0
Your Καλαθι
Διέφυγε το μοιραίον
Επάλληλα διηγήματα
Έκπτωση
35%
35%
Περιγραφή
Οι άνθρωποι πρέπει να διαλέγουν το θάνατό τους. Τα πεύκα. Η θάλασσα. Πράσινη και γαλάζια. Ο ήλιος. Η πόλη λιωμένο μέταλλο σε παραμορφωτικό καθρέφτη. Τα δέντρα. Σιγή. Άρωμα Απρίλη. Το φεγγάρι σαν κιμωλία. Βουβοί. Σκυλιά αλυχτάνε στη νύχτα. Σειρήνες. Συναγερμοί. Βόβμοι αεροπλάνων. Καταφύγια στα βράχια. Σκοτάδι στα πεύκα. Συσκότιση. Πυροβολισμοί. Σαρώνει ο θάνατος. Πείνα. Σκοτάδι πικρό. Ερχόταν ο θάνατος σαν παγωμένος αγέρας...
Έκλεινε μια δεκαετία με πολέμους, θανάτους, αίμα, πείνα, πόνο. Ένα αίσθημα εξευτελισμού και ταπείνωσης. Μια ανέκκλητη απώλεια. Μια έλλειψη συνέχειας του χρόνου. Μόνον με τη λογική, χωρίς αισθήματα, ίσως πρέπει να γίνει και πάλι μια αρχή. Κάτι να επιζήσει...
Νύχτα. Ένα αίσθημα αλληλεγγύης και δικαιοσύνης με πλημμυρίζει. Βαθιά επιθυμία ν' αντέξω. Μια πρόθεση μεταφυσική. Μια υπόσχεση σχεδόν ανέφικτη. Θέλω κάποτε να μιλήσω για όλους όσους δεν πρόλαβαν. Γι' αυτούς που η γλώσσα τους έφτασε μέχρι το ουρλιαχτό, μέχρι το κλάμα. Να μιλήσω, έστω, για μένα, αναγνωρίζοντας το πρόσωπό μου, αναγνωρίζοντας τον εαυτό μου στον κόσμο...
Πρέπει, σκέφτηκα, να διαλέξουν οι άνθρωποι τη ζωή τους.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου γεννήθηκε το 1935 στην Καβάλα. Οι γονείς του ήσαν πρόσφυγες, από την Καππαδοκία και τον Πόντο: την (ωραία, κάποτε) Καβάλα δημιούργησαν και ανέπτυξαν πρόσφυγες, κυρίως.
Ο Μάρκογλου εμφανίστηκε στα γράμματά μας το 1962, με την ποιητική συλλογή Εγκλειστοι. Εκτοτε έχει καταθέσει δέκα ποιητικές συλλογές και (αρχής γενομένης από το 1980) τέσσερες συλλογές με πεζά κείμενα. Το βιβλίο του Σπαράγματα έλαβε το 1998 το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος.
Ο Μάρκογλου άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα στην καρδιά της μετεμφυλιακής περιόδου -στην κλειστή ελληνική επαρχία της εποχής, όπου η φτώχεια, η μιζέρια, οι προκαταλήψεις, η άγνοια, οι πνιγηροί ορίζοντες, η παντός είδους στέρηση (και δη η ερωτική), η ανεργία, η μετανάστευση (στη Γερμανία ή στα ανθρακωρυχεία του Βελγίου) κ.λπ., εσυνοδεύοντο από άγρια μισαλλοδοξία, στυγνή αστυνόμευση και ανοιχτή τρομοκρατία.
Ολα αυτά θα περάσουν σιγά σιγά στη μυθολογία του Μάρκογλου, ο οποίος θα καταστεί καθρέφτης μιας εποχής και μιας πόλεως.
Από τα πρώτα του ποιήματα κομμένα μέλη, εξορυγμένα μάτια, πτώματα σηπόμενα στα ρέματα στοιχειώνουν το τοπίο: η πολιτική διάσταση (αλλά και η κοινωνική, ακόμη και η κομματική) κυριαρχούν στους στίχους του.
Εκ παραλλήλου, και πάντα σε μια σχέση ομιλίας με το θάνατο, θα εμφανισθεί (δειλά στην αρχή) ο δεύτερος θεματικός άξονας, ο οποίος τελικά θα εξουσιάσει την προσωπική μοίρα των ηρώων, αλλά και ολόκληρο το έργο του Μάρκογλου: η Καβάλα!
Την πολιτεία πλουτίζουν η γαλάζια θαλάσσα με τα φιλόξενα και ήμερα βραχάκια, τα σπίτια με τους δροσερούς μπαξέδες, τα ωραία και απρόσιτα κορίτσια, οι φίλοι, οι πρόσφυγες με την καρτερικότητά τους, τη σοφία τους, τα φαγητά, τα πικρά τραγούδια τους κι εκείνη την αισιόδοξη αντίληψη για τη ζωή.
Ερωτοτροπώντας, καθώς ελέχθη, και με τον πεζό λόγο, ο Μάρκογλου δημοσιεύει το 1980 ένα σχετικά εκτενές πεζογράφημα υπό τον τίτλο Ο χώρος της Ιωάννας και ο χρόνος του Ιωάννη, όπου ο ποιητικός ρεαλισμός και οι διαφαινόμενες συνθετικές ικανότητες του συγγραφέα δημιουργούν ένα κείμενο ιδιαίτερων αξιώσεων.
Το δεύτερο πεζογραφικό βιβλίο του Μάρκογλου, η συλλογή διηγημάτων Σταθερή απώλεια, 1992, σχεδόν περικλείει την ανθρωπογεωγραφία του συγγραφέα και περιέχει εν σμικρώ πολλούς από τους χαρακτήρες, οι οποίοι θα εξελιχθούν στους βασικούς ήρωες στα Σπαράγματα. Σε ένα από αυτά τα διηγήματα αρέσκομαι να επισημαίνω ένα, κάπως εκτεταμένο κεφάλαιο, όπου ο αναγνώστης μπορεί να απολαύσει συναρπαστικές σελίδες: τη σκηνή της περιγραφής χαλιών. Τη σημειώνω ιδιαίτερα, επειδή πιστεύω ότι ειδικά η περιγραφή αποτελεί την πλέον συνήθη και κορυφαία κορύφωση του πεζού μας, εν γένει, λόγου.
Η επόμενη νουβέλα του Μάρκογλου Σπαράγματα, 1997, οργανώνεται σε είκοσι σύντομα κεφάλαια, όπου εναλλάσσονται ως πρωταγωνιστές (και αφηγητές) πέντε πρόσωπα και μία επιστολή. Με πλαίσιο μια ερωτική ιστορία, επανέρχονται με επιμονή και λιτότητα οι κοινωνικές και οι άλλες αναφορές του συγγραφέα, που ήδη μνημονεύσαμε.
Στην τελευταία συλλογή Διέφυγε το μοιραίον ο Μάρκογλου προσθέτει ως υπότιτλο: «επάλληλα διηγήματα», υποσημαίνοντας με αυτό ότι, στην εκ προοιμίου ενότητα του χώρου (η Καβάλα), τα πρόσωπα αλληλοδιολισθαίνουν και επανέρχονται, δημιουργώντας στην πραγματικότητα ένα ελεύθερο (και πάλι) είδος, μιας χαλαρής και εκτός συμβάσεων νουβέλας.
Τυχαίνει, τώρα, ο τόπος να μου είναι ιδιαίτερα οικείος, αφού στην Καβάλα ζήσαμε τη μία δεκαετία της νεότητας. Οι γειτονιές, τα ονόματα των δρόμων, τα αρχαία τοπωνύμια, οι καπνεργάτες, τα κοντινά χωριά, οι μαρμάρινες γούρνες («όπου ο Μέγας Αλέξανδρος πότιζε τον Βουκεφάλα»), οι εκκλησίες, τα μοναστήρια, η θάλασσα, τα ποτάμια -όλα αυτά, και πολλά άλλα, τα γνωρίζω από πρώτο χέρι... Ο Μάρκογλου, με τα 33 μικρά κείμενα του βιβλίου του, με ρυμουλκεί στο παρελθόν, στα σκληρά και πικρά παιδικά του χρόνια της Γερμανοβουλγαρικής κατοχής, και στα εφηβικά του Εμφυλίου. Και με φως και με θάνατον, σύμφωνα με το στίχο του Κάλβου, τον οποίο επιλέγει ως μότο.
Η μυθολογία, λοιπόν, είναι γνωστή, τα πρόσωπα και οι καταστάσεις μάς είναι γνώριμες -ναι, αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα άλλο βιβλίο.
Ολα τα κείμενα δεν έχουν, φυσικά, την ίδια δραστικότητα· διαθέτουν, όμως, μια ώριμη γραφή, λιτή και ήρεμη, η είσοδος του αφηγητή γίνεται καίρια και η έξοδός του διακριτική, σχεδόν χωρίς σχόλια για όσα φοβερά και δραματικά έχουν κάθε φορά εκτεθεί. Καίτοι πάσχων, ο αφηγητής απευθύνεται στον αναγνώστη όχι ως πρωταγωνιστής, αλλά σαν κάποιος που διηγείται ιστορίες από τα παλιά... Εκείνο που περισσότερο τον απασχολεί φαίνεται να είναι μια φράση που, με διαφορικές εκδοχές, φανερά ή κρυμμένη, επανέρχεται:
«Κάποτε θα γράψω ένα βιβλίο για τους ανθρώπους που χάθηκαν».
Στη συλλογή υπάρχει ένα πραγματικό αριστούργημα: είναι το διήγημα «Ταξίδι στο Νέστο», το μόνο εκτεταμένο, δεκαπέντε σελίδων. Πρόκειται για ένα ταξίδι απίστευτης ταλαιπωρίας, από την Καβάλα στο Νέστο μεσούντος του Εμφυλίου, προκειμένου οι πιστοί να παρακολουθήσουν τα θαύματα της Παναγίας σε μια υπαίθρια, νυχτερινή λειτουργία κάτω από τα καραγάτσια, δίπλα από το ποτάμι, τον Νέστο, στο θρυλικό κάποτε δάσος του Κοτζά Ορμάν (το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, καταγρεουργήθηκε -και αυτό- κατά τα μέσα της δεκαετίας του '50, υπέρ -εννοείται!- των «ακτημόνων»...).
Το διήγημα αναπτύσσεται εν είδει κινηματογραφικού ντοκιμαντέρ, με ανεπανάληπτες περιγραφές του ταξιδιού, του τοπίου, του χώρου, της λειτουργίας, των πιστών και -πάνω απ' όλα- της κίνησης του πλήθους.
Τσαρδάκια που στήνονται, γεύματα που παρατίθενται εκ των ενόντων, νυχτερινό ψάρεμα στο ποτάμι, δήγματα φιδιών, κρίσεις επιληψίας, ψαλμωδίες, επικλήσεις, δεήσεις, κραυγές, η ξαφνική πυρκαγιά και η επακόλουθη μπόρα, το ποτάμι, το τρένο που κουβαλάει πτώματα ανταρτών -όλα αυτά συντίθενται με μαεστρία και ενάργεια, ώστε ο αναγνώστης να μεταβάλλεται (χωρίς να το αντιληφθεί) σε θεατή συναρπαστικών σκηνών, τις οποίες αδυνατεί να προσδιορίσει πότε και πού συμβαίνουν... Διαρκούσης της αφηγήσεως; Κατά το απώτερο παρελθόν; Στην πραγματικότητα; Εν ενυπνίω;
ΗΛΙΑΣ Χ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 30/01/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις