Ζω για να τη διηγούμαι

Υπάρχει και μεταχειρισμένο με €16.00
149511
Σελίδες:568
Μεταφραστής:ΣΩΤΗΡΙΑΔΟΥ ΚΛΑΙΤΗ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/2003
ISBN:9789601406947


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Είναι ίσως το βιβλίο της δεκαετίας που περιμέναμε όλοι μας, σύνοψη αλλά και ανάπλαση μιας κρίσιμης εποχής στη ζωή του Μάρκες. Σε αυτή τη συναρπαστική διήγηση ο νομπελίστας Κολομβιανός παρουσιάζει τις μνήμες των παιδικών και εφηβικών του χρόνων, όπου θεμελιώθηκε το φανταστικό, το οποίο, με το χρόνο, θα έδινε τη θέση του σε μερικά θεμελιώδη διηγήματα και μυθιστορήματα της ισπανόφωνης λογοτεχνίας του 20ού αιώνα.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου







ΚΡΙΤΙΚΗ



Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ολοκλήρωσε το πρώτο μέρος της αυτοβιογραφίας του, αυτό που καλύπτει τα πρώτα είκοσι οκτώ χρόνια της ζωής του, την ημέρα και σχεδόν την ώρα που πέθανε η μητέρα του: «Είχε περάσει ασταθή παιδικά χρόνια με τεταρταίους πυρετούς, αλλά όταν θεραπεύτηκε και από τον τελευταίο απέκτησε μια σιδερένια υγεία, που της επέτρεψε να γιορτάσει τα ενενήντα εφτά της χρόνια με έντεκα παιδιά δικά της και τέσσερα ακόμα του συζύγου της, με εξήντα έξι εγγόνια, εβδομήντα τρία δισέγγονα και πέντε τρισέγγονα. Χωρίς να λογαριάζουμε αυτά που ποτέ δεν γνωρίσαμε. Πέθανε από φυσικό θάνατο στις 9 Ιουνίου του 2002, στις οχτώ και μισή το βράδυ, την ίδια μέρα και σχεδόν την ίδια ώρα που μπήκε τελεία και παύλα σ' αυτά τα απομνημονεύματα».

Αυτά τα «απομνημονεύματα» είναι το «Ζω για να τη διηγούμαι», ένα βιβλίο 568 σελίδων, γεμάτο από τα στοιχεία που κάνουν τα μυθιστορήματά του μαγικά. Γραμμένο σαν μυθιστόρημα, αρχίζει με τον ίδιο τον Γκαμπριέλ φοιτητή, σε ένα ταξίδι επιστροφής στις ρίζες. Πηγαίνουν με τη μητέρα του να πουλήσουν το σπίτι των παππούδων στην Αρακατάκα. Οι μνήμες ξυπνούν, τα ποτάμια, οι βάλτοι, οι φυτείες μπανάνας της United Fruit Company. Τα ξύλινα σπίτια σε στυλ γουέστερν που έφτιαξε η αμερικανική εταιρεία που μονοπωλούσε το εμπόριο μπανάνας. Η προσωρινή ευμάρεια ενός χωριού που έγινε τόπος συγκέντρωσης τυχοδιωκτών. Ο παππούς, πρώην συνταγματάρχης που σκότωσε κάποιον σε μονομαχία τιμής και εγκαταστάθηκε στην Αρακατάκα για να ξεχάσει και να αλλάξει ζωή.

Η μάνα του τον πήγε εκεί υπομένοντας ένα πολύ δύσκολο ταξίδι με θορυβώδες ποταμόπλοιο και τρένο με σπασμένα τζάμια. Πιο πολύ την ενδιέφερε να μιλήσει με τον γιο της, το καμάρι της οικογένειας με τις εξαιρετικές επιδόσεις στο σχολείο, που τώρα ήθελε να παρατήσει τις σπουδές Νομικής για να γίνει συγγραφέας. Η μητέρα πείστηκε εντέλει από τον παλιό γιατρό του χωριού, που ήταν τώρα «πιο γέρος από όλους τους γέρους και όλα τα γέρικα ζώα της γης και της θάλασσας». Ήταν ο ίδιος του οποίου ο μικρός Γκαμπριέλ κάποτε έτρεμε το βλέμμα.

Με αφετηρία αυτό το ταξίδι στη μνήμη ξεδιπλώνεται όλη η παιδική ηλικία του μικρού Γκαμπριέλ. Οι περίπατοι με τον παππού, το σχολείο. Η πρώτη γνωριμία με τη σεξουαλική ζωή έρχεται σε ένα πορνείο όπου τον έστειλε ο πατέρας του να εισπράξει χρήματα για ιατρικές υπηρεσίες. Μια κοπέλα νόμισε ότι τον έστειλε για άλλο λόγο: «Μ' έπιασε απ' το μπράτσο με το δεξί της χέρι και γλίστρησε το αριστερό της μέσα στο μπροστινό άνοιγμα του παντελονιού. Ένιωσα έναν ηδονικό τρόμο. (...) Μετά με σήκωσε στον αέρα από τις μασχάλες και με έβαλε πάνω της στην κλασική στάση των ιεραποστόλων. Τα υπόλοιπα τα έκανε όλα μόνη της, μέχρι που ξεψύχησα πάνω της τσαλαβουτώντας στην κρεμμυδόσουπα ανάμεσα στα φοραδίσια μπούτια της».

Μετά έρχεται το τέλος της εφηβείας σε σχολείο της Μπογκοτά, κατόπιν η δημοσιογραφία στην Καρταχένα των Ινδιών. Δημοσιεύονται τα πρώτα του διηγήματα σε καλά λογοτεχνικά περιοδικά, κάθεται σε καφενεία δίπλα σε γνωστούς συγγραφείς για να ακούει τι λένε, διαβάζει ακατάπαυστα. Η «Μεταμόρφωση» του Κάφκα είναι το βιβλίο που «άλλαξε τη ζωή» του, για την «Οδύσσεια» του Τζόις νιώθει ότι υπήρξε επιπόλαιος που την άφησε τότε στη μέση. Χρόνια αργότερα τη διάβασε σοβαρά: «Συνετέλεσε στην ανακάλυψη ενός δικού μου κόσμου, που ποτέ δεν είχα υποψιαστεί», ενώ υπήρξε και «ανυπολόγιστης αξίας τεχνική βοήθεια για την απελευθέρωση της γλώσσας, τον χειρισμό του χρόνου και τη δομή των βιβλίων μου».

Το βιβλίο μάς γνωρίζει μια Κολομβία που δεν έχουμε υποψιαστεί. Κυρίως όμως προσφέρει αναπάντεχα στον αναγνώστη, πέραν ενός απολαυστικού μυθιστορηματικού αναγνώσματος, την αποκάλυψη πλήθους στοιχείων και τεχνικών που συνθέτουν τον συγγραφικό κόσμο του νομπελίστα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.



ΜΑΝΩΛΗΣ ΠΙΜΠΛΗΣ

ΤΑ ΝΕΑ, 08-03-2003






ΚΡΙΤΙΚΗ



Ο αναγνώστης του πρώτου τόμου της αυτοβιογραφίας του πασίγνωστου Κολομβιανού πεζογράφου Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες σχηματίζει σχεδόν την πεποίθηση ότι βρίσκεται μπροστά στην απόδειξη των λεγομένων του Λόουσον, που ειπώθηκαν σε άλλη ευκαιρία. Είναι μάλλον βέβαιος ότι ο συγγραφέας του θρυλικού «Εκατό χρόνια μοναξιά» προσπαθεί να αποδείξει με την αυθιστόρησή του ότι τα βιβλία του γράφτηκαν με βάση απόσταξη εμπειριών (όπως την εννοούσε και ο Μπέκετ), μέσα σε αληθινά σκηνικά ζωής.

Εξού και η επιστροφή στο ιδιωτικό του παρελθόν γίνεται με τη μορφή ενός ντοκιμαντέρ, ενός υποψιασμένου ρεπορτάζ του συγγραφέα που πέρασε και από το δημοσιογραφικό επάγγελμα. Αναγκαία διευκρίνιση: Θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρισθεί βιαστικός στις κρίσεις για ένα ημιτελές ακόμα έργο. Ομως ήδη ο συγγραφέας έχει δώσει τις αναγκαίες σταθερές για να στηρίξουμε την προηγούμενη άποψη. Εχει προοικονομήσει το μαγικό κόσμο του μεγαλύτερου μέρους της δημιουργίας του, που θα δει το φως στη συνέχεια (ο πρώτος τόμος τελειώνει στα 1957), συστήνοντάς μας το εύφορο όσο και απτό περιβάλλον της Κολομβίας: μιας χώρας με έντονη πολιτική και κονωνική ζωή, με δυνατή θερμοκρασία από ανθρώπινα πάθη, με ένα είδος ντουέντε να κυκλοφορεί στο σώμα της, όπως θα 'λεγε και ο Λόρκα μιλώντας για την ισπανική ιδιοσυγκρασία, την ομοαίματη με τη λατινοαμερικάνικη.

Ομως επ' αυτού ας προσέξουμε, και θα το επαναλάβουμε: Ο Μάρκες απλώς υπαινίσσεται έναν «μαγικό» χώρο, δίχως να κάνει καμία προσπάθεια ώστε μέσω της αυτοβιογραφίας του να προκύψει μία ανάλογη πρόζα. Το βλέμμα του, αντιθέτως, είναι ολοκάθαρο, αντιιμπρεσιονιστικό, τα πάντα φωτίζονται άπλετα μπροστά του. Οχι ότι ο «Γκάμπο» δεν ακολουθεί το κολομβιανό γνωμικό που θυμίζει ότι «αποδεικνύεις την κίνηση περπατώντας»: κάθε άλλο, γιατί μας μιλάει για τη γραφή του γράφοντας. Μόνο που το στιλ του προκείμενου βιβλίου δεν μας παραπέμπει σε εκείνο των πεζών κειμένων του. Εδώ η γραφή μάς στρέφει προς τη δραματοποίηση που προτείνεται μόνη (;) της, όπως είπαμε, από την περιρρέουσα εξωτερική ατμόσφαιρα. Ο συγγραφέας απογράφει απλώς, αφήνοντας στον αναγνώστη την αποφλοίωση. Είναι φανερό ότι ο Μάρκες δεν θέλησε να μας εισαγάγει στα ιδιωτικά του αρχίζοντας όπως ο Κάφκα στη «Μεταμόρφωση», ένα βιβλίο κομβικό για τον πρώτο: «Οταν ξύπνησε ο Γκρέγκορ Σάμσα ένα πρωί, ύστερα από έναν ανήσυχο ύπνο, συνειδητοποίησε πως στο κρεβάτι του είχε μεταμορφωθεί σε ένα τερατώδες έντομο..». Ούτε, επίσης, να μας ρίξει στα βαθιά αρχίζοντας την αφήγησή του μέσα από αναπεπταμένες φράσεις που συναντάμε στην εισαγωγή των «Εκατό χρόνων»: «Πολλά χρόνια αργότερα αντιμετωπίζοντας το εκτελεστικό απόσπασμα, ο Συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουεντία θα θυμόταν εκείνο το μακρινό απόγευμα όπου ο πατέρας του τον είχε πάει να γνωρίσει τον πάγο...». Οχι, ο Μάρκες δεν είναι στιλίστας στην αυτοβιογραφία του τύπου Ναμπόκοφ (βλ. το «Μίλησε μνήμη»).

Η Κολομβία του Μάρκες είναι από μόνη της ένα θέατρο ποικιλιών, που πρόσφερε στον ευαίσθητο παρατηρητή της άφθονο υλικό προς γονιμοποίηση. Δεν έκανε, λοιπόν, τίποτε άλλο ο νομπελίστας πεζογράφος από το να μας ξεναγήσει στους χώρους και στα πάθη της πραγματικότητας που τον σίτισαν ως συγγραφέα. Οπότε μας αφήνει ικανοποιημένους από τα φυσικά ντεκόρ που θα περικλείσουν αργότερα το μυθικό χωριό Μακόντο, τους Μπουενδία, τη Μεγάλη Μαμά κ.λπ.

Με την ψυχραιμία του έμπειρου δημοσιογράφου που μπορεί και αναπλάθει τα γεγονότα με το ένα πόδι στη δίνη και το άλλο απ' έξω, ο Μάρκες εξετάζει τα πεπραγμένα κάνοντας αφηγηματική άποψη αυτή την τεχνική. Τα ποιητικά στοιχεία ως «πεποιημένες» χειρονομίες λείπουν από το κείμενο. Εχουμε συνεχώς την παράλογη αίσθηση μιας έλλειψης, ενός μικρού χάσματος που ελάχιστα λες ότι μας χωρίζει από την αποκάλυψη του μηχανισμού, όχι μόνο της γραφής των θαυμάσιων πεζογραφικών σελίδων του ευφάνταστου αυτού δημιουργού, αλλά του αληθινού κέντρου (της ζωής)... Νομίζουμε ότι συνεχώς φθάνουμε επί θύραις και μένουμε με μία περίεργη γεύση, ξέροντας ότι αν εισέλθουμε θα χαθεί η μαγεία (Ο Κάφκα είναι παρών κι εδώ...) Αυτό μπορεί να μην είναι απλώς ένα έξυπνο τρικ του μεγάλου συγγραφέα, μια μοντέρνα πρόταση (που έτσι κι αλλιώς είναι ευπρόσδεκτη), αλλά ίσως μία υπόδειξη για την αξία του «βιβλίου της πραγματικότητας», του οποίου οι αράδες, κατά τον Μάρκες, γράφονται εκτός των εντύπων σελίδων.

Η αφήγηση ξεκινάει με τον εικοσιτριάχρονο Γκαμπίτο, το 1951, να συνοδεύει τη δυναμική μητέρα του, κύρια τροφό της προσωπικότητάς του, για να πουλήσουν το οικογενειακό σπίτι στη γενέτειρα Αρακατάκα. Ο Μάρκες τονίζει την αξία αυτής της επιστροφής σε μία κρίσιμη φάση του βίου του, όταν νεαρός φοιτητής τότε της Νομικής, με μικρές περγαμηνές για τα πρωτόλειά του, αποφασίζει, μας λέει, να γίνει συγγραφέας. Επιστροφή στις ρίζες, επιστροφή του συναισθήματος και της φαντασίας για να καλυφθούν τα αληθινά κενά, που πάντα χαίνουν στο βάθος. Αν και το ρόλο της η γραφή μέσω της (ατελέσφορης πάντα) μνήμης τον παίζει τέλεια παραπλανώντας. Εγκαθιστώντας το επινοημένο στη θέση του πραγματικού με τέτοια πειθώ, ώστε και ο ίδιος ο «δράστης» τελικά να γίνεται θύμα της δικής του απάτης.

Ο Μπόρχες, όπως και ο Καρπεντιέ, που ήσαν τα δύο ισπανόφωνα πρότυπα (ο Τζόις και ο Φόκνερ, τα δύο αγγλόφωνα) για το νεαρό Κολομβιανό συγγραφέα, είχαν επιβάλει τη δύναμη της φαντασίας στην προσπέλαση του παρελθόντος. Η φαντασία, σύστοιχο αντικείμενο της μνήμης, θα αναλάβει να αναστηλώσει στην περίπτωση του Μάρκες όλο εκείνο το μαγικό όσο και καθημερινό πλαίσιο ζωής του τελευταίου σε κείμενα που θα εκφράσουν συλλογικές συνειδήσεις, χωρίς ίχνος δημαγωγίας (κι εδώ είναι το περίεργο), θεωρούμενα πια κλασικά έργα του περασμένου αιώνα... Πότε μέσα από τη «θαυματουργό πραγματικότητα», πότε μέσα από τον παραδοσιακό ρεαλισμό, η ιστορία μεγάλου μέρους της Λατινικής Αμερικής σχηματίζεται εκ νέου από το χέρι του Μάρκες σαν παζλ. Οι συμβολικές γεωγραφίες και γενεαλογίες της μαρκεσιανής μυθολογίας είναι μία απροσδόκητη εκδοχή αναπαράστασης ιδεών και ανθρώπινης περιπτωσιολογίας. Το υπερλογικό σχεδόν ταυτισμένο με το «αληθινό» χαρτογραφούν ένα τοπίο προφητειών, θρήνων, ατομικών και ευρύτερων οραμάτων.

Ο Μάρκες στο πρώτο μέρος της αυτοβιογραφίας του (που θα αποτελέσει μία τριλογία με άλλα δύο βιβλία στη συνέχεια) κλείνει την αφήγηση μιλώντας για τα τελευταία χρόνια της ανωριμότητάς του στην είσοδο της συγγραφικής του ενηλικίωσης, λίγο πριν σταθεροποιήσει το βηματισμό που ξέρουμε. Θα μας αποχαιρετήσει προσωρινά μία δεκαετία πριν από το φερώνυμο «Εκατό χρόνια μοναξιά», για το οποίο έχουν γράψει με υπερβολή ότι «χάρισε την πιο λαμπρή ακτινοβολία στην ισπανική γλώσσα μετά τον "Δον Κιχώτη" του Θερβάντες...».

Η Κλαίτη Σωτηριάδου απέδωσε τους χρωματισμούς μιας πληθωρικής γλώσσας ενός συγγραφέα ο οποίος είδε μέσα από έναν δημιουργικό διχασμό την πλούσια ζωή του με την ταπεινότητα του δεομένου προς ένα φαινόμενο που τον ξεπερνά και την υπεροψία του ποιητή.



ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 02/05/2003

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!