμε όλοι μας δεν το καταλαβαίνω. Ο κόσμος μού φαίνεται πως άρχισε να πίνει λιγότερο και τώρα έχει δύο δεκάρες παραπάνω, αλλά τα πράγματα χειροτερεύουν -δεν το χωράει ο νους μου από πού προέρχεται τόση κακία στους ανθρώπους...»
Μέσα στο συγκεκριμένο «μαύρο» πλαίσιο κινούνται τα πρόσωπα ακολουθώντας διάφορες τροχιές. Η Μαρινίνα χρησιμοποιώντας ποικιλία οπτικών, σκιαγραφώντας, χωρίς να προβάλλεται η ίδια, ψυχολογικά με αδρές πινελιές κάθε χαρακτήρα, συνθέτει τον καμβά υφαίνοντας αργά, μέχρι να σχηματιστεί ο πυρήνας μιας αρχικά μυστηριώδους ιστορίας, πολυπλόκαμης και εξακτινωμένης σε βαθιές πτυχές της ρωσικής ζωής. Οσο προχωρεί η αφήγηση το παλίμψηστο αποκαλύπτει δυσώδη στρώματα, η ίδια η αστυνομικός νιώθει το έδαφος να υποχωρεί κάτω από τα πόδια της. Η άλλοτε συναινετική (;) ρωσική κοινωνία αποδεικνύεται ακραία αντινομική, χαώδης και κυνική.
Ενας σημερινός πιο «μαύρος», λιγότερο διαλλακτικός Γκόγκολ θα μπορούσε να χαρτογραφήσει ένα πεδίο διαθέσιμο στα πάντα, αυτή την παγιδευτική πραγματικότητα. Το Κράτος βρίσκεται πίσω από τις περισσότερες παρανομίες και ενεργεί όχι πια ως μια καφκική, αόριστη πηγή Κακού, αλλά σαν μια σεσημασμένη, εντοπισμένη, άθλια οντότητα.
Εν μέσω αυτής της εξαχρείωσης η Καμένσκαγια αποδύεται σε έναν προσωρινά τελεσφόρο αγώνα απέναντι σε κάποιες εγκληματικές ενέργειες, στην πραγματικότητα, όμως, έτσι όπως περιγράφεται -να κινείται, δηλαδή, σε κλωβό λεόντων- μοιάζει σαν ηρωίδα επιστημονικής φαντασίας, άτρωτη στις επιβουλές. Από εκεί και ύστερα, όπως είναι φυσικό, αρχίζει να δέχεται ο αναγνώστης τα πράγματα μέσα στο συμβατικό τους πλαίσιο.
Παρ' όλ' αυτά, η ψυχαγωγική πλευρά του φαινομένου ακυρώνεται από το ψυχρό ρεύμα που πνέει συνολικά, παρά τις επιτυχίες της αστυνομικού, η οποία γλιτώνει από καθαρή σύμπτωση τρεις φορές το θάνατο από στημένες παγίδες υπηρεσιών. Το αποκαλυψιακό σκηνικό σε παγώνει, όλα υπακούουν σε έναν τυφλό μηχανισμό, σε ορμές θανάτου.
Οι μεταφράστριες Κίρα Σίνου και Ολγα Πατρουνόβα μετέγραψαν σε ρέοντα ελληνικά έναν λόγο ο οποίος, πίσω από την εξυπηρέτηση του επεισοδιακού, αρθρώθηκε τελικά θρηνητικός για το «βάθος» ενός «ουρανού» που δεν αποδείχτηκε «κόκκινο» αλλά «μαύρο», κατάμαυρο.
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 26/11/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις