0
Your Καλαθι
Το ακόντιο
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Οταν η Ανθή Μαρωνίτη έκανε, πριν από ακριβώς δέκα χρόνια, την πρώτη εμφάνισή της στην ποίηση, η δουλειά της ήταν ήδη ώριμη και ολοκληρωμένη. Κανένας (έστω και μικρός) δισταγμός στην έκφρασή της, καμία (ακόμη και περιορισμένη) δυσκολία στη χρήση της γλώσσας και των εικόνων της, ούτε μία (έστω και τυχαία) ολισθηρή στιγμή στη στιχοποιία της. Από το «Λίγο πριν κόψει το χαμόγελο» (1997) μέχρι το σημερινό «Ακόντιο» μεσολάβησαν άλλες τρεις συλλογές («Ο ρυθμός ζεστός», 2000, «Ξύλα υγρά», 2002, και «Τρεις φωνές», 2004), χωρίς να μεταστραφεί διόλου η πορεία μιας ποίησης η οποία ξέρει να ανεβοκατεβαίνει σε όλες τις κλίμακες του αισθήματος και της συγκίνησης, χωρίς να βιάζει ποτέ και κατά το παραμικρό τη φωνή της.
Στο «Ακόντιο» η Μαρωνίτη παρακολουθεί με ακρίβεια επιστημονικού παρατηρητή την εσωτερική περιπέτεια της ανθρώπινης ύπαρξης: το πάθος για τη ζωή, που πετσοκόβεται από δεκάδες αδιόρατες, αλλά εξαιρετικά επίμονες και οχληρές δυσκολίες, την προσπάθεια για προσέγγιση του άλλου, που υπονομεύεται από την αυτοαπομόνωση και τον αυτοεγκλεισμό όλων, τη γοητεία του άφατου, που μπορεί να κρύβει τις πιο επικίνδυνες παγίδες, την επιστροφή των νεκρών, που δεν γίνεται ποτέ να συμβεί με ανώδυνο τρόπο, τον συγκλονισμό μπροστά στην επίγνωση της ματαιότητας του οιουδήποτε ζωτικού στοιχήματος, τη διαρκή κίνηση μέσα στον χρόνο, που παλεύει αδιάκοπα με τη συσσωρευμένη εμπειρία, την προσκόλληση στη θεραπευτική δύναμη των οσμών και των χρωμάτων με φόντο ένα τοπίο στο οποίο καραδοκούν η καταστροφή και ο θάνατος.
Μόνιμα τραύματα
Ολα αυτά τα μόνιμα τραύματα (οι βαθιές χαρακιές σε ένα δέρμα άκρως ευαισθητοποιημένο στις μεταβολές της θερμοκρασίας η οποία το επηρεάζει) θα μπορούσαν εύκολα να καταλήξουν σε ένα γενικό θρηνητικό σχήμα για τη μοίρα της ψυχής σε έναν άξενο και επίβουλο κόσμο, από τον οποίο απουσιάζει η οποιαδήποτε στάλα δροσιάς και ξεκούρασης, ακόμη κι όταν δεν έχουμε αποφασίσει να αποσυρθούμε από την τυραννική επικράτειά του. Στην περίπτωση, ωστόσο, της Μαρωνίτη η διαδρομή την οποία παίρνουν τα πράγματα σχηματίζεται με έναν σαφώς πιο περίπλοκο και εκλεπτυσμένο τρόπο. Μπαίνοντας, όπως το έλεγα και πρωτύτερα, στη θέση ενός οιονεί επιστημονικού παρατηρητή, η ποιήτρια δεν βιάζεται ουδόλως να καταναλώσει τα αισθήματά της. Και για να επιτύχει κάτι τέτοιο καταφεύγει στην ασφάλεια της εξ αποστάσεως περιγραφής των αντικειμένων και των χώρων της.
Τόσο η φυσική όσο και η τεχνητή (η κατασκευασμένη) πραγματικότητα εμφανίζονται στον στίχο της Μαρωνίτη με την αξίωση μιας κατ' αρχάς ρεαλιστικής καταγραφής και προβολής. Σπίτια και χέρια ή παλάμες, ξωκλήσια και καρφίτσες, γόνατα και χαραμάδες, νάρκισσοι και καμέλιες, βαμβάκια και μάρμαρα, αλλά και το φως ή ο αέρας που εισβάλλουν παντού και γεμίζουν με την άπιαστη υπόστασή τους τα κενά του περίγυρου, γίνονται εν προκειμένω τα σίγουρα σημάδια μιας περιεκτικής υλικότητας, τα σήματα ενός ευδιάκριτου οργανικού συνόλου, στο εσωτερικό του οποίου τείνουν να συναντηθούν και να συνδεθούν όλα τα χειροπιαστά στοιχεία της καθημερινότητάς μας.
Εμπράγματη ποίηση; Οχι ακριβώς -και πίσω από αυτό το «όχι ακριβώς» θα εντοπίσουμε αμέσως τη στρατηγική επί τη βάσει της οποίας η Μαρωνίτη απομακρύνεται υπογείως και χωρίς εξωτερικές προειδοποιήσεις από τον ρόλο του επιστημονικού παρατηρητή, για να μεταφέρει βαθμιαία το σύμπαν της στο πεδίο μιας καθαρώς εσωτερικής θέασης, όπου η υλικότητα για την οποία μιλούσαμε πρωτύτερα, υπονομεύεται από τους σπασμούς οι οποίοι αρχίζουν να καταλαμβάνουν σιγά σιγά το σώμα του ποιητικού υποκειμένου ενόσω φέρνει στην επιφάνεια τα πραγματικά πορίσματα των ανακαλύψεών του, που δεν είναι άλλα από τα χαρακώματα στα οποία έχουν ριχτεί η φαντασία και η μνήμη: χαρακώματα στα οποία θα παραμείνουν εσαεί, δοκιμάζοντας δίχως αποτέλεσμα, να ξορκίσουν τα φαντάσματά τους.
Ελεγχόμενη ένταση
Η φαντασία και η μνήμη: αυτοί είναι οι δύο κεντρικοί πυλώνες της ποίησης της Μαρωνίτη, που ζεσταίνει τόσο τον λόγο όσο και την εικονοποιία της με μιαν ένταση η οποία μεγαλώνει ελεγχόμενα από στίχο σε στίχο και από στροφή σε στροφή μέχρι να συντονιστεί πλήρως με τα σκηνικά της δρώμενα και να αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της λειτουργίας τους: «Σκοτάδι σαν ανακούφιση / σαν απειλή / στο τζάμι το στρώνει / ο χώρος στενεύει / κερδίζει σε βάθος / πνίγοντας τις φωνές της μέρας / τώρα με το άλλο φως / μικροί τόποι εξαπάτησης / κρυφοί ηδονικοί / τώρα με την άλλη μουσική / μπορεί να σου ραγίσει την καρδιά / ένας εφέστιος θεός ευλόγησε / στο ποτήρι το κόκκινο ρουμπί / άρωμα κουφοξυλιάς και δεντρολίβανο / ορυκτό φυτό σώμα έμψυχο / μετάλλαξη και ρέει στις φλέβες / εδώ ένα δωμάτιο προλήψεις / το ψέμα της εικόνας αφετηρία / παχύρρευστες σκιές ποτέ μαύρες / φως λιγοστό από ολόψυχες χαρακιές / ζωγραφική όπως επάλληλη οροσειρά / ο αγαπημένος από τη Φλάνδρα / ανεξήγητη πυκνότητα - τώρα στις λέξεις / μαζί η έλξη ο πόνος / βαδίζω σ' αυτές τις πέτρες / έχω πολύ δρόμο να ελευθερώσω τη λύπη / φόβους που συνωστίζονται / ο μελλοντικός χρόνος λίγος / - βρέχει / βροχή και νύχτα, γρήγοροι ταξιδευτές».
Σε μιαν εποχή κατά την οποία η ποίηση επανέρχεται δυναμικά στη δημόσια συζήτηση, ενώ οι νεότερες γενιές επείγονται να αναλάβουν εκ νέου δράση, είναι πάρα πολύ παρήγορο να βλέπουμε τους ωριμότερους να πορεύονται με συνέχεια και συνέπεια στον δρόμο τους, δημιουργώντας τις καλύτερες και τις πλέον γόνιμες προϋποθέσεις για ό,τι μέλλεται να ακολουθήσει. Οπως κι αν έχει, ένα σημαντικό ποιητικό βιβλίο.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 09/03/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις