0
Your Καλαθι
Στο σχολείο με χαρτί και καλαμάρι
Περιγραφή
Γραφή και ανάγνωση, γραμματική και αριθμητική, ρητορική και γεωμετρία, φιλοσοφία, μουσική και αστρονομία. Να, τι μλετούσαν οι μαθητές στα βυζαντικά σχολεία...
Στις αίθουσες δεν υπήρχαν θρανία. Λίγοι τυχεροί κάθονταν στις αναβάθρες, ξύλινες ψηλές καρέκλες τοποθετημένες η μία δίπλα στην άλλη, ή σε σκίμποδες, δηλαδή σκαμνάκια.
Έγραφαν με στύλον ή γραφείον, που είχε μυτερή ακίδα στο ένα άκρο, ώστε τα γράμματα να χαράσσονται εύκολα, και πεπλατυσμένη στο άλλο, για να σβήνουν.[...]
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η εποχή της ρομαντικής ανάπλασης του βυζαντινού κόσμου, με όλο εκείνο το σύστημα των παρωχημένων αξιών τις οποίες οι ιδέες του διαφωτισμού είχαν βάλει στο περιθώριο, έχει παρέλθει. Οι συγκινητικές προσπάθειες του λαμπρού εραστή του Βυζαντίου Φαίδωνος Κουκουλέ, που αποσκοπούσαν στη διάδοση του ενδιαφέροντος για τον πολιτισμό του Βυζαντίου, έμελλαν αναδρομικά να καρποφορήσουν, όχι τόσο από τα μέσα που χρησιμοποίησε ο ίδιος ακόμη και για την προσέγγιση του ευρύτερου κοινού (ας θυμηθούμε τη λογοτεχνική του έκφραση «βυζαντινό παραμύθι» στην εξαίρετη σειρά των πράσινων βιβλίων του Συλλόγου προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων), αλλά από την ανατροπή των πραγμάτων μέσα από την ανάγκη μιας νέας προοπτικής που καθιστά πλέον επίκαιρη την ενασχόληση με το Βυζάντιο.
Την ανάγκη αυτή διέβλεψαν οι εμπνευστές της σειράς «Στους δρόμους του Βυζαντίου» του εκδοτικού οίκου Καλειδοσκόπιο, σειρά που έχει για την ώρα προσφέρει τρία βιβλία: α) της Ελένης Σταμπόγλη Πρόσκληση σε Γεύμα, 1997, β) του Ταξιάρχη Κόλια ...Απ' των Κάστρων τις Χρυσόπορτες, 1998 και γ) του Θάνου Μαρκόπουλου Στο σχολείο με... χαρτί και καλαμάρι, 1999. Το ενδιαφέρον μας σήμερα στρέφεται σε αυτό το νέο δημιούργημα της σειράς, που ο θεματικός πυρήνας του αγγίζει ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ζητήματα γνώσης και κατανόησης του Βυζαντίου, το διαρκώς επίκαιρο θέμα της εκπαίδευσης.
Η βυζαντινή κοινωνία ήταν βασισμένη στην πατριαρχική οικογένεια και στην πειθαρχημένη οργάνωση μαζικών επαγγελματικών σταδιοδρομιών που προϋπέθεταν εκπαίδευση (δασκάλων, νοταρίων, γιατρών, κληρικών, αξιωματούχων του κράτους, φοροεισπρακτόρων). Το άτομο έπρεπε να κινηθεί ελεύθερα μέσα από την ιδιωτική πρωτοβουλία για να αποκτήσει τα προσόντα εκείνα που θα του εξασφάλιζαν θέση στην ανώτερη κοινωνική τάξη ή στην ελίτ της πνευματικής ιεραρχίας. Το πόσο θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί ένας νέος τις διαθέσιμες προσβάσεις που θα του επέτρεπαν αυτή την κοινωνική άνοδο είναι ένα θέμα που εξαρτιόταν τόσο από την πνευματική του συγκρότηση όσο και από τις κοινωνικές προϋποθέσεις. Γι' αυτό και η παρακολούθηση της πορείας ενός ατόμου αλλά και της ίδιας της εκπαιδευτικής διαδικασίας συγκροτούν ένα περιεχόμενο ελκυστικό στο βιβλίο που λειτουργεί σε δύο επίπεδα. Στο πρώτο και οφθαλμοφανές παρακολουθεί κανείς την αφηγηματική ιστορική πρόσβαση, τις διαπιστώσεις και την αποκρυστάλλωση των γνώσεων· στο δεύτερο, διεισδύει και συμμετέχει στη «σύγχρονη» αγωνία του πνευματικού προλεταριάτου, όταν πλεονάζει ο αριθμός τους στην απαιτούμενη ζήτηση.
Μια γενική προσέγγιση του σχολικού προγράμματος και των βασικών κύκλων σπουδών, της προπαιδείας και της εγκυκλίου παιδείας των βυζαντινοπαίδων, παρέχει τη δυνατότητα στον συγγραφέα να θίξει από την πρώτη κιόλας ενότητα ζητήματα ηλικιακής ωριμότητας και χρόνου σπουδών, συνεκπαίδευσης των δύο φύλων, ωρολογίου προγράμματος και διδάκτρων. Στην επόμενη ενότητα παρουσιάζονται τα προβλήματα οργάνωσης και λειτουργίας ενός βυζαντινού «σχολείου». Στην ενότητα «Οι μαθητές» αποτυπώνεται η εικόνα της μαθητικής συμπεριφοράς και των διαχρονικών συνηθειών (σκασιαρχείο), αλλά και της παιδαγωγικής συμπεριφοράς του διδασκάλου.
Στα «Πρώτα γράμματα» παρουσιάζεται στον αναγνώστη η μέθοδος μάθησης που εφάρμοζε ο γραμματιστής για τη διδασκαλία του αλφαβήτου και την εμπέδωση των τεσσάρων αριθμητικών πράξεων με τη χρήση του ψαλτηρίου ως σχολικού αλφαβηταρίου (συνήθεια που διατηρήθηκε ως την εποχή της τουρκοκρατίας) και του άβακα ως αριθμητηρίου. Ο δεύτερος κύκλος σπουδών, η εγκύκλιος παιδεία, περιελάμβανε ένα θεωρητικό και ένα πρακτικό πρόγραμμα. Στο πρώτο διδασκόταν η τριτύς (γραμματική, ρητορική, φιλοσοφία) και στο άλλο η περίφημη τετρακτύς (αριθμητική, μουσική, γεωμετρία και αστρονομία). Η αλληλοδιδακτική μέθοδος με τη συνδρομή των έμπειρων μαθητών (έκκριτοι ή επιστατούντες) εφαρμοζόταν με την εποπτεία του γραμματικού ή μαΐστορος υπεύθυνου διδασκάλου. Στη διδασκαλία της λογοτεχνίας κυριαρχούσε ο Ομηρος και οι αρχαίοι τραγικοί, ενώ παράλληλα διδάσκονταν αποσπάσματα αρχαίων ποιητών και πεζογράφων αλλά και μεταγενέστερων χριστιανών συγγραφέων. Η μέθοδος μελέτης ήταν επίσης καθορισμένη: διόρθωσις, ανάγνωσις, εξήγησις και κρίσις συνιστούσαν τα στάδια πρόσληψης και εμπέδωσης του διδασκόμενου κειμένου. Στη ρητορική τα προγυμνάσματα (ασκήσεις δηλαδή για τη συγγραφή μικρών κειμένων) αποτελούσαν την κύρια φροντίδα των εκκολαπτόμενων ρητόρων με βοήθημα το πολυδιαδεδομένο εγχειρίδιο του ρήτορα Αφθόνιου (4ος-5ος αιώνας μ.Χ.). Η άλγεβρα, η γεωμετρία και η αστρονομία διέθεταν τα δικά τους διδακτικά εγχειρίδια: την Αριθμητική του Πυθαγόρα και του Διόφαντου, τη Γεωμετρία του Ευκλείδη και τα Φαινόμενα του Αρατου, το καταστάλαγμα της αρχαιοελληνικής σκέψης. Έτσι ολοκληρωνόταν ο κύκλος των σπουδών από όπου ο ενδιαφερόμενος θα μπορούσε να συνεχίσει την επιστημονική κατάρτισή του στη φιλοσοφία, με σκληρή ατομική προσπάθεια αν υπήρχε ο έμφυτος ζήλος. Το βιβλίο όμως δεν εξαντλεί τη θεματική του στα πνευματικά ζητήματα του σχολείου. Απλώνεται και εξετάζει τον κόσμο της ύλης του, τα «σύνεργα της γραφής», δηλαδή τη γραφίδα (στύλος, κάλαμος), το καλαμάρι (κανίκλειον), την ύλη γραφής (πάπυρος, περγαμηνή) και τα συνοδευτικά όργανα (κανόνας, σχεδάρια, μάρσιπος) της μαθητικής σκευής, καθώς και το πιο υλικό από όλα και πάντα επίκαιρο, το θέμα των διδάκτρων. Παρακολουθεί επίσης την επαγγελματική αποκατάσταση των αποφοίτων και παρουσιάζει το μοντέλο ενός μεγάλου δασκάλου στο Βυζάντιο, τη μορφή του Λέοντα Φιλοσόφου ή Μαθηματικού.
Από τη διεξοδική παρουσίαση της εκπαίδευσης στο Βυζάντιο δεν παραβλέπεται η σημασία της γραφής. Ο μεταχαρακτηρισμός των παλαιών βιβλίων που ήταν γραμμένα σε μεγαλογράμματη γραφή και συντελέστηκε κατά τον 8ο-9ο αιώνα με την εμφάνιση της μικρογράμματης έδωσε μεγάλη ώθηση στην παραγωγή του βυζαντινού χειρογράφου, του βιβλίου δηλαδή του ελληνικού μεσαίωνα που στήριξε τη συγκρότηση ατομικών ή δημόσιων βιβλιοθηκών και ανέδειξε γνωστούς βιβλιόφιλους λογίους και διανοουμένους σε διάφορα κέντρα της αυτοκρατορίας. Όταν οι συνθήκες δυσκόλεψαν την παραμονή στους παραδοσιακούς χώρους, οι λόγιοι μετέφεραν έναν ολόκληρο πολιτισμό που μπόλιασε τη μεγάλη ευρωπαϊκή Αναγέννηση. Το χρήσιμο γλωσσάρι, η αντιστοιχία του αριθμογραφικού συστήματος των βυζαντινών με το ελληνικό και ένα επιλεγμένο χρονολόγιο που καταγράφει τα πιο σημαντικά ιστορικά και πνευματικά γεγονότα του Βυζαντίου ολοκληρώνουν το στέρεο μαθησιακό υλικό της γραφής του έργου, που διανθίζεται με επίλεκτα μεταφρασμένα αποσπάσματα αυθεντικών μαρτυριών, συμβάλλοντας σε μια θαυμαστή ποιότητα συγγραφής.
Στο εξαίρετο από εκδοτική άποψη επίτευγμα, η τυποτεχνική αρτιότητα δεν πιστοποιείται μόνο από την υψηλή ευθύνη προς το αναγνωστικό κοινό, (ομολογώ ότι δεν μπόρεσα να βρω τυπογραφικό σφάλμα), αλλά ενισχύεται από την αυστηρή επιλογή και την εκπληκτική χρήση εικόνων, χρωμάτων και όλων εκείνων των στοιχείων που διακοσμούν τις σελίδες του με ένα ποικιλόμορφο εποπτικό υλικό, βασισμένο κατά κύριο λόγο στον εικονογραφικό πλούτο των βυζαντινών χειρογράφων.
Βασίλης Κατσαρός, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 26-09-1999
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις