0
Your Καλαθι
Πάντα καλά ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Αισθηματικό μυθιστόρημα
Έκπτωση
53%
53%
Περιγραφή
Πολλοί κάτοικοι αυτού εδώ του βιβλίου έπιχείρησαν παλαιότερα έξοδο πρός το Κοινό, με μία τηλεοπτική σειρά, την οποία ευτυχώς, έπνιξαν στο λίκνο της διάφορες λερναίες ύδρες.
Τώρα, ενισχυμένοι, πιο πολλοί και χαρούμενοι, σχηματίζουν συμμορία και της δίνουν μία ευχή (ή διαπίστωση): Πάντα καλά. Όλοι τους άοπλοι: χωρίς παιδεία, γοητεία, φιλοσοφία, κάλλος, όνομα, γνωριμίες, χωρίς άγκυρες.
Όμως θέλουν, και ξέουν, να ζήσουν. Κατέχουν το ευ ζήν.
Με τα έργα του «Η Μητέρα του Σκύλου», «Ύλη Δάσους», «Ό παλαιός των ημερών», «Πρός Ελευσίνα», «Η βουή», ο συνένοχος και συγγραφέας τους είχε οδηγήσει, μέσα από δρόμους επίσημα σκοτεινούς, απειλητικούς, μαγικούς και αυχμηρούς, τους ήρωές του, που, εδώ, έχοντας προσλάβει για κομπάρσους τους παλαιότερους πρωταγωνιστές της πορείας αυτής, βγήκαν στον ήλιο και μας υποδέχονται με μία προσταγή-παρότρυνση: Ζήστε, ρέ!
ΚΡΙΤΙΚΗ
Αν υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα κάποιος / κάποια συγγραφέας που γράφει όπως ο Παύλος Μάτεσις, ομολογώ πως δεν το γνωρίζω. Η γλώσσα του Μάτεσι είναι πολυσήμαντη, ριζοσπαστική, ικανή να δίνει μουσική στο κείμενο, αρνούμενη να εγκλεισθεί σε γλωσσικά σχήματα και να περιχαρακωθεί σε λογοτεχνικές συμβάσεις. Είναι μια γλώσσα πανελλήνια, ζώσα και ελεύθερη που χειρίζεται όλες τις δυνατότητές της, όλα τα συμπαγή της στοιχεία που της προσδίδουν μια λυτρωτική σκοπιμότητα και μια απελευθερωτική πιθανότητα. Και απόδειξη για τα ως άνω το τελευταίο του μυθιστόρημα «Πάντα Καλά».
Στο «Πάντα καλά» η Ελλάδα πηγαίνει στο κομμωτήριο και δεν σηκώνεται να φύγει με τίποτε. Δεν λέει να σηκωθεί από την καρέκλα της κομμώτριας ακόμη και αν ο στεγνωτήρας της έχει πιάσει φωτιά. Δεν επιτρέπεται να φύγει από τούτο το τελετουργικό πανηγύρι της σύγχρονης αθηναϊκής γειτονιάς, που από το Παγκράτι ως το Περιστέρι και την Κυψέλη και από τον Κολωνό ως τους Αμπελοκήπους και το Κουκάκι (η γειτονιά τού «Πάντα καλά») εορτάζει, παίρνει μέρος σε μιαν τελείωτη φιέστα δούναι και λαβείν.
Το μυθιστόρημα ξεκινάει με την «αυτοκτονία» της Νάνσυ ή Νάνσι ή Αθανασίας, μικρότερης αδελφής της Μελανίας ή Μέλυ ή Μέλι. Η Αθανασία και η Μελανία, οι αδελφές Καμπύλη, μας απασχολούν στις πρώτες πενήντα σελίδες του μυθιστορήματος. Η Νάνσυ «αυτοκτονεί» με το κεφάλι στον φούρνο από τον οποίο μόλις είχε βγει το κεφαλάκι του αρνιού. Φυσικά και δεν τα καταφέρνει να αποβιώσει πρέπει να είναι η πολλοστή «αυτοκτονία» της. Και ο λόγος; Την παράτησε ο φίλος της. Η Μελανία υποτίθεται ότι φροντίζει τη μικρή της αδελφή, η οποία στα είκοσι οχτώ της εξακολουθεί να είναι παρθένα «άνευ χαρτοφυλακίου» όμως. Η Μελανία είναι «ταχτοποιημένη» με τον Θεολόγο, τον «ταύρο» της, υπάλληλο του ΟΤΕ και άξιο εραστή. Η Μελανία δεν παντρεύεται τον Θεολόγο της γιατί πρέπει πρώτα, κατά τα κοινωνικά ειωθότα, να αποκαταστήσει τη Νάνσι, η οποία, την ημέρα της «αυτοκτονίας» της, βάζει στο μάτι το αστυνομικό όργανο που έσπευσε προς βοήθεια, τον Ζώη. Ο Ζώης με το περιπολικό του περιπολεί και φλερτάρει τη Νάνσι. Τα φτιάχνουν, τελικά, αλλά τα χαλάνε γιατί τους χωρίζει πολιτικόν βάθος δυσθεώρητον: εκείνος, ένας αστυνομικός, είναι αριστερός και δημοκρατικός, ενώ εκείνη είναι ανακτορικιά, δηλαδή βασιλόφρων. Τις αδελφές Μελανία και Νάνσι που φαίνεται να είναι οι πρωταγωνίστριες του βιβλίου αλλά τελικά δεν είναι περιστοιχίζει ένας στρατός από άλλες γυναίκες έτοιμες να τους συμπαρασταθούν σε κάθε στραβοπάτημα, σε κάθε στραβοτιμονιά, ένας χορός αισχυλικός, έτοιμος να θυσιασθεί για την πλησίον λόγω αλτρουισμού. Η Μελανία είναι μέντιουμ και τοποθετεί κοριό στο τηλέφωνο της μαμαζέλ Χαλιμά, αντιζήλου μέντιουμ και με κούρδο τελετάρχη. Τώρα οι δουλειές της πάνε καλά.
Οι δουλειές όλων πάνε καλά. Όλα πάνε πάντα καλά σε τούτο το μυθιστόρημα. Ακόμη και στα μικροδράματα υπάρχει μια καλοσύνη, βγαλμένη, λες, από ελληνικές ταινίες παλαιών δεκαετιών. Και στο «Κομμωτήριον η Δαλιδά» και στο μπακάλικο του κυρίου Γιάγκου κατωτέρας τάξεως, που είναι όμως τσιμπημένος με την φαρμακοποιό ή φαρμακοτρίφτρια Βασιλεία και στο φαρμακείο της μορφωμένης Βασιλείας και στην κυρα-Μαρίνα, 40 χρόνια πόρνη και 30 χρόνια τσατσά που καημός της είναι, τώρα στα γεράματα, ότι δεν έχει δει ακόμη πορνό, και στη μαντάμ Σταυρούλα που ειδικεύεται σε μυθιστορήματα ισπανικής προελεύσεως και στη Φιλαδέλφεια που ξυλοφορτώνει τον άντρα της επειδή την κερατώνει με πόρνες, και στο Σοφάκι και στην κυρία Άγλα, τη μοδίστρα, και στη Γιασεμί και στην Αθανασία. Με τη μόνη γυναίκα που δεν πάνε καλά τα πράγματα είναι με την Κεβή, την κομμώτρια από την Πελοπόννησο, με μικρό παιδί και άντρα που υπηρετεί στον Στρατό και την οποία χτυπάει ανίατη αρρώστια και θα μας αφήσει χρόνους.
Αλλά και με μερικούς άντρες που μπλέκονται, άλλοι ξώφαλτσα και άλλοι ευθέως, στα δίχτυα των πανίσχυρων γυναικών του Μάτεσι, όλα πάνε καλά. Όπως με τον Βασιλάκη Δούμα, για παράδειγμα, 20χρονο υδραυλικό με αδυναμία στα αρχαία ήγουν λαθρέμπορος - αρχαιοκάπηλος και ήδη χήρος και με μωρό, ο οποίος τσιμπιέται με την κατά 25 ή 30 χρόνια μεγαλύτερή του Αρσενία, την προξενήτρα, «ανυπεράσπιστη» χήρα. «Αμεταχείριστη» τα τελευταία 16 χρόνια, η Αρσενία θα αντισταθεί σθεναρά στις ανήθικες προτάσεις του νεαρού υδραυλικού, τελικά όμως θα ενδώσει. Και σε τούτο το ζευγάρι, την Αρσενία και τον Βασιλάκη, επικεντρώνεται το «Πάντα καλά» στο μεγαλύτερο μέρος του.
Όλα στο μυθιστόρημα «Πάντα καλά» διαδραματίζονται σε μια χωρίς όνομα συνοικία της Αθήνας. Θα μπορούσε να είναι κομμάτι από το «Παραμύθι χωρίς όνομα», κομμάτι από τη «Γειτονιά των Αγγέλων», κομμάτι από το «Τρίτο Στεφάνι», όμως δεν είναι κομμάτι από πουθενά και από τίποτε. Είναι Μάτεσις. Γνήσιος και καθαρός Μάτεσις, ένας συγγραφέας που έχει πιάσει με ακρίβεια το σφυγμό του σύγχρονου Έλληνα ή μάλλον της σύγχρονης Ελληνίδας, εκείνης που είναι αφανής και αόρατη και από τα μάτια των μίντια και από τα μάτια των πολιτικών και από τα μάτια των κοινωνιολόγων. Ο Μάτεσις όμως, παίζοντας τον ρόλο και του δημοσιογράφου και του κοινωνιολόγου, την ανακάλυψε, της έδωσε ζωή και την έκανε μυθιστόρημα και αστέρα του ιταλικού κινηματογράφου της δεκαετίας του '50.
Όλοι οι χαρακτήρες του «Πάντα καλά» είναι από την ελληνική επαρχία. Η Αρσενία από τη Λέσβο, η κυρα-Μαρίνα, θαυμάστρια του Μεγάλου Αλεξάνδρου, από τα Γαυγάμηλα, οι αδελφές Καμπύλη από την Πάτρα, ο Ζώης από την Αμαλιάδα, η Φιλαδέλφεια από τη Λακωνία, ο κύριος Γιάγκος από τη Δερβινή, η Κεβή από χωριό του Κορινθιακού. Καμία και κανείς δεν είναι από την Αθήνα. Όλοι, μουσαφίρηδες στην Αθήνα της αντιπαροχής, ζούνε τίμια και ειρηνικά, ανθρώπινα και ωραία. Τίποτε δεν γίνεται ερήμην κανενός. Σαν ένα συλλογικό κοινόβιο όλοι και όλες ξέρουν τα πάντα για τους πάντες, λες και ένας δορυφόρος αιωρείται πάνω από τη γειτονιά τους μεταφέροντας από διαμέρισμα σε διαμέρισμα και την παραμικρή λεπτομέρεια της καθημερινότητας, καταγράφοντας την κάθε πτυχή της ζωής της καθεμιάς και του καθενός. Είναι μια ζωή που μάλλον δεν υφίσταται πλέον και γι' αυτό αρκετά ρομαντική...
Η μόνη επιφύλαξη που έχω με το «Πάντα καλά» είναι ότι σου δίνει την εντύπωση αλυσίδας από σπονδυλωτά επεισόδια, νούμερα επιθεώρησης, τηλεοπτικής σειράς, από sitcom. Από την πρώτη κιόλας σελίδα το βιβλίο βγάζει γέλιο. Ένα γέλιο όμως αριστοφανικό, που ισορροπεί μεταξύ σάτιρας, φάρσας και κωμωδίας, ένα γέλιο καυστικό που πετάει στη μάπα τις μεσοαστικές προκαταλήψεις που τυχόν κουβαλά ο αναγνώστης. Όλα τα πρόσωπα στο μυθιστόρημα αυτό «ψωνίζουν» και «ψωνίζονται» αποπνέοντας μια γοητεία, γιατί πρόκειται για ψυχούλες που σφύζουν από ζωή, που ξέρουν πώς να ζήσουν και που χωρίς πανιά αλλά με τόλμη βγαίνουν στο πέλαγος της ζωής, με αποτέλεσμα όλα να πηγαίνουν πάντα καλά.
Το «Πάντα καλά» είναι ένα σημαντικό βιβλίο.
Ντίνος Σιώτης, ΤΟ ΒΗΜΑ, 31-05-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις