0
Your Καλαθι
Κατά συρροήν
Μια αστυνομική νουβέλα
Περιγραφή
Ενα τυχαίο παρατσούκλι και μια αρχαία ρήση συμβάλλουν στη λύση. Προηγουμένως, το μυστήριο έχει τεθεί από την εξαφάνιση (δολοφονία;) ενός μεταπτυχιακού σπουδαστή, το μοιραίο αυτοκινητικό ατύχημα ενός καθηγητή στη Σχολή Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ. και μια διάρρηξη για τη κλοπή τριών μοντερνιστικών πινάκων απροσδιόριστης αξίας.
Πως μπορεί να βοηθήσει στην αστυνομική έρευνα ένας αναπληρωτής καθηγητής ιστορίας της αναγεννησιακής τέχνης; Με την ικανότητά του να προσδιορίζει ακριβείς ταυτότητες από υπολείμματα μορφών σε ζωγραφικούς καμβάδες ή με το να ανασύρει ξεχασμένα περιστατικά από τον καμβά της μνήμης του;
Και τι τον κινητοποιεί στην προσφορά βοηθείας; Τα θέλγητρα μιας νεαρής υπαρχιφύλακος που εποφθαλμιά ταχεία προαγωγή, οι υποψίες ενός υπαστυνόμου που ανυπομονεί να προαχθεί σε αστυνόμο ή η διατήρηση ενός αδιατάρακτου βίου, που απαιτείται για τη δική του
εξέλιξη σε τακτικό καθηγητή;
Στο περιθώριο μιας ακαδημαικής ατμόσφαιρας, μεταξύ ειλικρίνιαςκαι υποκρισίας, παρωνυμιών και παρανομιών, πολλαπλών προσδοκιών και περιορισμένων εκπληρώσεων, υφαίνεται, όπως σε όλα τα αστυνομικά μυθιστορήματα, κι ένα φλερτ που είναι ταυτόχρονα ένα φλερτ με την αλήθεια: με τις κατά συρροήν ανατροπές και τις επανορθώσεις της.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ενας καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών Θεσσαλονίκης συνεργάζεται με την αστυνομία για την εξιχνίαση της εξαφάνισης ενός φίλου του. Με την υπόθεση σχετίζεται η κλοπή πινάκων ρωσικής πρωτοπορίας. Παρωδία ή roman a clef;
Ενθαρρυντικό και εξαιρετικά ελπιδοφόρο είναι το σχετικά πρόσφατο φαινόμενο της έκδοσης αστυνομικών μυθιστορημάτων ή με αστυνομικά στοιχεία στην πλοκή τους που έχουν γραφτεί από έλληνες συγγραφείς. Μετά τα βιβλία των Ανδρέα Αποστολίδη, Πέτρου Μάρκαρη, Πάρι Αριστείδη, Αργύρη Παυλιώτη, Γιάννη Παπαδόπουλου, Γιώργου Αλεξανδρινού, Λευτέρη Καπώνη, Μυρτώς Ταπανλή, ήρθε η σειρά του Πέτρου Μαρτινίδη να δώσει το δικό του δείγμα γραφής με το μυθιστόρημα «Κατά συρροήν». Δεν πρόκειται βεβαίως για αναβίωση, αναγέννηση, άνθηση και άλλα ηχηρά της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας, της οποίας τη χρυσή εποχή εγκαινίασε το 1953 ο Γιάννης Μαρής με το «Εγκλημα στο Κολωνάκι». Προτιμότερο είναι ίσως να χαρακτηριστεί απόπειρα, άσκηση και πειραματισμός, μια προσπάθεια να καταδειχθεί ότι και σε τούτη τη χώρα που η εθνική της βιβλιογραφία περιλαμβάνει έργα με αστυνομική πλοκή, γραμμένα από διαπρεπείς συγγραφείς, όπως «Ο συμβολαιογράφος» (1882) του Αλέξανδρου Ρ. Ραγκαβή ή το «Εγκλημα στο Ψυχικό» (1929) του Παύλου Νιρβάνα, καλλιεργείται με σχετική επιτυχία η αστυνομική λογοτεχνία.
Το φαινόμενο επομένως που παρατηρείται σε άλλες χώρες του κόσμου είναι κι εδώ ορατό τηρουμένων των αναλογιών μολονότι η αποδοχή του αστυνομικού μυθιστορήματος ως είδους με αξιώσεις δεν έχει γίνει ακόμη δυνατή, αν κρίνουμε από όσα αρνητικά γράφονται κατά καιρούς γι' αυτό. Δηλώνει, για παράδειγμα, ο Μένης Κουμανταρέας στο εξαίσιο αυτοβιογραφικό του κείμενο «Play» που περιέχεται στο βιβλίο του «Πλανόδιος σαλπιγκτής»: «... το να αφηγηθείς μια ιστορία μόνο και μόνο για ν' αποκαλύψεις ποιος είναι ο δολοφόνος, το θεωρούσα ανέκαθεν υποτιμητικό για την ανθρώπινη νοημοσύνη».
Βεβαίως η παγκόσμια αστυνομική λογοτεχνία εκτός από αριστουργήματα και έργα κλασικά πρόχειρα έρχονται στο μυαλό η «Φεγγαρόπετρα» (1868) του Ουίλκι Κόλινς και το «Φάντασμα της Οπερας» (1910) του Γκαστόν Λερού έχει να επιδείξει μια πληθώρα κακών βιβλίων, κάτι που δεν αναιρεί την αξία της, αν λάβουμε επιπλέον υπόψη ότι την έχουν καλλιεργήσει πνευματικοί άνθρωποι, όπως ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ο Φρίντριχ Ντίρενματ, ο Νόρμαν Μέιλερ, ο Ουμπέρτο Εκο, ο Μανουέλ Βάσκες Μονταλμπάν, και επηρέασε σε σημαντικό βαθμό σύγχρονους συγγραφείς σαν τον Ορχάν Παμούκ (βλ. το τελευταίο του μυθιστόρημα «Το μαύρο βιβλίο»).
Πρέπει λοιπόν να θεωρηθεί θετικό που στην Ελλάδα, ανάμεσα σε εκείνους οι οποίοι τολμούν να ασχοληθούν με το αστυνομικό είδος, εν μέσω καταιγισμού έκδοσης δήθεν κοινωνικών και δήθεν ερωτικών μυθιστορημάτων και μάλιστα εντός εχθρικού εδάφους οι εκδότες, οι κριτικοί, οι βιβλιοπώλες και οι αναγνώστες τα αντιμετωπίζουν με καχυποψία , βρίσκονται καταξιωμένοι στον χώρο τους συγγραφείς. Σε αυτούς προστέθηκε εσχάτως και ο Πέτρος Μαρτινίδης, καθηγητής θεωρίας και κριτικής της αρχιτεκτονικής και σχεδιασμού θεατρικών χώρων στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ έχει διδάξει επίσης στα Τμήματα Εικαστικών και Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών και στο Τμήμα Δημοσιογραφίας του ίδιου πανεπιστημίου. Το γεγονός δεν είναι περίεργο και μάλλον ήταν αναμενόμενο από καιρό, δεδομένου ότι ο ίδιος είναι συγγραφέας του σημαντικού και μοναδικού στον ελλαδικό χώρο θεωρητικού βιβλίου «Συνηγορία της παραλογοτεχνίας», μελέτης που αποτελεί προϊόν μόχθου, έρευνας και αγάπης για την αστυνομική λογοτεχνία, την επιστημονική φαντασία, τα κόμικς.
Ο πειρασμός να ασχοληθεί πρωτογενώς με το αστυνομικό είδος ήταν προφανώς μεγάλος για τον Πέτρο Μαρτινίδη, όταν μάλιστα στον τόπο μας κυκλοφορούν τόσο πολλά μεταφρασμένα αστυνομικά βιβλία γραμμένα από ξένους επιστήμονες. Ωστόσο στο τελευταίο κεφάλαιο του μυθιστορήματός του, κάτι μεταξύ επιλόγου, εξομολόγησης και απολογίας, υπονομεύει με δηκτικό τρόπο αυτή τη ροπή που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί μανία υπό μορφή επιδημίας όπως ενδέχεται να υποθέσει ο αδαής αναγνώστης αλλά έκφραση συμπάθειας ορισμένων διανοουμένων προς αυτό το παρεξηγημένο είδος. Σαρκάζων και αυτοσαρκαζόμενος, άρα υπερβολικός, γράφει ότι τα τελευταία 15 χρόνια δεν έμεινε πανεπιστημιακός «που να μην έχει δοκιμάσει να γράψει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με στοιχεία γύρω από την ειδικότητά του».
Το «Κατά συρροήν», τίτλος μάλλον ατυχής διότι παραπέμπει σε κατά συρροήν εγκλήματα ή σε κατ' εξακολούθησιν δολοφόνους, πράγμα που δεν συμβαίνει στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, θυμίζει γνωστά έργα ξένων συγγραφέων «Εύα» του Τζέιμς Χάντλεϊ Τσέιζ, «Ο ταλαντούχος κ. Ρίπλεϊ» της Πατρίτσια Χάισμιθ, «Ο φόνος του Ρότζερ Ακρόιντ» της Αγκαθα Κρίστι, «Ο χαμένος πίνακας του Ρέμπραντ» του Ολιβερ Μπανκς αλλά και το «Χωρίς ταυτότητα» του δικού μας Γιάννη Μαρή. Είναι όμως ένα καθαρώς ελληνικό μυθιστόρημα με χώρο δράσης τη Θεσσαλονίκη και ήρωες ανθρώπους που κινούνται εντός των ορίων της πόλης, συνδεόμενοι με το εκεί πανεπιστήμιο.
Ολα αρχίζουν όταν ο αναπληρωτής καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ, ειδικευμένος στην ιστορία της Αναγεννησιακής Τέχνης, Παύλος Μακρής δέχεται σπίτι του την επίσκεψη του υπαστυνόμου Ευγενίδη και της υπαρχιφύλακος Λήδας Παυλίδου που έχουν αναλάβει την εξιχνίαση της εξαφάνισης του Δημήτρη Σκούρου, ενός φίλου του. Στη συνέχεια ο καθηγητής και αφηγητής της ιστορίας με τη γαλλική κουλτούρα, τα ταξίδια, τη φιλοσοφική ενασχόληση, την αγάπη για την κλασική μουσική, συνεργάζεται με την «μπατσίνα» όπως αρέσκεται να την αποκαλεί , μια ωραιότατη κοπέλα, καλλιεργημένη, άριστη χειρίστρια της ελληνικής γλώσσας, αναγνώστρια του «Μέγα Ανατολικού» του Εμπειρίκου και του Λούκι Λουκ, για τη διαλεύκανση της υπόθεσης. Στο πλαίσιο της από κοινού δράσης τους προσπαθούν να εντοπίσουν τρεις κλεμμένους πίνακες της ρωσικής πρωτοπορίας (Καντίνσκι, Μάλεβιτς, Ποπόβα), οι οποίοι έχουν κλαπεί από τον θείο του εξαφανισθέντος, κάτι που σχετίζεται και με τον θάνατο του καθηγητή και συλλέκτη Ιάσονα Ασπριτζή. Η αποφασιστικότητά τους να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα και τους δύο πιθανούς φόνους για τους οποίους ο καθηγητής Μακρής θεωρείται ύποπτος τους οδηγεί σε παράτολμες πράξεις. Διακινδυνεύουν τη σωματική ακεραιότητα και τη ζωή τους, γλιτώνουν από τους ανθρώπους της νύχτας και ταυτόχρονα ζουν μια συναρπαστική ερωτική ιστορία, παρά την κάπως μεγάλη διαφορά στην ηλικία τους: εκείνος είναι 50, εκείνη μόνο 23.
Προφανώς η αφήγηση μιας περιπέτειας μυστηρίου με στοιχεία θρίλερ δεν αποτελεί τη μόνη φιλοδοξία του πανεπιστημιακού Πέτρου Μαρτινίδη. Επηρεασμένος, καθ' ομολογίαν του, από τα αντίστοιχα βιβλία του Ντέιβιντ Λοτζ, ιδιαίτερα το «Μικρός που είναι ο κόσμος!», ενδιαφέρεται να καταδείξει τον υπαρκτό, αλλά άγνωστο στους πολλούς, κόσμο του πανεπιστημιακού κατεστημένου. Η εικόνα που δίνει για τους πανεπιστημιακούς δεν είναι καθόλου κολακευτική γι' αυτούς, αφού βλέπουμε τους ήρωές του καθηγητές τους χαρακτηρίζει αγράμματους να ταπεινώνουν τους βοηθούς τους, να ρίχνονται σε γραμματείς, φοιτήτριες και συζύγους συναδέλφων, να εκμεταλλεύονται τα επιστημονικά συνέδρια για να συνάψουν ερωτικές σχέσεις, να επιδίδονται σε πράξεις μοιχείας ώστε να διατηρούνται οι ισορροπίες στην «καθώς πρέπει» ζωή τους, να αλληλοϋποστηρίζονται ή να αλληλοϋπονομεύονται, ανάλογα με τα εκάστοτε συμφέροντά τους. Διαβάζουμε σχετικά με τη «βλακεία» των καθηγητών: «Οσο είναι κανείς από τη μεριά του φοιτητή θεωρεί συλλήβδην τους πανεπιστημιακούς σοφούς. Αν αρχίσει να τους γνωρίζει καλύτερα, ή αλλάζει γνώμη και δεν το ομολογεί, οπότε είναι κρυψίνους, ή παραμένει με την ίδια, οπότε είναι κι αυτός βλαξ».
Στο «Κατά συρροήν» όλα τα ερωτήματα και οι απορίες, πώς χάθηκε ο εξαφανισθείς, πού βρίσκονταν οι κλεμμένοι πίνακες, με ποιον τρόπο πέθαναν τα θύματα, γιατί η αστυνομία υποψιάζεται τον καθηγητή, έχουν την απάντησή τους, κάτι που συμβαίνει ασφαλώς σε όλα τα αστυνομικά μυθιστορήματα. Εδώ όμως ο συγγραφέας, στην αγωνιώδη προσπάθειά του να δώσει ένα πραγματικά αναπάντεχο τέλος και μια απροσδόκητη τροπή, ώστε να καταπλήξει τους αναγνώστες του το θεμιτό όνειρο κάθε συγγραφέα αστυνομικών ιστοριών , αυτοπαγιδεύεται. Η σχετική αναληθοφάνεια της τελικής αποκάλυψης ενδέχεται να προξενήσει απογοήτευση και να βλάψει την καλή γενική εντύπωση που προκαλείται από την ευρυμάθειά του, τη σωστή χρήση της ελληνικής γλώσσας και την ευχέρεια στην ανάπτυξη επιχειρημάτων και τη διατύπωση κρίσεων.
Φίλιππος Φιλίππου
ΤΟ ΒΗΜΑ, 05-04-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις