0
Your Καλαθι
Τρεις φωνές
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
τότε ο χρόνος εικόνες αποτρόπαιες
πλάκωναν το λόγο
τώρα ο λόγος με δεκανίκια
και απών ο χρόνος
Σελ. 11 του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Μικρό σε έκταση αλλά μεστό το έργο της Ανθής Μαρωνίτη. Στις τρεις όλες και όλες όψιμες ποιητικές συλλογές της έρχεται τώρα να προστεθεί ακόμη μία. Οι Τρεις φωνές διαφοροποιούνται από τις προηγούμενες, αλλά μόνο ως προς τη μορφή. Το περιεχόμενο δεν παραλλάσσει: η ίδια πυρετική βίωση της ζωής, το ίδιο κάποτε παραμυθητικό νανούρισμα της ψυχής, η ίδια υποβόσκουσα απειλή, το ίδιο αγνάντεμα κόσμων πέρα από το στενό πλαίσιο του πραγματικού που μας περιβάλλει: «Αν πας βαθιά, πολύ βαθιά / πώς ξαναβγαίνεις πάλι επάνω / πώς κάνεις να μιλήσει η σιωπή· / κι αν διώξεις τις σκιές / τι κάνεις με το απλό κενό· / θ' ανασυρθούν μόνες τους οι σκιές / με χέρι γυμνό θα τις αναγνωρίσεις / έτοιμο να καεί / στη φλόγα του μικρού κεριού» αποφαίνεται αίφνης η φωνή B.
Σε αυτό το θεατρικής υπόστασης πνευματικό παιχνίδι που σκαρώνει η ποιήτρια, οι φωνές εκείνες επιφορτίζονται να υφάνουν τον καμβά της ζωής, σαν άλλες υφάντρες, στον υπερφυσικό αργαλειό της μοίρας. Πασχίζουν να περιγράψουν τη «χοντροκομμένη φάρσα» του βίου, με το αέναο πηγαινέλα των λέξεων. Το μόνο όμως που καταφέρνουν, έτσι όπως φυτρώνουν μέσα από αυτή την εφιαλτική γεωμετρία του χάους, είναι να αποκαλύπτουν διαρκώς νέες αβύσσους, τενάγη που απειλούν να καταποντίσουν την ύπαρξη. Μπολιασμένη με ιστορικές αναφορές, η ποίηση της Ανθής Μαρωνίτη μνημειώνεται δραματικά όταν αφήνει μέσα στα γρανάζια των συλλογικών έργων να παρεισφρέουν πρόσωπα, στιγμές, λεπτομέρειες - όλα εκείνα που συγκροτούν την περιοχή του ιδιωτικού: «Ξάγρυπνη στο κρεβάτι / φέτα διαδρόμου φωτισμένη / απ' το χωνί του τρόμου / πιάνω λέξεις: μόνος / - από - μετά -/ κλείνω τα μάτια, καμιά εικόνα / δεν αντιστοιχεί / σπασμένες συλλαβές / ποτάμι ήχου / ήσυχα κολυμπώ / το κακό ξορκίζοντας» (Φωνή Γ).
Συνδέοντας το συλλογικό με το ατομικό, πειραματίζεται με τις δυνατότητες, δοκιμάζοντας συγχρόνως τις αντοχές του υλικού της, που ακούει στο όνομα άνθρωπος. Αλίμονο, ενός υλικού τόσο τρωτού και τόσο φτενού όσο λίγα. Ενδεικτικό και το δυσοίωνο μότο του βιβλίου της, δανεισμένο από τον σαιξπηρικό Βασιλιά Ληρ: «Οσο μπορείς και λες: Να το χειρότερο, / δεν έχεις ζήσει ακόμη το χειρότερο».
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 25-04-2004
ΚΡΙΤΙΚΗ
Εμπιστευόμενη την τεχνική της ακραίας πύκνωσης και θυμίζοντάς μας ότι πιθανότατα η Ιστορία να μην είναι τίποτε άλλο παρά η ιστορία του διαφορετικού τονισμού μερικών μεταφορών, όπως υπογράμμιζε συχνά ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, η Ανθή Μαρωνίτη ανάγει αυτό που είθισται να καταχράται η στιχουργική του συρμού σε παλλόμενο μονοκύτταρο έργο. Ας δούμε συνοπτικά πώς. Τα τρία κύρια ανδρικά ονόματα του τέταρτου αυτού ποιητικού βιβλίου της παραπέμπουν ευθέως σε αντίστοιχους εννοιολογικούς κώδικες. Προέρχονται από την ομηρική και ιουδαϊκή παράδοση, συγκληρώνοντας εμφανή και αφανή σημειολογικά δεδομένα. Είναι δηλαδή ονόματα με απώτερη αναγνωστική χρήση. Δύο δηλώνονται αμέσως -πρόκειται για τον «Εκτορα πριν φύγει να πεθάνει» (βλ. σελ. 18) και τον «μικρό Δαβίδ»(βλ. σελ. 29). Το τρίτο όμως τεκμαίρεται, είναι ο παγκοσμίως γνωστός Αμερικανοεβραίος μουσικοσυνθέτης Μπομπ Ντίλαν, οι στίχοι του οποίου «blowing in the wind/my friend, blowing in the wind», που ακούστηκαν για πρώτη φορά πριν από περίπου τέσσερις δεκαετίες, συνιστούν την απρόσμενη, αλλά λειτουργική κατακλείδα του βιβλίου. Ο ημερολογιακός χρόνος ορίζεται μεταξύ ενός Αυγούστου, όπου «βουλιάζουν βήματα και λέξεις» (βλ. σελ. 17), κι ενός χειμώνα, όπου «αιχμάλωτοι μιας μυστικής συνεύρεσης/ άντρες γυναίκες παιδιά συνέρρεαν κυκλωτικά/ από νωρίς μια κίνηση νοσοκομείου/ φάρμακα τρόφιμα χαρτιά/ έπεφτε ύπουλο το βράδυ υγρασία ερήμου» (βλ. σελ. 30).
Στη σκηνή «όλα τώρα γίνονται αφήγηση/ εντοπίζοντας πλεονεκτήματα μέσα στο κακό [...] οι μνήμες σπαράγματα σαν πίνακες/ κρατούν ζηλότυπα τα φωτεινά και σκοτεινά τους μέρη», ενώ ηχεί από σελίδα σε σελίδα «ένας λόγος με δεκανίκια» (βλ. σελ. 11). Στη συνέχεια, τα πάθη ενός προφανώς πολιτικού κρατούμενου, που «ανάποδα τον κράτησαν/ όρθιο από τα πόδια/ ρυάκια κόκκινα τα μαλλιά του» (βλ. σελ. 18) αποδελτιώνονται συστηματικά. Η ερμητική, άκρως αφαιρετική αυτή γραφή θέλει τόσο να αποτυπώσει συλλογικά δεινά, ειδεχθείς σολοικισμούς και υστερίες ολιγαρχικών όσο και να συντονιστεί συνειδητά με το ειδικότερο συνωμοτικό κλίμα, που επικρατούσε τότε «όταν ξεπέσαμε σε πονηρούς καιρούς/ ο ρήτορας με στόμφο κραύγασε/ σχήματα λόγου σκουριασμένα/ βαλσαμωμένα όργανα μεσαιωνικά/ μπερδεύτηκαν με άμφια/ και βασιλική πορφύρα» (βλ. σελ. 12). Οι τρεις φωνές -Α (ανδρός), Β (γυναικός) και Γ (μάλλον αυτή του αφηγηματικού παντεπόπτη)- με τη συσταλτική, αυτοελεγχόμενη πάντα εκφορά τους προβάλλουν μεταπολεμικές μας περιπέτειες, καυτηριάζουν το αυταρχικό πολιτειακό καθεστώς της περιόδου 1967-1974 και αναδεικνύουν ένα μεμονωμένο τραγικό από κάθε άποψη συμβάν σε εμφυλιακό επεισόδιο γενικότερης εμβέλειας. Συνεπώς η Ιστορία θα διαβαστεί άλλη μια φορά ως ο μέγας εφιάλτης, όχι ως εξιλασμός, ή ως πληροφοριακό ρομάντζο. Οι πρόσφορες συνδηλώσεις, οι συχνοί υπαινιγμοί, οι κοινές ενδοδιηγητικές αφορμές και οι έμμεσες πλην σαφείς κοινωνικοπολιτικές ενδείξεις μάς μεταφέρουν προοδευτικά στο εσωτερικό του αιμάσσοντος Πολυτεχνείου, το οποίο, αν και δεν κατονομάζεται -πάγια τακτική της Ανθής Μαρωνίτη να κυριολεκτεί δείχνοντας και όχι να αναλίσκεται στην αναμόχλευση του περιττού ή του τετριμμένου- αποτελεί το μείζον κέντρο της ποιητικής εικονοποιίας. Είναι δηλαδή ο λάλων Τόπος.
Ο βίαιος αποχωρισμός τού Α από τη Β, σε συνέχεια της συντονισμένης δράσης των διωκτικών αρχών, είναι ο άλλος εμφανής πόλος των δρώμενων. Οι συνθήκες της εκατέρωθεν μόνωσης περιγράφονται διαδοχικά με τη συνήθη ακρίβεια. Η ρητορεία του εγώ είναι η ρητορεία του βασανιστικού, διακεκομμένου, αλλά σημαίνοντος ψιθύρου. Η αντίστιξη τίθεται άλλη μια φορά στην υπηρεσία της προώθησης του μηνύματος. Η ποίηση δρα, με άλλα λόγια, και ως εγχειρίδιο πολιτικής αγωγής. Ο Α και η Β (υπόθεση εργασίας: ο Δημήτρης και η Ανθή Μαρωνίτη) θα φορέσουν τα προσωπεία του Εκτορα και του Δαβίδ, θα αρθρώσουν έναν νηφάλιο αντι-λόγο, θα αντιπαρέλθουν τους γραφικούς απογόνους των Τριάκοντα Τυράννων και θα αφεθούν μακροπρόθεσμα στη σαγήνη του ιαματικού αέρα, που ξέρει να ανακουφίζει ευεργετικά, όχι μόνον το βεβαρημένο από τη μόλυνση αστικό περιβάλλον μας, αλλά και το πολύπαθο εγώ. Ετσι ακούγεται, έτσι φυσά επιλογικά ο αήρ-άνεμος-αιθήρ-μπομπ ντιλανικός «wind». Παραθέτω ενδεικτικά: «χτίζεται το σώμα εγκλωβισμένο/ επινοεί στρατηγικές μιας δήθεν ζωής/ ολισθαίνουν οι αισθήσεις στο λίγο που χαρίζεται [...] ο απών σωματικά/ παρών σε γράμματα ψαγμένα/ λέξεις στέρεες βασανισμένες/ αδιαπέραστες στο μάτι το καχύποπτο/ εγώ έχω το κλειδί/ ανοίγω και μιλούν την άλλη γλώσσα» (βλ. σελ. 20 επ.). Η καταλλαγή δεν σημαίνει βεβαίως απονέκρωση ούτε μαζοχιστική άγνοια. Το αντίθετο -ο ποιητικός λόγος θα απαντήσει με τη σειρά του στο διαχρονικό ερώτημα του Νίτσε «Σε ποιο βαθμό αντέχουμε να αφομοιώσουμε την αλήθεια;». Με επάρκεια και σαφήνεια η γραφή αποφαίνεται: «γιατί μεμιάς το παρελθόν όταν αδειάσει/ ο θάνατος έχει έρθει/ ωστόσο κρύσταλλο πυρρό η πείρα εκείνη/ λάμπει σε υπόγεια σκοτεινά» (βλ. σελ. 34).
Σε εποχές σαν τη σημερινή, όπου η ποίηση στις καλύτερες περιπτώσεις φυγαδεύεται στα πίσω ράφια των βιβλιοπωλείων, η ολοκληρωμένη αισθητικά πρόταση της Ανθής Μαρωνίτη συνιστά ασφαλώς πράξη στοχαστικής αγρυπνίας.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 06/08/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις