Ψάρι με κεφάλι και ουρά
35%
Περιγραφή
Μνήμες και βιώματα ενισχυμένα με τη νοσταλγία, ίσως και την πίκρα, εποχών, συνηθειών και ανθρώπων που εξέλιπαν δια παντός, αναστηλώνονται και ζωντανεύουν μέσα στις σελίδες τού Ψάρι με κεφάλι και ουρά. Μετανάστες που ξεκίνησαν να βρουν την τύχη τους απ' τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά στις πιο μακρινές άκρες του κόσμου, κι άλλοι που ήρθαν για τον ίδιο λόγο απ' τους καθημαγμένους τόπους τους, πρόσφυγες, καταδιωγμένοι, απόκληροι, αλλά και χαρακτηριστικοί για τις ιδιορρυθμίες τους τύποι συνωθούνται και διαλέγονται στις ίδιες σελίδες. Μάνες και γιαγιάδες, που χαϊδεύουν και φιλούν τις φωτογραφίες παιδιών και εγγονών τους, που δεν τα είδαν ή δεν θα τα δουν ποτέ, παπάδες που αντί παρηγοριά και παραμυθία μοιράζουν φόβο και απειλές σε συνδυασμό με μια ακατασίγαστη επιθυμία νόστου, γιατί «Όσο καλά και να τα φτιάξεις, κόρη μου, εκεί στην ξενιτιά, τόσο καλά όσο στον τόπο σου δεν γίνονται».
Ψάρι με κεφάλι και ουρά. Έτσι επιγράφεται η νέα συλλογή διηγημάτων του Ξενοφώντα Μαυραγάνη, Προέδρου της Λέσχης Πλωμαρίου Βενιαμίν ο Λέσβιος, που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό απ' τον εκδοτικό οίκο «Νησίδες». Από τα 25 διηγήματα, τα περισσότερα αφορούν πρόσωπα του παλιού Πλωμαριού, ενώ τα υπόλοιπα εστιάζουν σε ιστορίες που έχουν να κάνουν με τη σύγχρονη μετανάστευση. - Το βιβλίο διαβάζεται -«ρουφιέται», καλύτερα- απνευστί. Και λόγω της αφηγηματικής δεινότητας του συγγραφέα, αλλά και λόγω της γλώσσας, που ρέει αβίαστη και φυσική, αλλά ταυτόχρονα και υπέροχα ποικιλμένη με λογής-λογής τύπους της καθαρεύουσας και της πλωμαρίτικης «διαλέκτου». - Ο Ξ. Μαυραγάνης περιγράφει ιστορίες ανθρώπων, για την ακρίβεια περιπέτειες ζωής. Επειδή όμως κάθε ατομικός βίος είναι ταυτόχρονα και μια πτυχή του συλλογικού γίγνεσθαι, μας παραδίδει τελικά μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα τοιχογραφία του παλιού Πλωμαριού. Οι ιστορίες της ζωής των ηρώων του γίνονται ο καμβάς πάνω στον οποίο κεντά με καταπληκτική δεινότητα χαρακτηριστικά της ιδιοσυγκρασίας και λεπτομέρειες μιας ζωής που ήταν στοιχημένη σε πολύ διαφορετικούς αξιακούς κώδικες απ' τους σημερινούς. Πίσω απ' τις περιγραφές του Ξ. Μαυραγάνη θα διακρίνει κανείς, χωρίς ίχνος μελοδραματισμού, τον καημό του μετανάστη, τον ψυχισμό του θαλασσινού, τις αυστηρές αρχές του παλιού οικογενειάρχη, τη σύγκρουση των νοοτροπιών ανάμεσα σε διαφορετικές γενιές, τα γνωστά πάθη των ανθρώπων, πριν η ομοιογενοποίηση των τελευταίων δεκαετιών τούς ισοπεδώσει. -Κάθε διήγημα μοιάζει με μια μεστή φιλμική αφήγηση. Ο συγγραφέας εστιάζει στο καίριο και το ουσιώδες, παραλείποντας το αυτονόητο και το τετριμμένο. Έτσι καταφέρνει, κάνοντας άλματα στον χρόνο, να φτιάχνει ιστορίες που δεν κουράζουν, αλλά παρασέρνουν τον αναγνώστη σε ένα μαγευτικό ταξίδι με απανωτά φλασ-μπάκ. Αυτές οι συνεχείς «βουτιές» στο χθες δίνουν στον συγγραφέα την ευκαιρία να φωτίσει στοιχεία, κοινωνικές δομές, διατρωματώσεις, εθιμικές πρακτικές, οικονομικές δοσοληψίες, επαγγελματικές συνήθειες του χθες. Όλα τα παραπάνω αποτελούν το φόντο των ιστοριών του και αποκαλύπτουν μια ζώσα και παλλόμενη ιστορική πραγματικότητα, εντυπωσιακά ελκυστικότερη από τις «κατεψυγμένες» εικόνες που αποκομίζει κανείς διαβάζοντας ιστορικές αναφορές, άγευστες, εγκλωβισμένες σε ημερομηνίες και γεγονότα. - Φυσικά, δεν λείπουν και οι επώνυμοι πρωταγωνιστές. Ο συγγραφέας εντάσσει στα διηγήματά του και σημαντικά ιστορικά γεγονότα -άγνωστα στους πολλούς- με χαρακτηριστικότερο τη συνάντηση του Πλωμαρίτη καπετάνιου Πούλια (που προστάτευε τα νότια παράλια του νησιού απ' τις επιδρομές των Ψαριανών πειρατών) υπό τις διαταγές του Τούρκου κυβερνήτη της Λέσβου Κουλαξίζ Αγά, και του Κ. Κανάρη, που μαζί με τον Παπανικολή ήταν τα πρωτοπαλλήκαρα των επιθέσεων των Ελλήνων κατά του τουρκικού στόλου στην επανάσταση του 1821. Η συνάντηση γίνεται μυστικά, με στόχο ο Πούλιας να φύγει απ' τον Κουλαξίζ Αγά και να ενώσει τις ναυτικές δυνάμεις του μ' εκείνες των επαναστατημένων Ελλήνων. Το περιστατικό που περιγράφεται είναι απ' τα πιο ενδιαφέροντα του βιβλίου και δείχνει πόσο δύσκολο είναι να χωρέσει η ιστορία σε απλουστευτικά δίπολα και πόσο σύνθετη παρουσιάζεται πολλές φορές η πραγματικότητα. - Για όλα τα παραπάνω, και για πολλά άλλα που δεν επαρκεί ο χώρος ν' αναφέρουμε, το Ψάρι με κεφάλι και ουρά είναι ένα βιβλίο που τιμά τα λεσβιακά γράμματα και ξεχωρίζει μέσα στον καταιγισμό των εκδόσεων, και αξίζει να διαβαστεί και να ξαναδιαβαστεί αφού, πέρα απ' τη λογοτεχνική του αξία, αποτελεί και πολύτιμη λαογραφική και ιστορική παρακαταθήκη.
Χριστίνα Βογιάννη, Τα ΝΕΑ της Λέσβου, Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011
Ο Ξενοφών Μαυραγάνης είναι ένας πραγματικός ευπατρίδης. Η ιδιαίτερη πατρίδα του η Λέσβος αλλά και η θετή του πατρίδα η Θεσσαλονίκη είναι φανερό ότι καταλαμβάνουν ένα σημαντικό μερίδιο στην καρδιά του και μονοπωλούν τους στοχασμούς του. Είκοσι πέντε μικρά αφηγήματα αποτυπώνουν με ευαίσθητες αποχρώσεις και φωτοσκιάσεις την ανθρωπογεωγραφία των δύο αυτών τόπων με επίκεντρο τη μετανάστευση. Νοσταλγικές αναδρομές, βιωματικές διηγήσεις, ανακαλούν στιγμές και γεγονότα από τον βίο ανθρώπων που αγάπησαν τον τόπο τους, εξαναγκάστηκαν από τις περιστάσεις να τον εγκαταλείψουν, επέστρεψαν στα στερνά του βίου τους ή αποξεχάστηκαν σε ξένη γη για να ταφούν εκεί. Στις σελίδες αυτού του βιβλίου με την ευγένεια και το άρωμα άλλων εποχών, οι ιστορίες των ανθρώπων που αποφάσισαν να φύγουν από τη Λέσβο για να βρουν την τύχη τους στην άλλη άκρη του κόσμου, αλλά και οι ιστορίες όσων βασανισμένοι, ανέστιοι και πένητες αναζήτησαν καταφύγιο στη δική μας χώρα, εγκαταλείποντας πατρίδες που μαστίζονταν από την πείνα και την ανέχεια, και σπαράσσονταν από πολέμους, διαδέχονται η μια την άλλη. Αναπτύσσονται ισότιμα και ισοδύναμα με μια απόλυτη συμμετρία συναισθημάτων. Ο συγγραφέας παρακολουθεί αμερόληπτα και ευπροσήγορα τις απεγνωσμένες κινήσεις του ανθρώπινου αυτού κοπαδιού που μετακινείται από τόπο σε τόπο για να επιβιώσει. Αφηγείται με ευαισθησία και διεισδυτικότητα τα πάθη και τις αγωνίες του να ξαποστάσει, να προσαρμοστεί, να προκόψει, να ριζώσει σε ξένα μέρη, κοντά σε άγνωστους ανθρώπους, μακριά από οικεία ήθη, έθιμα και συνήθειες, έξω από το λίκνο της γλώσσας και του τόπου του. - Τα αφηγήματα μιλούν για νεαρές κοπέλες που μετανάστευσαν στη Νέα Ζηλανδία, την Αυστραλία και την Αμερική τη δεκαετία του 1930, για να μη γυρίσουν ποτέ. Για γριές μανάδες που ξέμειναν να περιμένουν γιους και κόρες που ξενιτεύτηκαν. Να ονειρεύονται με ανοιχτά μάτια στιγμές χαράς που παρήλθαν και να κλαίνε φιλώντας φωτογραφίες εγγονών που δεν θα γνωρίσουν, δεν θα σφίξουν στην αγκαλιά τους και δεν θα κανακέψουν ποτέ. Μικρές ιστορίες σαν φωτογραφικά στιγμιότυπα διαδέχονται η μια την άλλη αποτυπώνοντας έρημα χωριά που μαραζώνουν, κλειδωμένα πέτρινα αρχοντικά σπίτια που ρημάζουν, εύφορους τόπους που μένουν ακαλλιέργητοι. Για μια χούφτα κατοίκους που συντηρούν στοργικά τη μνήμη του τόπου με τις τελετουργίες των γεωργικών και κτηνοτροφικών εργασιών. Αειθαλείς γέροντες που όσο αντέχουν ακολουθούν πεισματικά τον κύκλο των εποχών, ριζωμένοι στη γη του νησιού τους. Καλλιεργούν στην εύφορη γη την ελιά και το σταφύλι, βόσκουν, αρμέγουν και τυροκομούν τα λίγα ζώα τους. Άνθρωποι που ο καθημερινός μόχθος είναι η άγκυρά τους με τη ζωή και τον τόπο. Άνθρωποι στωικοί που ζουν για να θυμούνται και να προσμένουν με ελπίδα την επιστροφή των δικών τους. Φαροφύλακες στην ερημιά του χειμώνα, που περιμένουν τους επισκέπτες του καλοκαιριού και τους ξενιτεμένους, για να ζωντανέψουν τα χωριά, να ανοίξουν τα κλειστά σπίτια, να αποκτήσουν φωνή οι στράτες, οι πλατείες και τα μαγαζιά. - Ο συγγραφέας δεν είναι επιλήσμων. Ο ξένος, ο άλλος, είναι για τον Ξενοφώντα Μαυραγάνη ο Λέσβιος των αρχών του 20ού αι., που διεκδικούσε μια καλύτερη ζωή πολύ μακριά από την πατρίδα του. Οι ιστορίες των μεταναστών του τόπου μας ρίχνουν ένα φως κατανόησης και συμπόνιας στις ιστορίες των φυγάδων που βρίσκουν καταφύγιο στη χώρα μας για οικονομικούς ή πολιτικούς λόγους: το σμάρι των γυναικών από τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες που συνωστίζεται στις μεγαλουπόλεις αναζητώντας εργασία, τα παιδιά των πολιτικών προσφύγων που επιστρέφουν στη χώρα των πατέρων τους ψάχνοντας τον φιλόξενο τόπο που το άλγος του νόστου χάλκευε, για να συναντήσουν την καχυποψία και το αδιέξοδο, εκείνους που ξεβράζει η θάλασσα μισοπεθαμένους στις παραλίες των νησιών μας. Ανθρώπινα ράκη, έρμαια της ανάγκης και της απληστίας των δουλεμπόρων, επικερδές φορτίο στα αμπάρια των σαπιοκάραβων. - Η αφήγησή του ακουμπά στοργικά στις ζωές ιδιαίτερων ανθρώπων της πατρίδας του. Χαρακτηριστικοί τύποι της Λέσβου και ιστορικά πρόσωπα που μετείχαν και διακρίνονταν στον κοινοτικό βίο, παραμυθάδες και γόητες, αστοί και αριστοκράτες, εραστές της καλοπέρασης και της ωραιότητας, διανθίζουν με την ιδιαιτερότητα του βίου τους τις περιγραφές των τόπων του νησιού. Ένα μωσαϊκό αναμνήσεων, με εικόνες από το Πλωμάρι, τη Μυτιλήνη, το Σίγρι, το Παλαιοχώρι και τη Μελίντα, εμψυχώνονται με γεύσεις και αρώματα από βουτυράτες μυτζήθρες και εύγευστα τυριά, μυρωδάτο ούζο, ρακές και τσίπουρα, φρέσκα ζαρζαβατικά και ψάρια, σπάνιους θαλασσινούς μεζέδες, νόστιμα κρέατα και σιροπιαστά γλυκά, για να φιλοτεχνήσουν το πορτραίτο του αγαπημένου νησιού. - Η Γιασεμή, η Αμερισούδα, η Διαμάντω, η Φωτεινή, η Πηνελόπη, η Βαρβάρα, οι ανώνυμες γυναίκες από το πρώην ανατολικό μπλοκ που εργάζονται στα σπίτια μας και κατακλύζουν τις πόλεις μας, ο Γιάννης, ο Μίροσλαβ, ο Φαρχάν, ο Τζιμ ή Ξενοφών, οι άνθρωποι του μόχθου και της ανάγκης διασταυρώνονται στις σελίδες του βιβλίου όπως και οι πατρίδες τους, ανταλλάσσοντας απόγνωση, πόνο, μοναξιά, εγκαρτέρηση, δάκρυα λύπης και χαράς. (.)
Μαρία Μοίρα, ΑΥΓΗ, Κυριακή 16.10.2011
Ιστορίες γεμάτες ελπίδα, όνειρα και προσδοκίες, που «ενηλικιώνονται» κάποτε άδοξα και άλλοτε στεφανώνονται τη γαλήνη της κατάκτησης των απλών, αλλά σπουδαίων. Αφηγήσεις που ζωντανεύουν επεισόδια ζωής, στα οποία λίγο πολύ όλοι υπήρξαμε μάρτυρες -είτε αυτόπτες είτε ακροατές προφορικών διηγήσεων. Με ήρωες καθημερινούς, που αποδεικνύονται και οι πιο σπουδαίοι τελικά και που πρωταγωνιστούν στο τελευταίο βιβλίο του Ξενοφώντα Μαυραγάνη με τίτλο «Ψάρι με κεφάλι και ουρά», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Νησίδες». - Ο νομικός και δημοσιογράφος Ξενοφών Μαυραγάνης αναμετριέται με την τέχνη του διηγήματος και παρουσιάζει μια συλλογή από αυτά. Είκοσι πέντε στον αριθμό, τα περισσότερα υφαίνονται γύρω από πρόσωπα του παλιού Πλωμαρίου -Λέσβιος ο ίδιος στην καταγωγή- κι άλλα ξετυλίγουν γλυκόπικρες ιστορίες σύγχρονης μετανάστευσης. Με λόγο οικείο, αβίαστο, καθημερινό -με τα θετικά του προφορικού, χωρίς να στερείται συγγραφικής δεινότητας- στα ατού του οποίου προσμετράται και ένα γοητευτικό πάντρεμα πλωμαρίτικης ντοπιολαλιάς με στοιχεία καθαρεύουσας. - Έτσι, μέσα από τις σελίδες του μας συστήνει τη Γιασεμή, που στα 17 της υπήρξε το τελευταίο... «γιασεμί» του χωριού της, που έφυγε για να πεθάνει στα 92 της σ' εναν αγγλικό οίκο ευγηρίας. Στις ηρωίδες του συμπεριλαμβάνονται οι Πλωμαρίτισσες νοικοκυρές που «ξεχνούσαν» πάντα μια μικρή λεπτομέρεια από τις συνταγές που τους ζητούσαν. Η θεία Βαρβάρα, που καθ' οδόν για την ξενιτιά για να δει τις «λαχτάρες» και τις «αγάπες» της -τα παιδιά και τα εγγόνια- δεν την άφησαν να περάσει από τα σύνορα τα γλυκά του κουτουλιού και τον μπακλαβά της. Ενας πολυεκατομμυριούχος που έφυγε στα 95 του φτωχός σε απολαύσεις και πολυτέλειες χωρίς να καταφέρει να υλοποιήσει το άλλοθι της τσιγγουνιάς του...«την ενίσχυση των φτωχών και ορφανών του τόπου των γονιών του». Αλλά και ο Πλωμαρίτης καπετάνιος Πούλιας που προστάτευε τα νότια παράλια του νησιού από τις επιδρομές των Ψαριανών πειρατών. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι ιστορίες των ηρώων του ξετυλίγονται με φόντο ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα της Ελλάδας, ενώ η αφήγηση διανθίζεται από στοιχεία της λαογραφίας και της παράδοσης του νησιού με πρωταγωνιστή... «το δάκρυ τσι Παναγίας», το ευλογημένο και ξακουστό ούζο της περιοχής. Ενα βιβλίο που σε ταξιδεύει στη ζωή και που συνάμα σε κάνει να θέλεις να ταξιδέψεις μέχρι τη Μυτιλήνη.
ΓΙΩΤΑ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ, εφημ. Αγγελιοφόρος, 6.8.2011
Το 2009 ο Ξενοφών Ευστρατίου Μαυραγάνης, ο Πλωμαρίτης νομικός και δημοσιογράφος, ο γνωστός για την πολυσχιδή του δράση, μας έδωσε το πρώτο έργο του με τίτλο «Ο θείος μου ο Άγιος», το οποίο κυκλοφόρησε στη Μυτιλήνη, στη σειρά των εκδόσεων της εφημερίδας «Εμπρός». Κατά το τρέχον έτος κυκλοφόρησε στη Θεσσαλονίκη, στη σειρά των φροντισμένων εκδόσεων «Νησίδες», το δεύτερο έργο του, συλλογή 25 διηγημάτων με το χαρακτηριστικό τίτλο «Ψάρι με κεφάλι και ουρά» διαστάσεων 21χ14 εκ., απαρτιζόμενο από 204+4 σελίδες. - Ο συγγραφέας, άνθρωπος της γενιάς που μπήκε στο στίβο της ζωής με το έπος του 1940-41, είχε την ευκαιρία ν' αποθησαυρίσει αξιοποιήσιμες λογοτεχνικά θύμησες ως μαθητής, ως φοιτητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ως μαχόμενος δικηγόρος και ως δημοσιογράφος. Παράλληλα όμως πνεύμα ανήσυχο και φιλέρευνο, επιδόθηκε με ιδιαίτερο ζήλο και στη σπουδή της λεσβιακής ιστορίας και κατ' εξοχήν του γενέθλιου τόπου, του Πλωμαρίου και της ευρύτερης περιοχής του. - Άλλοτε σε πρώτο πρόσωπο και άλλοτε σε τρίτο ο Ξενοφών Μαυραγάνης ξετυλίγει τις υποθέσεις των διηγημάτων του, αντλώντας τες από γεγονότα, από περιστατικά, από καταστάσεις, από ιστορικά πρόσωπα όπως ο Πλωμαρίτης καπετάνιος των χρόνων της Επανάστασης του 1821 Δημήτριος Πούλιας (Πατρίδα 116-127) αλλά και από ανθρώπους της καθημερινής βιοπάλης και από γραφικούς τύπους. Η θεματική τους είναι πλούσια και μαρτυρεί πνευματική συγκρότηση, πείρα ζωής, ελευθερία σκέψης, στοχαστική διάθεση, κοινωνικό προσανατολισμό, χιούμορ, πολλές ευαισθησίες και περίσσια αγάπη για τη γενέτειρά του, για το νησί του, αλλά και για τη δεύτερη πατρίδα του τη νύμφη του Θερμαϊκού, όπου σπούδασε και σταδιοδρόμησε. - Θεματολογικός πυλώνας του ο άνθρωπος της υπαίθρου και των αστικών κέντρων, ως δουλευτής της γης, ως αποχειροβίοτος εργάτης, ως μετανάστης και ως αναζητητής της γης της επαγγελίας (Στου Βελγίου τις στοές 76-80), ως λαθρομετανάστης (Ήρθα για δουλειά 107-107) ως πολιτικός πρόσφυγας, ως Έλληνας επαναπατριζόμενος, ως θύμα του διεθνούς πολιτικού αμοραλισμού, ο οποίος δρα εν ονόματι δήθεν της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (Το τελευταίο Ζάσταβα 183-189), κοντολογίς ως ενεργούμενο νοσηρών πολιτικο-κοινωνικών καταστάσεων. - Ο Ξενοφών Μαυραγάνης αξιοποιεί στα πεζογραφήματά του πλήθος πατριδογνωστικών, λαογραφικών, ηθογραφικών, γλωσσικών-ιδιωματικών, κοινωνικών και οικονομικών στοιχείων, τα οποία έχουν σχέση κατά κανόνα με τη Λέσβο. Διαθέτει παρατηρητικότητα, φωτογραφική και συγχρόνως διεισδυτική, η οποία δικαιολογεί και ενδυναμώνει την περιγραφικότητα και την αφηγηματικότητα, ιδιότητες που χαρακτηρίζουν τον ευανάγνωστο και ρέοντα λόγο του. - Χωρίς να είναι θιασώτης απαρχαιωμένων αντιλήψεων, αισθάνεται συχνά πυκνά λύπη, νοσταλγία ή αποστροφή γι' αυτά που με το πέρασμα του χρόνου χάνονται στον καταποτήρα του παρελθόντος ή αλλοτριώνονται επικίνδυνα ή μεταστοιχειώνονται ανορθόδοξα ή δρομολογούν τον όλεθρο και την καταστροφή, όπως η απόρριψη υγιών στοιχείων της παράδοσης, η ρηγμάτωση των ηθών και των εθίμων, η εγκατάλειψη και η ερήμωση της υπαίθρου (Οικίαι εκατόν είκοσι 14-18), η αποβιομηχάνιση του τόπου, η μείωση των αναγκαίων αγαθών, η θυσία των πάντων στη φρενίτιδα του εκσυγχρονισμού, η καταλυτική τυποποίηση των προϊόντων (Ψάρι με κεφάλι και ουρά 30-39, απ' όπου και ο τίτλος του βιβλίου, η δημογραφική αποδυνάμωση, η απώλεια της εθνικής ταυτότητας και της μητρικής γλώσσας (Η ρίζα του γιασεμιού 9-13), ο ογκούμενος ρατσισμός καθώς και η άμβλυνση του ωραίου και η περίσσεια της κακογουστιάς στη εποχή μας. - Με το δεύτερο αυτό βιβλίο ο Ξενοφών Μαυραγάνης έδωσε και άλλα δείγματα της θελκτικής γραφίδας του, της συγγραφικής στόφας του, της κοινωνικής ευαισθησίας του, της υφολογικής απλότητάς του και της πλεονάζουσας αγάπης για την ιδιαίτερη πατρίδα του.
Γιάννης Χατζηβασιλείου, περιοδικό «Αγιάσος» Ιούλιος -Αύγουστος 2011, τεύχος 185.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις