0
Your Καλαθι
Ο Λιμιτ-Ντακ να δεις πώς φιλούσε
Μια πραγματεία διεισδυτικότητας σε θέματα φιλοσοφίας, χρηματιστηρίου, κ.ο.κ.
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Τον Αύγουστο του 1999 το αγοραστικό μένος των «νεοεπενδυτών», όπως επικράτησε να αποκαλούνται οι προσφάτως ανακαλύψαντες την χαρά της μετοχικής ιδέας, προσέλαβε διαστάσεις αμόκ. Χιλιάδες λουόμενοι «νέοι», με την ευχέρεια που δίνει η κινητή τηλεφωνία, και την αναίδεια που φέρνει η εφήμερη επιτυχία, βομβάρδιζαν την οδό Σοφοκλέους με εντολές αγορών. Η συντριπρική πλειοψηφία δεν ήξερε καν τι αγόραζε. Αγόραζε γενικώς. Με ύφος, μαγικά, τουπέ κι αυθάδεια.
Κάθε επενδυτικό πυραμιδωτό σχήμα έχει μια αχίλλειο πτέρνα που στο τέλος, σχεδόν πάντα, εάν δεν στραβώσει κάτι άλλο νωρίτερα, θα προκαλέσει την κατάρρευσή του. Αυτή είναι η αδυναμία του να μετατρέψει τις θεωρητικές, πέτσινες για να το πει κανείς πιο λαϊκά υπεραξίες, σε πραγματικά κέρδη.
Εάν η θέα των θεωρητικών υπεραξιών ευφραίνει τον άνθρωπο κάνοντάς τον απρόσεκτο και πρόσφορο θύμα για κάθε πυραμιδωτό σχήμα, τίποτε δεν τον καθιστά πιο άφρονα από την πρόσκαιρη αίσθηση επιτυχίας και αυτοπεποίθησης που του δημιουργεί μια «σωστή» του πρόβλεψη.
Πιστεύω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι κουβαλάμε πεποιθήσεις κι όχι γνώσεις. Προτιμάμε να διαβάζουμε αυτά με τα οποία συμφωνούμε, τα άλλα απλώς τα κοιτάμε. Οι διάλογοί μας στην πραγματικότητα αποτελούνται από την συρραφή αλληλοδιάδοχων μονολόγων όπου η ισηγορία σπάνια διασώζεται. Τούτο έχει αγχολυτική αξία, διαλεκτική όμως δεν έχει.
Σχετικά με το βιβλίο
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Λίγα λόγια για τον γραφιά. Γεννήθηκα στην Ηλιούπολη το 1956 από έλληνες γονείς, τον Ηρακλή και την Στέλλα. Όταν ήμουνα πολύ μικρός μετακομίσαμε στο Κολωνάκι, που μου άρεσε πολύ, μετά όμως οι γονείς μου χώρισαν και αυτό δεν μου άρεσε καθόλου. Οι πρώτες μουσικές καταβολές μου ήταν το διαφημιστικό δισκάκι μιας εταιρίας γάλατος εβαπορέ: «το παιδί μόλις ξυπνήσει θέλει Σίσυ, γάλα Σίσυ». Μετά πήγα στο Κολέγιο Αθηνών που τότε δεχόταν μόνο αγόρια με σκοπό να τα εκθρέψει σε άντρες. Στο γυμνάσιο έπαιζα μανιωδώς σκάκι. Με είχε συνεπάρει το παγκόσμιο πρωτάθλημα, Φίσερ εναντίον Σπάσκυ. Μετά πήγα στο London School of Economics και παράλληλα μελετούσα μουσική για να εντυπωσιάζω τα κορίτσια. Επειδή αυτά δεν εντυπωσιαζόντουσαν με τον ρυθμό που περίμενα, αναγκάστηκα να συνεχίσω να μελετάω επί σειρά ετών. Παντρεύτηκα την Ρεγγίνα, κάναμε δύο παιδιά, τον Ηρακλή και τον Θάνο, πήγα να υπηρετήσω την πατρίδα, και μετά άρχισα να εργάζομαι. Το 1993 έγινα διαχειριστής ενός από τα μεγαλύτερα τότε μετοχικά αμοιβαία κεφάλαια. Επειδή ήμουνα κακότροπος, δηλαδή δεν ευθυγραμμιζόμουνα με τις επιθυμίες της αγοράς, μετά από τέσσερα χρόνια απολύθηκα. Ευτυχώς, ένας καλός μου φίλος χρηματιστής με πήρε στη δούλεψή του και έτσι παρέμεινα κοντά στο μόνο πράγμα που νόμιζα ότι ήξερα να κάνω. Έπειτα, μετά από 22 χρόνια γάμου χώρισα, έφυγα από το σπίτι, και τον ίδιο χρόνο, το 1998, πέθανε ο πατέρας μου. Η περίοδος εκείνη ήταν δύσκολη, και δεν μου άρεσε καθόλου. Τον Ιούνιο του 1999 μετά από 14 μήνες περιπλάνησης, γύρισα σπίτι μου. Μέχρι τον Σεπτέμβριο, όταν έφυγαν για να σπουδάσουν, έζησα με τα παιδιά μου τρεις ευτυχισμένους μήνες. Ένα χρόνο αργότερα παντρεύτηκα την Μαριώ.
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ
Το βιβλίο αυτό έχει μια παράξενη ιστορία.
Γράφτηκε τους υπέρθερμους μήνες του Χρηματιστηρίου της άνοιξης και του καλοκαιριού του 1999. Κυκλοφόρησε, σε 17 εκτυπώσεις και φωτοτυπημένα αντίτυπα, σε φίλους και σε συμμετέχοντες μιας συζήτησης για τα χρηματιστηριακά δρώμενα, για σχόλια και εκτιμήσεις. Αυτή η κυκλοφορία με λογική σαμιζντάτ της εποχθής της ευημερίας -οι συντελεστές της έκδοσης έχουν και άλλοτε αμαρτήσει με ανάλογο τρόπο- οδήγησε στην απόφαση να εκδοθεί ο ΛΙΜΙΤ ΝΤΑΚ το φθινόπωρο του 1999.
Αρχισε όμως η κατρακύλα της Σοφοκλέους. Και οι περισσότεροι απ' όσους είχαν μετάσχει σ' εκείνη την συζήτηση θεώρησαν ότι η λειτουργία του λαδιού στη φωτιά δεν ήταν όμορφο πράγμα.
Τελικά, όπως πορεύθηκαν οι εξελίξεις, αποδείχθηκε για μιαν ακόμη φορά η ορθότητα της Αμερικανικής δημοσιογραφικής λογικής: publish and be damned...
Όπως και αν έχει το πράγμα, η συνέχεια του 2000 και η αποδιάρθρωση της αγοράς μετά τις εκλογές του Απριλίου έκαναν πικρά, πικρότερα επίκαιρο τον ΛΙΜΙΤ ΝΤΑΚ. Κάποιες θερινές συζητήσεις έδωσαν μια δεύτερη γραφή του βιβλίου: για λόγους διαφάνειας, όλες οι προσθήκες έχουν σημειωθεί με κόκκινο χρώμα στο κείμενο. Μην αναζητήσετε χρωματική συμπαραδήλωση του κλίματος σφαγής στην αγορά και ζημιών στα χαρτοφυλάκια και οργής των εγκλωβισμένων: η παραπομπή είναι στα μεσαιωνικά συγγράμματα, οπού η σχολίαση και συμπλήρωση των παλιότερων γραφών εξέγραζε μιαν διαφορετική διανοητική πειθαρχία.
Έτσι και αλλιώς, έφθασε η ώρα της εκτύπωσης. Ό,τι κι αν συμβεί στην επομένη περίοδο, στις ερχόμενες στροφές της αγοράς, η εμπειρία του 1999-2000 θα μείνει ανεξίτηλα χαραγμένη στην μνήμη της ελληνικής οικονομίας. Το τι η εμπειρία αυτή θα αφήσει στην κοινοτική δομή, ίσως και στο πολιτικό σύστημα, θα είναι κάτι αντίστοιχο με το ίζημα των ημερών της μαύρης αγοράς και της διάθεσης των πόρων του Σχεδίου Μάρσαλ, με την κληρονομιά των "χρόνων της αντιπαροχής, με την όχι-και-τόσο-μακρινή εποχή της ανακάλυψης των κοινοτικών επιδοτήσεων και των νέων τζακιών του Κοσκωτισμού...
ΚΡΙΤΙΚΗ
Τελικά τι ήταν αυτό που ζήσαμε το καλοκαίρι του 1999 στην οδό Σοφοκλέους; Ο Χάρης Μαθιόπουλος επιχειρεί να αναλύσει το χρηματιστηριακό φαινόμενο με χιούμορ.
Τάλαντα δεκατρία κανείς αν πάρει,
του ανάβει ευθύς ο πόθος για δεκάξι·
τα οικονομάει κι αυτά; ζητάει σαράντα·
αλλιώς, λέει, η ζωή ανυπόφορη είναι.
Αυτά διαλαλούσε ο Χρεμύλος στον Πλούτο του Αριστοφάνη, καλώντας «τους συναδέλφους, τους αγρότες μες στα χωράφια θα τους βρεις να ιδρώνουν [...] να πάρει ο καθένας το μερίδιό του απ' τον Πλούτο». Αυτά πίστεψαν και οι σύγχρονοί τους Ελληνες ανά την επικράτεια και μπήκαν στο μεγάλο χρηματιστηριακό κόλπο του 1999-2000, στη μεγάλη αναμπουμπούλα εκείνης της εποχής χαροποιώντας τους λίγους λύκους, εκείνους που στο τέλος ωφελήθηκαν από τη μεγαλύτερη (και ταχύτερη) αναδιανομή πλούτου στη νεότερη Ελλάδα. Οι υπόλοιποι έμειναν με μια στυφή γεύση, επειδή η μπίλια σταμάτησε λίγο πιο πέρα από το δικό τους νούμερο. Αγνοούσαν όμως σε τίνος το νούμερο σταμάτησε και γιατί. Αυτή την άγνοια προσπαθεί να θεραπεύσει ο Χάρης Μαθιόπουλος, οικονομολόγος και διαχειριστής αμοιβαίων κεφαλαίων, με το τελευταίο του βιβλίο Ο Λίμιτ-Ντακ να δεις πώς φιλούσε: Μια πραγματεία διεισδυτικότητας (σε θέματα φιλοσοφίας, Χρηματιστηρίου κ.ο.κ.). Και σε όσα αφορούν τα ευρύτερα χρηματιστηριακά δρώμενα, η επιχειρούμενη διείσδυση είναι επιτυχής και το φιλί του Λίμιτ-Ντακ αποδεικνύεται πιο επικίνδυνο και από αυτό του Ιούδα.
Μπορεί αυτά που διαβάζουμε να μη μας αρέσουν, ο Μαθιόπουλος όμως μας υπενθυμίζει ξανά και ξανά ότι τον τελευταίο χρόνο στο Χρηματιστήριο παίχτηκε ένα μεγάλο κόλπο. Ηταν τότε που οι παραλίες είχαν γεμίσει σωμόν σελίδες, τότε που «χιλιάδες λουόμενοι "νέοι", με την ευχέρεια που δίνει η κινητή τηλεφωνία και την αναίδεια που φέρνει η εφήμερη επιτυχία, βομβάρδιζαν την οδό Σοφοκλέους με εντολές αγορών. Η συντριπτική πλειοψηφία δεν ήξερε καν τι αγόραζε. Αγόραζε γενικώς. Με ύφος, μαγκιά τουπέ κι αυθάδεια». Αγόραζαν και πουλούσαν προς μεγάλη τέρψη των χρηματιστηριακών εταιρειών και των ΕΛΔΕ, που ως γνωστόν έχουν ποσοστό από τον τζίρο των συναλλαγών.
Και γιατί να μην αγοράσουν; Τότε δεν ήταν που όλοι μικροί, μεγάλοι παπαγάλοι, άλλοι εν γνώσει τους και άλλοι αφελώς, από τους ταγούς της Εθνικής Οικονομίας ως τον τελευταίο μπαρμπέρη της γειτονιάς βοηθούσαν να μεγαλώσει και άλλο η φούσκα «και ενώ βρισκόμασταν κυριολεκτικά δίπλα στον γκρεμό, ο υπουργός των Οικονομικών το 'χε για καλό να ενθαρρύνει το πόπολο»; Το Χρηματιστήριο ήταν και αυτό μια επένδυση σαν όλες τις άλλες, πίστεψαν οι αδαείς. Κάτι σαν το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, μόνο που αν τοποθετούσε κανείς το κεφάλαιό του κάπου (αδιάφορο αν ήταν σε λαμπερά αστέρια της οικονομίας ή σε μαύρες τρύπες της κακοδιαχείρισης) το τριπλασίαζε μέσα σε ένα καλοκαίρι. Ο καθένας πίστεψε ότι απέκτησε ένα μαγικό ραβδί διότι «ό,τι ακουμπούσε [...] του καθόταν». Αυτή η αφύσικη κατάσταση όμως φυσικό είναι να έχει και ευρύτερες κοινωνικές παρενέργειες, που ακόμη τις νιώθουν όλοι: εκμαυλίζει συνειδήσεις, διαβρώνει τον κοινωνικό ιστό, αμβλύνει το όποιο ήθος της εργασίας, διότι ο κόσμος αναρωτιέται κατά πόσον αξίζει να δουλεύει, και βέβαια υποδορίως εμπεδώνει στη συνείδηση του καθενός μία «αυτοπεποίθηση για πράγματα που δεν έχει ιδέα». Μας κάνει δηλαδή ένα βασίλειο των πυραμίδων.
Μια βασική διαπίστωση του βιβλίου βρίσκεται κάπου στη μέση. Τότε που επισημαίνεται ότι «τα Χρηματιστήρια δεν είναι εκκλησίες». Δεν είναι δηλαδή καθαροί, αμιγείς μηχανισμοί χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, αλλά «τόποι που ικανοποιείται ένα από τα βασικά ορμέμφυτα του ανθρώπου, αυτό που έχει να κάνει με τον τζόγο». Κάτι σαν τον Ιππόδρομο ας πούμε, όπου δεν πάει κανείς κυρίως ως φίλιππος, αλλά ως τζογαδόρος, και όπου η εύθραυστη ισορροπία διατηρείται όταν υπάρχουν κανόνες και τηρούνται (π.χ. δεν επιτρέπεται να στήνεις ιπποδρομίες). Με την παραδοχή ότι και οι κεφαλαιαγορές είναι κυρίως τόποι παιγνίου (συζητήσιμη, αλλά πάντως θεμιτή) τίθεται το ερώτημα «κατά πόσον πρέπει να εξασφαλίζεται το δίκαιο παίγνιο», κάτι που είναι απείρως δυσκολότερο από τον Ιππόδρομο, μια και το περιβάλλον των χρηματαγορών είναι χαοτικό. Ο συγγραφέας αναρωτιέται λοιπόν τι νόημα έχουν οι μηχανισμοί προστασίας και ποιοι από αυτούς έχουν εφαρμοστεί. Ρωτά γιατί να τηρούνται τα πλαφόν διακύμανσης, μια και «καταντούν προστασία για τον χειραγωγό και όχι για τον επενδυτή»· καταγγέλλει αυτό που συμβαίνει με τους κανόνες διασποράς «με την απίθανα άνιση κατανομή μεταξύ θεσμικών και ιδιωτών, χαρίζοντας θηριώδη και ασφαλή χαρτζιλίκια στους πρώτους και διανέμοντας ελάχιστες μετοχές στους δεύτερους»· ρωτά ποιος εποπτεύει και παρακολουθεί τα κακώς κείμενα «στις μετεωρικές ανόδους κούφιων μετοχών»· γιατί «οι αλλεπάλληλες εισαγωγές υπερτιμημένων εταιρειών συνεχίστηκαν» κάτι που παραδέχθηκαν πρόσφατα και οι ανάδοχοι και σύμβουλοι έκδοσης· τέλος αναλύει «τα όσα απίθανα έγιναν μέσω των αλλεπάλληλων αυξήσεων κεφαλαίων» που σε πολλές περιπτώσεις είχαν «αποτέλεσμα οι παλιοί μικρομέτοχοι να ζημιωθούν σημαντικά». Ετσι ο Μαθιόπουλος, ένας από τους παροικούντας την Σοφοκλέους, μένει με την απορία: «Ποιον και Πότε και από Τι, αν κάτι, προστάτευσαν» αυτοί που είχαν αυτό το καθήκον;
Οταν λοιπόν οι κανόνες δεν εφαρμόζονται και η λογική παύει να ισχύει, τότε αυτομάτως ισχύει ο νόμος της βαρύτητας. Ο, τι ανεβαίνει πέφτει. Και όταν πέσει συμπαρασύρει όλους αυτούς που πίστεψαν στο εύκολο κέρδος, εκτός από τους λίγους εκείνους που ωφελήθηκαν από την πυραμίδα. Ποιοι είναι αυτοί; Μια δράκα ανθρώπων, μόνον «οι διακόσιες οικογένειες των "εισηγμένων" επιχειρηματιών», οι οποίοι κυρίως έβγαλαν λεφτά από το Χρηματιστήριο, χωρίς βέβαια ο συγγραφέας να τους προσάπτει καμία συλλογική μομφή. Και οι άλλοι, όπως εκείνοι που πήραν στεγαστικό δάνειο, το έχασαν και τώρα το χρωστούν ή αυτοί που ατενίζουν την έρημη στάνη γιατί πούλησαν το κοπάδι για να «επενδύσουν»; Τα χαρτοφυλάκια από το υψηλότερο σημείο του δείκτη στις 6500 μονάδες έχουν μειωθεί κατά 30 τρισεκατομμύρια (δηλαδή το 60% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος της χώρας!) και πολλές μετοχές είναι τώρα στο 30% της αξίας τους από εκείνη τη «χρυσή» εποχή του περασμένου Αυγούστου. Αυτοί που τα έχουν χάσει και όχι βέβαια όλα, διότι κάτι έβγαλαν και αυτοί στην άνοδο είναι οι «μικροί», που είτε είναι κατ' ευφημισμό εγκλωβισμένοι είτε κλαίνε τη μοίρα τους. Εκείνο όμως που είναι απορίας άξιο είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν επαναστατήσει, δεν έχουν βγει στους δρόμους. Κάνουν μόκο. Γιατί; Οι κοινωνιολόγοι είναι καταλληλότεροι να αναλύσουν το φαινόμενο, αλλά ίσως οι χαμένοι σωπαίνουν διότι νιώθουν συνενοχή, διότι προτιμούν να ξεχάσουν την απληστία τους, διότι ακόμη δεν θέλουν να καταρρίψουν τελείως τον μύθο του εύκολου κέρδους, ίσως τέλος διότι δεν έχουν προλάβει να συνέλθουν από το κακό που τους βρήκε.
Σε όλα αυτά ο συγγραφέας διεισδύει με τόλμη, χιούμορ και οξυδέρκεια, αν και καμιά φορά με έναν λόγο που είναι κοντύτερα στον αυθόρμητο προφορικό, παρά στον επεξεργασμένο γραπτό. Και αφού αναρωτηθεί δυο τρεις φορές δυνατά γιατί έγραψε αυτό το βιβλίο (είναι γνωστό ότι αυτή η ερώτηση δεν έχει απάντηση, παρά μόνον αν ο συγγραφέας φοβάται ότι έχει διασταυρώσει δελφίνι με στρουθοκάμηλο) υπάρχει προς το τέλος και μια δωροεπιταγή για τους αναγνώστες αυτού του μικρού βιβλίου. Ισως όσοι διάβασαν προσεχτικά από την αρχή να την ανέμεναν.
Εκεί λοιπόν, από τη σελίδα 85 και μετά, υπάρχει μια επιφανειακή φιλοσοφική θεώρηση θεμελιωδών ζητημάτων που είτε δεν έχουν απάντηση (είναι καλός ή κακός ο άνθρωπος;) είτε δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν σε μια γραμμή («ως συνήθως τον θεό και τη δημοκρατία την επικαλούνται πρώτοι οι πλέον αντίχριστοι και οι πλέον φασίστες») είτε είναι απλώς σκέψεις που απασχολούσαν τον συγγραφέα («Στην ποίηση, όπως και στο φαΐ, θέλω να καταλαβαίνω τι τρώω απλές, λιτές γεύσεις. Ολα τα άλλα είναι "νιανιά"»), ευρισκόμενα εκεί ως πλίνθοι και κέραμοι. Εν πάση περιπτώσει όμως αν ήθελε να ασχοληθεί κανείς με τα μεγάλα φιλοσοφικά ή υπαρξιακά ερωτήματα δεν θα θεωρούσε τον Λίμιτ-Ντακ τον καταλληλότερο ξεναγό και θα άνοιγε τον Λοκ, τον Χέγκελ ή τον Νίτσε και πάντως θα φρόντιζε να μελετήσει όλες τις πλευρές του κάθε ζητήματος.
Μέσα σε αυτούς τους αφορισμούς υπάρχει και μια αποστροφή για τους κριτικούς, τους κακούς κριτικούς, που δεν ενδιαφέρουν τον συγγραφέα επειδή είναι εμπαθείς, ήτοι «ανέντιμοι, μικρόψυχοι, δειλοί, λαθραίοι, κομπλεξικοί». Γιατί όμως; Αποκλείεται να νιώσει ένας κριτικός μια ισχυρή ματαίωση, όταν στη σελίδα 85 αλλού πατήσει και αλλού βρεθεί, και να θελήσει αυτή την εμπειρία του να τη μεταφέρει στους αναγνώστες, χωρίς κακία και χωρίς φόβο, αλλά ενδεχομένως με πάθος;
Σε διαφορετικό μήκος κύματος εκπέμπει ο Α. Παπαγιαννίδης στο επίμετρο. Και αυτός υπογραμμίζει ότι η υπόθεση του Χρηματιστηρίου μας αφορά άμεσα, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Είναι σαν αυτή η διακονία μας στην ανοδική Σοφοκλέους να έχει δράσει καθαρτήρια, σαν να μας έχει εμβολιάσει: τώρα οι κοινωνικές αξίες έχουν πλέον αλλάξει, οι κοινωνικές συμπεριφορές έχουν και αυτές ενηλικιωθεί, ακόμη και εκείνη η αποενοχοποίηση της επιτυχίας έχει επέλθει. Θα τα πάρει πίσω όλα αυτά η πτώση; Πάντως ο βασιλεύς απέθανε, ζήτω ο βασιλιάς! Καπιταλισμέ, καλημέρα!
Γιώργος Ναθαναήλ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 29-10-2000
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις