0
Your Καλαθι
Μη σκεπάζεις το ποτάμι
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Τριάντα ακριβώς χρόνια μετά την πρώτη ποιητική του απόπειρα, την «Εβδομη Συμφωνία» του, ο Μαρκόπουλος ελάχιστα φαίνεται να έχει μετακινηθεί από τον προσφιλή του λυρισμό. Μπορεί αυτός ο λυρισμός να είναι πλέον εξαιρετικά ώριμος, απαλλαγμένος από την αφέλεια και τον ακραίο πεσιμισμό εκείνης της εφηβικής ηλικίας, δεν παύει όμως οι ρίζες του να είναι ίδιες με εκείνες των νεανικών του ποιημάτων. Μετά το ορόσημο των «Πυροτεχνουργών» (1979), η στροφή του στο ένδον τοπίο του ανθρώπου συντελείται οριστικά. Ακόμα και όταν μιλά για εξωτερικά πράγματα εκείνο που τον ενδιαφέρει δεν είναι παρά τα τρομερά «βουνά της ψυχής». Όπως στο ποίημα που ανοίγει τη συλλογή (Η φοβερή πατρίδα μου). Το εξωτερικό τοπίο δεν κάνει τίποτε άλλο από το να υποβάλλει άπειρες παραμορφωτικές θεάσεις των προσώπων, που παγιδευμένα σ΄ αυτό παίζουν τον τραγικό τους ρόλο, με μια καταπληκτική συνείδηση του παρόντος αλλά και του μέλλοντος που ήδη σαρκώνεται απειλητικό μπρος στα μάτια τους. Η πατρίδα μπορεί να είναι απόκρημνη, ζοφερή και αποπνικτική αλλά ο ποιητής δεν μπορεί να την προσεγγίσει παρά με μια τρυφερότητα σχεδόν ερωτική. Μέσα από το ρημαγμένο της τοπίο αναδύονται σαν προκατακλυσμιαία θηρία τα κομμάτια της δικής του προσωπικής ζωής. Όπως οι έρωτες, για παράδειγμα, που παρά την υμνητική και νοσταλγική διάθεση του ποιητή - ενός από τους πιο αισθαντικούς που έχουμε - προς κάτι πού έχασε, δεν παύουν να παίρνουν μια άγρια όψη, να μυρίζουν σφαγείο. «Το καράβι είσαι που ετοιμάζεται να σαλπάρει/ αφού πρώτα έσπειρε το κακό, / η νάρκη που την παίρνει για ρολόι ο ατυχής/ και αυτή του κόβει τα τρία από τα πέντε δάχτυλα»... λέει στην Αλκηστη, από τα πιο ολοκληρωμένα - μαζί με τις «Επιστολές 1,2 και 3 στον Δ. Π. Παπαδίτσα» - ποιήματα του βιβλίου. Γιατί ο Μαρκόπουλος είναι πάνω απ΄ όλα ποιητής ερωτικός. Αυτό το διαπιστώνει κανείς και στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, τις «Διαβάσεις Πεζών», όπου πειραματίζεται ξανά, προσπαθώντας να επαναπροσδιορίσει τα όρια της καθαρής ποίησης και της καθαρής πεζογραφίας - από το πόσο αυτή η τελευταία τον απασχολεί και στα προηγούμενα βιβλία του, καταλαβαίνουμε πως έχει μαζί της και θα εξακολουθήσει να έχει ανοικτούς λογαριασμούς - του παραμυθώδους λόγου και της στεγνής, τέλος, παράθεσης των γεγονότων. Εδώ, όλα τα διευθετεί το χέρι ενός αθέατου σκηνοθέτη - οι περσόνες συμμετέχουν σε μια παράσταση που με προεξάρχοντες του χορού τη μάνα και τον πατέρα - η μορφή «εκείνου του γέροντα» υπερτερεί κατά κράτος της πρώτης - κορυφώνεται σε μια σημαδιακή στιγμή φονικού, όπως ακριβώς στην αρχαία τραγωδία. Και το αίμα που χύνεται ( με όποια μορφή κι αν γίνεται αυτό) παίζει για κείνον τον ίδιο ακριβώς ρόλο: καθαρίζει το άγος των ανθρώπινων ανομιών (διάβαζε: ατελειών) και προετοιμάζει έναν κόσμο πιο κοντά στα αξιώματα και τους ρυθμούς της ποίησης.
Δημήτρης Χουλιαράκης
ΤΟ ΒΗΜΑ, 24-01-1999
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις