0
Your Καλαθι
Παρά ταύτα
Περιγραφή
Χιούμορ, ειρωνεία είναι τα σύνεργα της ανατροπής του. Μιας ανατροπής που για να επέλθει, πρέπει σε κάποιον ή σε κάποιους να χρωστάς. Τα χρωστούμενα προς τον εαυτό του τα επιστρέφει αυτοειρωνευόμενος ή αυτοχλευαζόμενος, πίκρα όμως πικρή τον τρώει, που μετατρέπει σε μορφασμό τα βέλη τα ημέτερα. Τα προς τους άλλους, ποιητάς της νεότητος, πεζογράφους - δρομοδείχτες, όταν έγειρε η ιδεολογική του πλάστιγγα προς τα αριστερά, τους τρόπους τους συγγραφικούς μετέρχεται, ρίμες ή άλλους, επιθυμώντας να δείξει το μάταιον της ομοιοκαταληξίας επί παραδείγματι εις τους σύγχρονους καιρούς. Το άχθος της υστεροφημίας, που ακυρώνεται καθώς γελοιοποιείται, το «κλοτσάει» μακριά του, βλέποντας να περνούν έμπροσθεν ποιήματα που θα μπορούσε να γράψει και δεν έγραψε, γιατί κράτησε του στοχαστή τις αποστάσεις και ως στοχαζόμενος έγραψε ποιήματα προς επούλωσιν των τραυμάτων του.
ΒΑΣΙΛΗΣ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 14/12/2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Κάθε βήμα του Μάριου Μαρκίδη προς την ηλικιακή ωριμότητα είναι κι ένα πρόσθετο κέρδος για την ποίησή του. Η φλέβα του πλουταίνει σταθερά, η εικονοποιία του ανακαλύπτει κάθε τόσο νέους δρόμους, ενώ ο στίχος του βρίσκει όλο και πιο ευρηματικές λύσεις. Και αξίζει, νομίζω, τον κόπο να παρατηρήσω προκαταρκτικά πως μόνο εύκολα δεν είναι τέτοια πράγματα για έναν ποιητή ο οποίος πορεύεται ουκ ολίγα χρόνια στα γράμματα. Το κυριότερο, θα έλεγα, χαρακτηριστικό της καινούργιας συλλογής του Μαρκίδη έχει να κάνει με τον υψηλό βαθμό επινόησης και σκηνοθεσίας των ποιημάτων της: ό,τι ίσως φαίνεται απλό και σχεδόν φυσικό στον αναγνώστη της με μια πρώτη (και ασφαλώς πρόχειρη) ματιά προϋποθέτει μια μακρά και εργώδη προσπάθεια, που αποτυπώνεται με πολύ εύλογο τρόπο στο τελικό ποιητικό αποτέλεσμα.
Αντίσταση στο αγοραίο πνεύμα
Η θεματογραφία του Μαρκίδη, όπως έχει διαμορφωθεί κατά τη διάρκεια της ούτως ή άλλως ευδόκιμης διαδρομής του, δεν αλλάζει στο «Παρά ταύτα»: ένας κόσμος ο οποίος βαδίζει ποικιλοτρόπως σπαραγμένος (κάποτε και εμφανώς ακρωτηριασμένος) στο παρόν την ώρα που οι ρίζες του σπαραγμού και της κακοδαιμονίας του βυθίζονται σ' ένα αρκετά περίπλοκο πλέον παρελθόν. Και λέω «πλέον» διότι, κατά πώς φαίνεται, όσο απομακρύνεται ο ποιητής από τα εφηβικά και τα νεανικά χρόνια του, όπου και οι μετακατοχικές ή οι μετεμφυλιακές εμπειρίες του, τόσο περιορίζεται ο πολιτικός και κοινωνικός του ορίζοντας υπέρ μιας καθαρώς υπαρξιακής προσέγγισης της καθημερινής ζωής. Πρόκειται για ένα σχήμα όπου το ποιητικό εγώ αναλαμβάνει βαθμιαία πρωταγωνιστικό ρόλο, προσπαθώντας να αποκαταστήσει επί ματαίω τη διαταραγμένη σχέση του με την κοινότητα. Και η αδυναμία αυτή οφείλεται κατά πάσα πιθανότητα (μια υπόθεση εργασίας κάνω) σε δύο στενά αλληλοδιαπλεκόμενους λόγους: αν ο κοινωνικός περίγυρος χάνει μέρα με την ημέρα τα ηθικά του στηρίγματα, δέσμιος ενός αχαλίνωτου αγοραίου πνεύματος, τότε το εγώ το οποίο θέλει πάση θυσία να αντισταθεί σ' ένα τέτοιο πνεύμα, όπως και να απομακρυνθεί από τις δυσάρεστες (έως και δύσοσμες) επιρροές του, δεν έχει παρά να στραφεί προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση: να οδηγηθεί, με άλλα λόγια, στην απομόνωση και στην ιδιώτευση, χωρίς παρά ταύτα (για να θυμίσω και την εν τίτλω υπόδειξη της συλλογής) να παραιτείται ποτέ από το δικαίωμά του για δημόσιο (έστω πετσοκομμένο, έστω και εμφανώς ειρωνικό ή αυτοσαρκαστικό) έλεγχο.
Είναι μια στάση, νιώθεται; Κάτι παραπάνω, θα ισχυριζόμουν. Ο Μαρκίδης ανήκει σε μια γενιά η οποία βρέθηκε ανάμεσα στον πολιτικό ζόφο των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων και στη στροφή των νεότερων ποιητών προς μια θεματογραφία αμιγώς εσωτερικής ταυτότητας. Η γενιά του Μαρκίδη δεν έπαψε ποτέ να βλέπει αμφίρροπα: προς τους προκατόχους της, αλλά και προς τους επιγόνους της ταυτοχρόνως, με μια συνείδηση η οποία σε ό,τι αφορά τη συμπλοκή ή τον αλληλοαποκλεισμό δημοσίου και ιδιωτικού υπήρξε σε όλη την πορεία της διχασμένη. Εκείνο που θέλω να τονίσω (ή μάλλον να επαναλάβω με έμφαση) είναι ότι ο Μαρκίδης, ως ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της γενιάς του, διατηρεί στο ακέραιο το εγώ του ενόσω δεν αποσύρεται σε καμιά περίπτωση από τη δημόσια σκηνή - με μια υπόγεια ανατρεπτική και σατανικά βραδυφλεγή (ενδεικτική των προθέσεων και της αγωγής του) εικονοποιητική και αφηγηματική μέθοδο: Για να ξυπνήσει μέσα σου η βραδυφλεγής άμιλλα πρέπει να ζηλέψεις τον διπλανό σου - ει δυνατόν μάλιστα να τον μισήσεις. Ο Μάρκος δεν μισούσε τους ανθρώπους, μισούσε όπως είπαμε τα των ανθρώπων. Πράγμα ολότελα τρελό. Ανισόρροπο. Απόδειξη της υποχθόνιας δράσεως των πνευμάτων. Εφ' όσον λοιπόν με ακάθαρτα πνεύματα είχε η κοινότητα να τα βγάλει πέρα, έπρεπε να εμπνεύσει έναν υγιεινό τρόπο ζωής, να καταπολεμήσει τη ραθυμία και τον αναχωρητισμό, να εμφυσήσει δημιουργικές αρχές στην ακαλλιέργητη ψυχή του Μάρκου. Αυτός ήταν ο συλλογισμός. Εμενε η πρακτική εφαρμογή, που την ορίζει πάντα η πραγματικότητα. Και η απτή πραγματικότητα ήταν τα γουρούνια. Κτηνοτροφία πάππου προς πάππου είχανε, στην κτηνοτροφία τον ανέθεσαν. Με ήπιο τρόπο, υπομονετικά αλλά κι επίμονα -μια τακτική που ξεπερνάει σχεδόν την αντοχή μα την υπαγορεύει η ιδέα του καλού και την επιβάλλουν οι περιστάσεις- οι αγαθοί πολίτες αποδύθηκαν σε μια προσπάθεια να συμμορφώσουν τον Μάρκο, να τον εξανθρωπίσουν, να τον στρώσουν στην άκακη φροντίδα των γουρουνιών. Εξυπακούεται ότι χρειάζονταν κι εργατικά χέρια.
Ολοζώντανη ποιητική φωνή
Εγραφα προεισαγωγικά για τον υψηλό βαθμό επινόησης των ποιημάτων του Μαρκίδη: κανένα, όντως, από τα αισθήματα του ποιητικού αφηγητή δεν φτάνει αμετάπλαστο και απαράσκευο στην επιφάνεια. Με συχνά επιθετικό ύφος, όπως και με πλήθος κοφτές και επιγραμματικές διατυπώσεις, που αντλούν στοιχεία από μια λαϊκή εικονογραφία (ποδόσφαιρο, φανταρίστικοι χώροι, ανώνυμοι καθημερινοί ήρωες), συνταιριασμένη με ποικίλες λογοτεχνικές αναφορές (από τον Καίσαρα Εμμανουήλ και τον Ελύτη ώς τον Αρη Αλεξάνδρου), με εναλλαγή εσωτερικού μονολόγου και πρώτου ενικού προσώπου, όπως και με εκτεταμένες πεζόμορφες ενότητες, όπου ο μύθος και η πλοκή αποκτούν μια φανερά ποιητική λειτουργία, ο Μαρκίδης οργανώνει πόντο πόντο το υλικό του, χωρίς να αφήνει τίποτε παράμερα και στην τύχη. Και το αποτέλεσμα είναι ορατό σε όλα (ή εν πάση περιπτώσει στα περισσότερα) κομμάτια του: μια ποιητική φωνή ολοζώντανη και διαρκώς ανήσυχη, με ακαταπόνητο νεύρο, γερό ρυθμό και σπάνια γλωσσική αμεσότητα.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 25/01/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις