0
Your Καλαθι
Ο κήπος των νεκρών
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Στην κηδεία της Νόνας Αικατερίνας, τελευταίας κυρίας μιας ξεπεσμένης αριστοκρατικής οικογένειας της επαρχίας, εμφανίζεται η πεθαμένη από εικοσαετίας μητέρα του αφηγητή, για να την παραλάβει για τον άλλο κόσμο και να την προετοιμάσει για την αιωνιότητα. Τις σαράντα μέρες που ακολουθούν την κηδεία τις περνούν στο κτήμα, όπου κάποια στιγμή αναμειγνύονται οι ζωντανοί με τους νεκρούς, κρίνεται η μικροϊστορία της περιοχής, ανατρέπονται αντιλήψεις για ιδεολογικές, θρησκευτικές και μεταφυσικές δοξασίες και ανακινείται το ζήτημα της επικοινωνίας του κόσμου των νεκρών με τον κόσμο των ζωντανών, του παρελθόντος με το παρόν. Το βιβλίο δεν δοκησισοφεί, αλλά καταφεύγει στο χιούμορ, το σαρκασμό και την ποίηση για να περιγράψει εικόνες και να αφηγηθεί παράξενα περιστατικά.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Για όσους γεννήθηκαν, ή μεγάλωσαν εκεί, η έκφραση το χτήμα (πέραν του τοπικού προσδιορισμού και των πολλών -συναφών ή μη- άλλων) περιλαμβάνει εκ προοιμίου ένα πλέγμα αισθημάτων και ένα πλήθος αναγωγών, μυθικών ή και εξωτικών ακόμη. Πρόσωπα, σχέσεις, καταστάσεις, ζώα παράξενα και φυτά σπάνια αποκόπτονται από το καθημερινό τους αντίκρισμα, απομονώνονται από τα παρακείμενα αστικά όρια και καθίστανται ένα κύκλωμα κλειστό, κάπως απρόσιτο, ενίοτε ερμητικά απαγορευτικό. Τα υψηλά περιτειχίσματα, τα κάγκελα, τα αγκαθωτά συρματοπλέγματα, οι αδιαπέραστες πόρτες κ.ά. επιτείνουν το μυστήριο και δημιουργούν όργιο φαντασιώσεων...
Αγνοώ τους λόγους για τους οποίους η περί χτήματος μυθολογία άνθησε (και ακόμη θάλλει) κυρίως στην Πελοπόννησο - και κατ' εξοχήν τη βορειοδυτική. Σε αυτό συνέβαλαν προφανώς η μονοκαλλιέργεια της σταφίδας και του αμπελιού γενικότερα, η συνεπακόλουθη ανάπτυξη αστικών κέντρων και λιμανιών, ο μικρός κλήρος, το εύφορο έδαφος, ίσως και οι αγροτικές καταβολές των νεοαστών.
Ανάλογες, περίπου, θα πρέπει να είναι οι συνθήκες που ευόδωσαν τη δημιουργία χτημάτων στη Στερεά (όπου τον ρόλο της σταφίδας καταλαμβάνουν τα πορτοκάλια), ενώ τελείως άλλες προϋποθέσεις λειτούργησαν στα Ιόνια νησιά.
Σε όλες, πάντως, τις περιπτώσεις σταθερό (πλην ανομολόγητο) χαρακτηριστικό παραμένει κάποιο είδος άμιλλας και μια υπόγεια τάση εντυπωσιασμού των ομόρων κτηματιών... Στο χτήμα μας καλλιεργήθηκαν προπολεμικά τα (άγνωστα, τότε) χαμαικέρασα, τα εντυπωσιακά χρυσάνθεμα «Ειρήνη», η ανυπέρβλητη ποικιλία αχλαδιών «Δουκέσσα», τα μελιτόχροα υπερπρώιμα σύκα κ.ο.κ. - ενώ στα χαμηλότερα κλαδιά των Καζουαρινών (φυτά ιθαγενή της Αυστραλίας) φώλιαζαν παγόνια με τις φαντασμαγορικές τους ουρές...
Αυτή η περί χτήματος μυθολογία έχει περάσει (λίγο απαρατήρητα) στη λογοτεχνία μας: αναφέρω πρόχειρα τον Αντώνη Τραυλαντώνη («Η εξαδέλφη») και τον εκ πύργου Διονύσιο Κόκκινο («Μια τουφεκιά στο Γαλάζιο Νερό», όπου Γαλάζιο Νερό είναι η ονομασία χτήματος στην Αιγιαλεία). Νομίζω ότι και το κλασικό μας μυθιστόρημα της εφηβείας, η «EROICA» του Κοσμά Πολίτη, σε αυτή τη μυθολογία ακουμπάει -για να μην αναφέρω και εκείνο το σημαδιακό «Λεμονόδασος»: εκεί, άλλωστε, πραγματοποίησε και ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, το 1863, την ερατεινή του «Εκδρομή εις Πόρον».
Μακρηγόρησα (παρά πάντα κανόνα...) για να πω απλώς ότι, διαβάζοντας την κριτική της Μάρης Θεοδοσοπούλου για το βιβλίο του πρωτοεμφανιζόμενου Χάρη Μαυρομάτη Ο κήπος των νεκρών διαπίστωσα πως η σύναξη των τεθνεώτων εκεί, λαμβάνει χώραν στον μυθικό χώρο ενός χτήματος.
Εσπευσα να προμηθευτώ το βιβλίο και, διαβάζοντάς το με απόλαυση, μέτρησα στο τέλος ότι η λέξη χτήμα αναφέρεται στις 120 σελίδες του 46 φορές. Ας σημειωθεί ότι στις 112 σελίδες της (ερωτικής) νουβέλας του Κόκκινου Μια τουφεκιά στο Γαλάζιο Νερό (1936) η ίδια αυτή λέξη, το χτήμα, επανέρχεται 89 φορές. Κι εδώ, φυσικά, σταματάει κάθε άλλη ομοιότητα.
Ο Μαυρομάτης παρέχει στάγδην (και εμμέσως) τις τοπογραφικές πληροφορίες για την ταυτότητα «του νεκρού από φυτά και από ανθρώπους» χτήματος: ένα ποτάμι, στην απέναντι όχθη η Παναγία των Βλαχερνών, ένα διπλανό τσιφλίκι, η ελονοσία, τα άλογα, τα χέλια, ο δεσπότης Σεραφείμ, οι λιμνοθάλασσες, ο μεσίτης των πορτοκαλιών κ.ά. Εκεί, πάντως, θα συνάξει τους ήρωές του, αφηγούμενος εν είδει χρονικού ένα μεταθανάτιο σαραντάμερο.
Η πρώτη αρετή του βιβλίου είναι, προφανώς, η έκτασή του. Οι 120 σελίδες της νουβέλας εξασφαλίζουν στον συγγραφέα την απαραίτητη αφηγηματική οικονομία και επάρκεια, ενώ ταυτοχρόνως τον προφυλάσσουν από του να διολισθήσει στα βαλτόνερα, όπου βουλιάζουν αφειδώς θλιβερά κατασκευάσματα, αποκαλούμενα (ελέω βαθιάς αγνοίας του γράφοντος ή -συνηθέστερον- της γραφούσης, ως και των αγοραίων εκδοτικών επιταγών) μυθιστορήματα: ογκώδη φληναφήματα, αντιποιούμενα με θρασύτητα το σπανίζον σήμερα και άκρως απαιτητικό λογοτεχνικό αυτό είδος.
Βασική, όμως, αρετή του βιβλίου αποτελεί η πειστική (κι ενίοτε συναρπαστική) μείξη του πραγματικού με το υπερβατικό: τα περάσματα από τον έναν κόσμο στον άλλο λειτουργούν απολύτως φυσιολογικά. Ο αναγνώστης παρακολουθεί τα διαδραματιζόμενα με πλήρη άνεση.
Η αφήγηση κατακλύζεται από πλήθος εικόνων, η εναλλαγή των οποίων πραγματοποιείται με ρυθμό, τον οποίο συνηθίσαμε να αποκαλούμε κινηματογραφικό. Η περιγραφή, εξάλλου, ενός φιλμ που εστάλη (δήθεν) στον ήρωα, υποκαθιστά κατ' ουσίαν το, αρκετά συχνό, εύρημα μιας φωτογραφίας. Προκειμένου, όμως, για την τελική σύναξη ζώντων τε και τεθνεώτων, ο Μαυρομάτης προτιμά να στήσει ένα μεγαλειώδες θεατρικό σκηνικό. Οι γωνιές του κτήματος ήταν επιτάφιοι... Ο νεκρός του πρώτου επιταφίου θα προκύψει από τη βορειοδυτική γωνία του χτήματος -ο άλλος θα εμφανιστεί από τη βορειοανατολική.
Οι (ξεχασμένες;) δοσοληψίες του απάνω κόσμου, το δούναι και λαβείν, οι κοινές αναμνήσεις, τα απωθημένα μίση κ.λπ. επανέρχονται στο προσκήνιο. Αντάρτες, μισότυφλες θείες, αλαφροΐσκιωτοι, σέμπροι, κτηματίες, φίλοι κ.ά. προσέρχονται στο γλέντι της εξοχής: ένα καλαθάκι με μούρα διαφόρων χρωμάτων είναι η προσφορά στην κορυφαία εικόνα της νονάς, που αιωρείται καθιστή στην πολυθρόνα της.
Είναι προφανές ότι αυτή η υπερβατική σύναξη μόνο σε μια διάσταση ποιητική μπορούσε να ισορροπήσει -και ακριβώς εκεί χτίζει το κείμενό του ο Μαυρομάτης. Μια ποίηση υπόγεια, χθαμαλή, η οποία ενίοτε διεκδικεί την πρωτοκαθεδρία.
Ολοι οι πιτσιρικάδες ήταν ντυμένοι με χιλιοφορεμένα υπολείμματα δακρύων και με σανδάλια λησμονιάς.
Προέχει, πάντως, η ακρίβεια της περιγραφής, η παρατηρητικότητα του συγγραφέα και μια έντονη τάση διακωμώδησης. «Το ανεπαίσθητο, π.χ., τράβηγμα στο κουρτινάκι (προκειμένου μια κυρία να παραμονεύει σαν κλέφτης τις σκηνές του δρόμου»), είναι μια φράση που δίνει με εξαιρετικό τρόπο την ατμόσφαιρα μιας επαρχίας, βουτηγμένης στη λάσπη του ποταμού της.
Στο βιβλίο εμφιλοχωρούν και μερικές σελίδες που το ξεστρατίζουν και το αδικούν. Στοιχεία προφανώς αυτοβιογραφικά, καλυμμένες μικροκαταγγελίες του οικείου εργασιακού χώρου, προσωπικές πικρίες -ξεστρατίσματα, τα οποία δεν καταφέρνουν να επηρεάσουν ουσιαστικά την ατμόσφαιρα και το κλίμα του κειμένου.
Ο Μαυρομάτης μνημονεύει σε ένα σημείο της διήγησής του το βιβλίο του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη Το μυθιστόρημα της κυρίας Ερσης, «που της ήταν (της μητέρας του αφηγητή) άκρως προσφιλές για τους συνειρμούς του, πράγμα που τη βόλευε». Η θητεία (;) στον Πεντζίκη ερμηνεύει εν πολλοίς μερικά βασικά επιτεύγματα του βιβλίου -πλην, οι συνειρμοί, μας δημιουργούν εκάστοτε περίεργα (προσωπικά πάντοτε) παιχνίδια. Ετσι, π.χ., η πρώτη φράση του Κήπου των νεκρών, που με γοήτευσε αμέσως, μου ανεκάλεσε συνειρμικά τη φράση, με την οποία ο Πεντζίκης αρχίζει ένα κατ' εξοχήν σημαδιακό του βιβλίο -εννοώ την Πραγματογνωσία (1949): «Ο κυρ' Αλέξης βούλωσε το παράθυρο με μια φωτογραφία της οικογενείας του. Δεν είχε ακόμα ο ίδιος γεννηθεί...»
ΗΛΙΑΣ Χ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 30/11/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις