0
Your Καλαθι
Βασικός μέτοχος
Περιγραφή
Για τον αστυνόμο Χαρίτο τα καλά νέα έρχονται ένα ένα. Τα κακά, όλα μαζί. Δεν προλαβαίνει να χαρεί για το διδακτορικό της Κατερίνας, της κόρης του, και αυτή πέφτει θύμα τρομοκρατικής ενέργειας. Άγνωστοι καταλαμβάουν ένα πλοίο έξω από τη Σούδα και κρατάνε ομήρους τριακόσιους επιβάτες. Ο Χαρίτος τρέχει στην Κρήτη για να παρακολουθήσει από κοντά την επιχείρηση διάσωσης των ομήρων. Την ίδια στιγμή όμως, ένας μανιακός στην Αθήνα αρχίζει να σκοτώνει διαφημιστές στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Ο Χαρίτος επιστρέφει στην Αθήνα και προσπαθεί να ανακαλύψει και να συλλάβει τον δολοφόνο, που θέλει να τινάξει το τηλεοπτικό σύστημα στον αέρα, ενώ το μυαλό του είναι στην Κρήτη, κοντά στην κόρη του...
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ολο ερωτηματικά και γκρίζες ζώνες η Ιστορία, ως αφήγηση ωχριά μπροστά στο μυθιστόρημα. Αλλά και το μεταμοντέρνο μυθιστόρημα, έτσι όπως πληθαίνουν οι αρνητικοί χαρακτήρες και πολλαπλασιάζονται τα αφηγηματικά τερτίπια, χάνει σε πειστικότητα. Εν τέλει, για κάποιον περιπεπλεγμένο, που τον κουράζει ο πολύς προβληματισμός και αποζητά ένα τοπίο χωρίς συντηρητικοπροοδευτικά ήξεις αφήξεις, το αστυνομικό συνιστά το ιδανικό ανάγνωσμα. Ιδίως όταν εκφράζει το κοινό αίσθημα και αναλόγως επιλύει χρονίζοντες ή και προσφάτως προκύψαντες γόρδιους δεσμούς, όπως αυτοί της διαλυόμενης εις τα εξ ων συνετέθη Γιουγκοσλαβίας. Ο λόγος για το παλιό καλό αστυνομικό, με την ηθογραφική διάσταση και την πληθώρα νατουραλιστικών περιγραφών, το οποίο και δείχνει να αναβιώνει τα τελευταία χρόνια.
«Σκατόφατσες» και «ρεμάλια»
Δίκροκο το τέταρτο αστυνομικό του Π. Μάρκαρη, με δύο αντί μιας ιστορίας να εξελίσσονται εν παραλλήλω, αν και η μία, μάλλον περιπετειώδης παρά αστυνομική, εγκαταλείπεται στα μισά του βιβλίου. Ωστόσο η πεμπτουσία βρίσκεται στη σύνδεση των δύο ιστοριών, καθώς ο συγγραφέας είχε την έμπνευση μιας σκυταλοδρομίας μέσα στον χρόνο, όπου τα τάγματα ασφαλείας δίνουν τη σκυτάλη στις εθνικιστικές ακροδεξιές οργανώσεις. Από μια άποψη, τραβηγμένη η σύζευξη ξενόδουλων και «ελληναράδων», καθώς όμως η αφήγηση παρακολουθεί εκ των ένδον την προοπτική ενός «μπάτσου», αμφότεροι βγαίνουν «σκατόφατσες» και «ρεμάλια».
Το αστυνομικό του Μάρκαρη κρατά το μεγάλο ατού των παλαιότερων λαϊκών μυθιστορημάτων σε συνέχειες, δηλαδή τον ίδιο πάντοτε κεντρικό ήρωα σε καινούργιες, κάθε φορά, περιπέτειες. Τον αστυνόμο Κώστα Χαρίτο, πρώτα της Δίωξης Ναρκωτικών και μετά του Τμήματος Ανθρωποκτονιών, μαζί με την κουστωδία του. Συγγενικά πρόσωπα, συνάδελφοι, συνεργάτες έως και αστυνομικοί συντάκτες, που παρουσιάστηκαν άπαξ διά παντός, στο πρώτο βιβλίο του 1995, Νυχτερινό δελτίο, και στα επόμενα επαναλαμβάνονται τα σουσούμια τους, όπως και το βιογραφικό του Χαρίτου. Από χωριό της Ηπείρου, με πατέρα ενωμοτάρχη που κυνηγούσε κατσικοκλέφτες και μοναδική διέξοδο σπουδών τη «Σχολή Αστυνομικών». Πρώτο πόστο, το 1971, φύλακας στα κρατητήρια της Μπουμπουλίνας, να παραστέκεται στα βασανιστήρια. Τότε αποκαλούσε «λεβεντομαλάκες» τα «κομμούνια» που δεν έσπαγαν. Στα πενήντα του, σε αρμονία με το προοδευτικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, προσάπτει το «λεβεντομαλάκας» στους έλληνες εθελοντές της σερβικής Βοσνίας.
Θεατρικός συγγραφέας ο Μάρκαρης, προτιμά τη μαιευτική των διαλόγων, γι' αυτό και φροντίζει ο Σέρλοκ Χολμς του να έχει ταίρι έναν σοφό δρα Γουότσον, ο οποίος και φωτίζει, αν όχι όλους τους γρίφους, τουλάχιστον τους πολιτικοϊστορικούς, όπου την πρωτοκαθεδρία έχει η Αριστερά. Ετσι προέκυψε ο Λάμπρος Ζήσης, που εμφανίζεται στα τρία από τα τέσσερα μυθιστορήματα, όταν η υπόθεση αρχίζει να δένει, τουτέστιν κάπου στα δύο τρίτα του βιβλίου. «Κομμουνιστής παλαιάς κοπής», κάτι σαν μουσειακό είδος, που ωστόσο, μυθιστορηματική αδεία, συνάπτει σχέσεις φιλίας και αλληλεξυπηρέτησης με τον αστυνόμο.
Αλφαδιασμένο κι αυτό το μυθιστόρημα του Μάρκαρη, γύρω στις 450 σελίδες και τα 50 κεφάλαια, γραμμένο εν θερμώ μετά την πτώση του αεροπλάνου τής Ηλιος. Και στα αστυνομικά, η καθημερινότητα προσφέρει ερεθίσματα. Το διδακτορικό της τελείωσε η κόρη του συγγραφέα Κατερίνα (κατά τις «ευχαριστίες»), το διδακτορικό της υπερασπίζεται στο πρώτο κεφάλαιο η κόρη του Χαρίτου, Κατερίνα, με θέμα την τρομοκρατία. Σε αυτό το βιβλίο η Κατερίνα, όπως και η υπόλοιπη οικογένεια του αστυνόμου, δεν χρησιμεύει μόνο για τη σκιαγράφηση της νεοελληνικής κοινωνίας αλλά πρωταγωνιστεί, κυρίως στην πρώτη ιστορία, όπου τρομοκράτες καταλαμβάνουν το πλοίο που τη μετέφερε μαζί με τον φίλο της στην Κρήτη για την επινίκια λήξη του διδακτορικού. H θαλασσοπειρατεία δίνει την ευκαιρία για σκηνές δράσης, προπαντός για ιλαρές στιχομυθίες των ανδρών της Ασφάλειας με τους συναδέλφους τους της Αντιτρομοκρατικής και τους αμερικανούς ειδικούς. Ως συνέχεια της όχι και τόσο ευγενούς άμιλλας που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, μια και η κριτική της μεταολυμπιακής περιόδου συνιστά βασικό στόχο της αφήγησης, όπως στο προηγούμενο, Ο Τσε αυτοκτόνησε, της προολυμπιακής. Οσο για την ευκαιρία εμβάθυνσης στο φαινόμενο της τρομοκρατίας και την ψυχολογία των τρομοκρατών, εξαντλείται σε ανακεφαλαιώσεις τρομοκρατικών ενεργειών ανά την υφήλιο, διακωμωδώντας τους αρχάριους «ελληναράδες», που στο τέλος παρουσιάζονται ως κρετίνοι και ψοφοδεείς.
Ο Μελιγαλάς και η ΟΠΛΑ
Κατά συνέπεια, η τρομοκρατία φθάνει σε αδιέξοδο και ως θέμα ουσιαστικά τελειώνει γύρω στην 80ή σελίδα, οπότε και ξεκινά η κυρίως ιστορία, με τέσσερις απανωτούς φόνους στον χώρο της διαφήμισης, τον «βασικό μέτοχο» του συστήματος. Στόχος του δράστη, η εξάλειψη της διαφήμισης από τα MME, η ανατροπή της οικονομίας και κατ' επέκταση του πολιτεύματος. Ρηξικέλευθη ιδέα, που υποσχόταν ως εγκέφαλο έναν διανοούμενο, παρανοϊκό μεν αλλά σκεπτόμενο και με καλή εποπτεία, όπως ο συγγραφέας που τη γέννησε. Πιστεύουμε πως ο Μάρκαρης τη χαράμισε επιλέγοντας ως θύτη έναν μισερό που υπήρξε εσαεί ενεργούμενο. Οπως και αν έχει, ο μίτος της Αριάδνης είναι το όπλο των δολοφονιών, ένα γερμανικό Λούγκερ του 1942, και ο Ζήσης δίνει στον Χαρίτο στοιχειώδη μαθήματα πατριδογνωσίας, για τον Αρη και τους ελασίτες, που «χτυπούσαν κι έφευγαν», για τους ταγματασφαλίτες και πώς γλίτωσαν ελέω Εγγλέζων και, τέλος, για τον Μελιγαλά και τη σφαγή. Μένει απορίας άξιο γιατί οι παρουσιαζόμενες ως πομπές της Αριστεράς, όπως, για παράδειγμα, ο Μελιγαλάς και η ΟΠΛΑ, εμπνέουν σε τέτοιο βαθμό τους μυθιστοριογράφους του 21ου αιώνα.
Πρωτότυπες ιδέες που πρόσφεραν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να μη σπαταληθεί η αφήγηση στις ευκολίες του αστυνομικού. Μέχρι τέλους παραμένει αδιευκρίνιστο γιατί ο δολοφόνος μεταφέρει τα νεκρά θύματά του σε ολυμπιακές εγκαταστάσεις. Το πιθανότερο για να έχει την ευκαιρία ο αστυνόμος Χαρίτος να εξακοντίσει μύδρους κατά των υπευθύνων για την εγκατάλειψή τους. Οπως αναφέραμε, σταθερός στόχος του Μάρκαρη είναι η κοινωνικοπολιτική κριτική και ειδικότερα ο εν εκτάσει σχολιασμός της σημερινής Αθήνας. Καθώς η αφήγηση καταγράφει επί εικοσιτετραώρου βάσεως σκέψεις και κινήσεις του Χαρίτου, περιγράφονται ενδελεχώς κτίσματα, χώροι, πρόσωπα, με πλήθος ενδυματολογικές έως και διαιτητικές λεπτομέρειες. Μανιέρα καταλήγουν τα οδωνυμικά των Αθηνών και ευρύτερα του Λεκανοπεδίου, και ως ευκαιρία για τον σχολιασμό του κυκλοφοριακού προβλήματος και όλων των συμπαρομαρτούντων, από τους ταξιτζήδες έως τον τρόπο οδήγησης. Ατελείωτα τα αποφθέγματα για την κακοδαιμονία του τόπου, δεν αφήνουν κλισέ που να μην το αποθησαυρίσουν· αντιστοίχως λειτουργεί η γλώσσα με τις στερεότυπες εκφράσεις. Τελευταίο αλλά όχι και το πιο ασήμαντο, κάθε αξιοπρεπής ντετέκτιβ έχει κι ένα χόμπι. Ο Χαρίτος έχει αδυναμία στα λεξικά, προπαντός στου Δημητράκου. Διττό το όφελος, και τις γνώσεις του αβγαταίνει και η αφήγηση φουσκώνει. Αν διόρθωνε και τα ελληνικά του, θα ήταν τέλεια.
MAPH ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
Το ΒΗΜΑ, 27/08/2006
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο δολοφόνος έχει το επώνυμό μου -ή κάτι παρόμοιο. Είναι ένας μυώδης νεαρός, ντυμένος στα μαύρα, καβαλάει συνήθως μια Χάρλεϊ Ντάβιντσον, φοράει για καμουφλάζ κράνος και σκοτώνει τα θύματά του με ένα γερμανικό περίστροφο Λούγκερ, κατασκευής 1942. Οι τέσσερις στόχοι του σχετίζονται με το χώρο της διαφήμισης και οι προκηρύξεις που στέλνει ο καθοδηγητής του ζητούν να σταματήσουν οι διαφημίσεις, οι οποίες αποτελούν -κατά τη γνώμη του- τον κινητήριο μοχλό του καπιταλιστικού συστήματος και βάση της οικονομίας τηλεοπτικών σταθμών και εταιρειών. Παράλληλα έξι εθνικόφρονες Ελληναράδες, που είχαν πολεμήσει στη Σρεμπρένιτσα, καταλαμβάνουν το επιβατηγό πλοίο «Ελ Γκρέκο», μέσα στο οποίο βρίσκεται η κόρη του αστυνόμου Χαρίτου, πρωταγωνιστή του παρόντος μυθιστορήματος, όπως και των προηγούμενων του Πέτρου Μάρκαρη. Ετσι, ο πρωταγωνιστής βρίσκεται ανάμεσα στον προσωπικό πόνο για την κόρη του και στην υπηρεσιακή υποχρέωση να λύσει το μυστήριο των δολοφονιών.
Η βασική δομική σύλληψη του βιβλίου έγκειται στην παράλληλη παρακολούθηση δύο ξεχωριστών επιχειρήσεων, τόσο της Αντιτρομοκρατικής για την απελευθέρωση των επιβατών του πλοίου όσο και του Τμήματος Ανθρωποκτονιών για την εξιχνίαση των διαδοχικών φόνων. Στην αρχή, ο συνδετικός κρίκος των δύο υποθέσεων είναι απλώς η ανάμειξη του κεντρικού ήρωα, στην πρώτη ως πατέρα και στη δεύτερη ως υπεύθυνου των ερευνών. Καθώς προχωρεί ωστόσο η πρώτη ιστορία και εντωμεταξύ απελευθερώνονται οι απαχθέντες και συλλαμβάνονται οι δράστες της θαλασσοπειρατείας, προκύπτουν εξ αυτής στοιχεία των οποίων η μαρτυρία μπορεί να διευκολύνει τη διαλεύκανση της ταυτότητας των δολοφόνων. Ετσι τα δύο επίπεδα δράσης δεν είναι απλώς παράλληλα, αλλά συγκλίνουν με επιτυχία σε ένα σοφά επινοημένο τέλος.
Η αυτοσυνειδησία της αστυνομίας
Ο σταθερός πρωταγωνιστής του Μάρκαρη, αστυνόμος Κώστας Χαρίτος, είναι ένας απλός μεσοαστός, μεσήλικας, χωρίς σωματική δύναμη ή άλλα εξωτερικά χαρίσματα. Παρουσιάζεται με την πιο ανθρώπινή του μορφή, να χαίρεται. Κατ' αρχάς, για τη διατριβή της κόρης του, να αγωνιά για το μέλλον της κι έπειτα, να ανησυχεί ως πατέρας για την κράτησή της από τους τρομοκράτες. Εμμένει πεισματικά στο παλιό αυτοκίνητό του, πίνει καφέ «γλυκύβραστο», μαλώνει και εκνευρίζεται με τη γυναίκα του... Ολα αυτά τον κάνουν απίστευτα καθημερινό, και γι' αυτό τον φέρνουν πολύ κοντά στο μέσο άνθρωπο, γεγονός που τον καθιστά αγαπητό στον αναγνώστη. Και τέλος, δεν πρέπει να παραλείψουμε την αγάπη του για τα λεξικά, συνήθεια που δίνει την ευκαιρία στο συγγραφέα να λεκτικοποιήσει όσα συμβαίνουν και να δώσει σημασιολογικές προεκτάσεις στα τεκταινόμενα.
Στο «Βασικό μέτοχο» ο αστυνόμος αυτοαναλύεται και μαζί του εξετάζονται όλη η σύσταση και η φιλοσοφία των διωκτικών αρχών. Η κρίση αυτοσυνειδησίας εμφανίζεται κατ' αρχάς ως προβληματισμός εκ μέρους της κόρης του για τις πρακτικές βίας της Ελληνικής Αστυνομίας, που ενδέχεται να χρησιμοποιεί και ο πατέρας της. Ο τελευταίος είναι ίσως εξαίρεση, αν και οι κοφτές κουβέντες του ώρες ώρες δεν είναι λιγότερο απειλητικές. Ο ίδιος δηλώνει: «Υπάρχουν διαφορές και διαβαθμίσεις. Ενα κομμάτι των συναδέλφων μου είναι πάντα με την εξουσία, όποια κι αν είναι αυτή· ένα άλλο, που είναι οι τίμιοι και ευσυνείδητοι εθνικόφρονες, πιστεύουν στο καθήκον, πάλι όποιο κι αν είναι· ένα τρίτο δεν πιστεύει σε τίποτε και τ' αρπάζει όπου τα βρει· και τέλος, το τέταρτο είναι της αρχής "σκάσε και δούλευε, άλλοι αποφασίζουν" [...]. Εγώ [ανήκω] στο τέταρτο». Κι έτσι ο πεζογράφος επιχειρεί μέσω του ήρωά του να κάνει μια ακτινογραφία των αστυνομικών και να θέσει τα όρια μεταξύ καθήκοντος και διαφθοράς, επαγγελματισμού και φιλαρχίας.
Ο αναπόφευκτος καπιταλισμός και οι θεράποντές του
Το αστυνομικό μυθιστόρημα μετατρέπεται ολοένα και περισσότερο σε κοινωνικό. Οι συγγραφείς μέσα από το έγκλημα -που πλέον έχει αναδιαμορφωθεί στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης- δράττονται της ευκαιρίας να παρουσιάσουν την κοινωνική σήψη, να καυτηριάσουν τα κακώς κείμενα, όχι τόσο σε ατομικό επίπεδο ζήλιας ή εκδίκησης όσο σε επίπεδο θεσμών και νοοτροπιών.
Ο Μάρκαρης ανοίγει πολλά μέτωπα: από τους ταγματασφαλίτες στην Κατοχή ώς τις διεθνείς μυστικές υπηρεσίες και από το χώρο της αστυνομίας, όπως προανέφερα, ώς την ανικανότητα του εκάστοτε υπουργού Δημοσίας Τάξεως. Οι δύο βασικοί ωστόσο άξονές του είναι ο εθνικισμός και η διαφήμιση. Για το πρώτο τα πράγματα είναι ξεκάθαρα, καθώς καταδικάζεται τόσο ως ιδεολογία όσο και ως πρακτική. Οι εκκαθαρίσεις στη Σερβία στη διάρκεια του πολέμου και η σύμπραξη των δικών μας εθνικοφρόνων, αλλά και η θαλασσοπειρατεία τους ως μέσου πίεσης της Δικαιοσύνης, βρίσκει μόνο μια ελάχιστη ανοχή εκ μέρους των πολιτών, ενώ κατά βάση δέχεται τα πυρά της κοινής γνώμης και των κεντρικών χαρακτήρων, χωρίς αφορισμούς και υψηλή ρητορεία.
Στο θέμα των διαφημίσεων ο λογοτέχνης καταδικάζει το καπιταλιστικό σύστημα που αυτές στηρίζουν και μαζί του τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, των οποίων «βασικός μέτοχος» δεν είναι οι ιδιοκτήτες τους, αλλά οι διαφημιστές και οι εταιρείες. Η πιθανότητα να σταματήσουν τα διαφημιστικά σποτάκια απειλεί με κατάρρευση την οικονομία, όχι μόνο των διαφημιζομένων αλλά και των τηλεοπτικών σταθμών, καθώς η χρηματοδότησή τους στηρίζεται αποκλειστικά στο διαθέσιμο διαφημιστικό χρόνο. Παράλληλα, μια στρατιά από εργαζόμενους, τεχνικούς και καλλιτέχνες, παραγωγούς και διαφημιστές, ζουν χάρη στη διαφήμιση, με αποτέλεσμα η παραπλάνηση του κοινού να είναι η δική τους επιβίωση.
Η θέση του Μάρκαρη είναι εν μέρει αμφιλεγόμενη. Αν και παρουσιάζει τη σήψη του συστήματος που βασίζεται στο χρήμα, τοποθετεί απέναντί του δύο δολοφόνους-Ρομπέν των δασών, που έχουν βάλει στόχο την απαλλαγή της κοινωνίας από τη «διαφημιστική κοροϊδία». Το αποτέλεσμα είναι είτε να μη φαίνεται αξιόπιστη η λύση που διαφαίνεται για τη διέξοδο από τον καπιταλιστικό κλοιό (το έγκλημα ακόμα και για ιδεολογικούς λόγους δεν καθαγιάζεται) είτε να φαντάζει αδύνατη η οποιαδήποτε απεμπλοκή από αυτόν. Μάλλον αφήνεται εν τέλει η εντύπωση ότι η καταδυνάστευση του ανθρώπου από το χρήμα και η χειραγώγηση των ΜΜΕ και των τηλεθεατών από τη διαφήμιση είναι αναπόδραστη σε μια κοινωνία που δεν παραδέχεται άλλους κώδικες καταξίωσης παρά μόνο τον οικονομικό.
Ο «Βασικός μέτοχος» κερδίζει άξια την προσοχή του κοινού και τα εγκώμια των ειδικών. Περιλαμβάνει όλα όσα έχουν καταξιώσει το συγγραφέα του, όπως ζωντανούς χαρακτήρες, ρεαλιστικές σκηνές και διαλόγους, στρωτή γλώσσα και πάνω απ' όλα αλληλουχία γεγονότων και εξαγωγή συμπερασμάτων χωρίς άλματα και παράτολμες ακροβασίες, έστω κι αν δεν αποφεύγεται η φευγαλέα χρήση τού από μηχανής θεού. Επιπλέον, ο Μάρκαρης δείχνει να παρακολουθεί μέσω του αστυνόμου Χαρίτου την υπόθεση, χωρίς να ξέρει εκ των προτέρων το επόμενο βήμα, αλλά σαν γνήσιος ντετέκτιβ κάνει βόλτες, για να τακτοποιήσει το μυαλό του, προσπαθεί να συνδέσει τα στοιχεία και να προδιαγράψει σταδιακά τις κινήσεις του. Οι εξελίξεις τον αιφνιδιάζουν, όπως και τον αναγνώστη, αλλά με ευέλικτη σκέψη και με απλούς συλλογισμούς καταφέρνει να οδηγηθεί στα σωστά συμπεράσματα.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 22/09/2006
Κριτικές
03/04/2015, 20:11