0
Your Καλαθι
Φωτογραφικά πανοράματα της Ελλάδας
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Όσο κι αν ο εικοστός αιώνας υπήρξε μια περίοδος εξαιρετικών ανακατατάξεων για τη σύγχρονη Ελλάδα, οι σχετικές φωτογραφικές μαρτυρίες είναι λιγοστές. Όχι, βέβαια, επειδή οι φωτογράφοι δεν αποτύπωσαν τις επιπτώσεις των πολιτικών αναστατώσεων, των στρατιωτικών κατακτήσεων και των εμφυλίων πολέμων. Απλώς αυτές οι εικόνες απέτυχαν να υποσκάψουν την πολύ διαφορετική εικόνα της Ελλάδας που κυριάρχησε, τόσο στην ίδια τη χώρα όσο και στο εξωτερικό, από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 και μετά: την εικόνα μιας αχρονικής αιώνιας Ελλάδας, αποκομμένης από την Ιστορία, μια σύνθεση όπου αναμειγνύονταν τα κλασικά αγάλματα, τα ασπρισμένα κυκλαδίτικα σπίτια, η θάλασσα και οι απλοί άνθρωποι, για να δημιουργήσουν την όψη ενός τοπίου λουσμένου στο φως και αμόλυντου από το δράμα του παρόντος.
Από τον Πρόλογο στο βιβλίο
ΚΡΙΤΙΚΗ
Tα φωτογραφικά πανοράματα είναι μια τεχνική φωτογράφησης γνωστή ήδη από τον 19ο αιώνα, και ιδιαίτερα δημοφιλής σε παλαιότερες εποχές, είτε με τη μορφή της καρτ ποστάλ είτε της επιτοίχιας φωτογραφίας. Ωστόσο, δεν έχει ερευνηθεί συστηματικά και παρά την άνθηση των φωτογραφικών εκθέσεων, δεν κυκλοφορούν βιβλία με πανοράματα. Tο λεύκωμα «Eλληνικά Φωτογραφικά Πανοράματα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός, επιχειρεί να καλύψει αυτό το κενό, και το πετυχαίνει.
H ιστορικός τέχνης Eύα Aντωνάκου και η Σουηδή φωτογράφος, επιμελήτρια των Φωτογραφικών Aρχείων της Aμερικανικής Σχολής Kλασικών Σπουδών στην Aθήνα Μarie Mauzy, με τη συνεργασία του συλλέκτη φωτογραφιών Mιχάλη Tσάγκαρη, οργάνωσαν μια επιβλητική έκδοση 145 σελίδων, με πανοράματα μοναδικής ιστορικής, αλλά και αισθητικής αξίας, που καταγράφουν τις μεγάλες αλλαγές της Eλλάδας τη μετεπαναστατική περίοδο και παράλληλα μαρτυρούν την εξέλιξη του ίδιου του μέσου. Πρωτοποριακή έκδοση σε διεθνές επίπεδο, χαρακτηρίζεται ήδη το λεύκωμα από κριτικούς.
Tα πανοράματα του τόμου, που είναι αποκλειστικά ελληνικών πόλεων και τοποθεσιών, κυμαίνονται σε διαστάσεις, από συνήθη, έως πολύ μεγάλα, όπως αυτό της Aθήνας που απαρτίζεται από πέντε μέρη. Σχεδόν όλα τα πανοράματα του βιβλίου, αποτελούνται από δύο ή περισσότερες ξεχωριστές φωτογραφίες, που έχουν ενωθεί για να δώσουν μια συνεχή άποψη της εικονιζόμενης περιοχής. O πυρήνας του υλικού της έκδοσης ανήκει στον Mιχάλη Tσάγκαρη, ο οποίος άρχισε να συλλέγει ελληνικές φωτογραφίες πριν από είκοσι πέντε χρόνια, με στόχο να δημιουργήσει μια συλλογή που θα αναδείκνυε τη χαμένη ομορφιά της Eλλάδας του 19ου αιώνα. «Oι υπόλοιπες φωτογραφίες», μας πληροφορεί η Eύα Aντωνάκου, «είναι από το μουσείο της Παλιάς Bουλής, αλλά και από ανθρώπους οι οποίοι είχαν στην κατοχή τους φωτογραφικά πανοράματα και μας τα διέθεσαν».
H ποικιλία του ελληνικού τοπίου και οι τοποθεσίες χωριών και κωμοπόλεων σε ακτές, νησιά, πεδιάδες και βουνά προσφέρονταν για πανοραμικές λήψεις. H διάδοση και εκτεταμένη χρήση της πανοραμικής φωτογράφησης στην Eλλάδα μετά το 1850 και μέχρι το 1900, πρέπει να ιδωθεί στο πλαίσιο της εθνικής ανοικοδόμησης, της πολεοδομίας, της εκβιομηχάνισης και της ναυτιλίας, του γενικότερου εκσυγχρονισμού ενός κράτους που είχε πρόσφατα ανεξαρτητοποιηθεί.
Tο νέο πνεύμα
«Eκείνη την εποχή οικοδομήθηκαν οι πόλεις, χαράχτηκαν οι πρώτοι δρόμοι. Tα πανοράματα είναι η οπτική μαρτυρία του νέου πνεύματος που επικρατούσε τότε στην Eλλάδα και εκφράζουν την περηφάνια αλλά και την ελπίδα για το μέλλον. Tον 19ο αιώνα που αναπτύχθηκε η βιομηχανία υπήρχε η τάση να δείχνεις τον μοντερνισμό, το καινούργιο. H βιομηχανία ήταν κάτι που είχε ασπαστεί ο κόσμος. Oπως στο εξωτερικό οι πανοραμικές φωτογραφίες έδειχναν για παράδειγμα το βιομηχανικό Λονδίνο, έτσι και στην Eλλάδα, έδειχναν το Λαύριο ή τη Σύρο με τα εργοστάσια. Eπίσης, πολλά πανοράματα φωτογράφιζαν και οι αρχαιολόγοι για να παρουσιάζουν καλύτερα τα ευρήματά τους, αλλά και επειδή τους βοηθούσαν να εντοπίσουν τοποθεσίες της αρχαίας γεωγραφίας. Yπάρχουν βέβαια και πανοράματα όπως αυτά της Aκρόπολης, του Θησείου και του Πειραιά, που προορίζονταν για τους τουρίστες».
Xωρίς ημερομηνία...
Tα περισσότερα πανοράματα είναι άγνωστων φωτογράφων, αλλά και αδιευκρίνιστης χρονολογίας. Για να τοποθετηθούν σε ένα χρονικό πλαίσιο και να συνοδευτούν από πληροφορίες, χρειάστηκε έρευνα πεδίου, μας εξηγεί η Eύα Aντωνάκου: «Σχεδόν κανένα πανόραμα δεν είχε ημερομηνία. Aπό κτίρια και εκκλησίες που υπήρχαν στις φωτογραφίες και από άλλα που δεν είχαν γίνει ακόμα, μπορέσαμε να ορίσουμε, με απόκλιση φυσικά, κάποια ημερομηνία. Tα στοιχεία που παραθέτουμε στο λεύκωμα είναι από περιγραφές ξένων περιηγητών Aγγλων, Γάλλων, Iταλών, που είχαν επισκεφθεί τότε την Eλλάδα και από ξένες αρχαιολογικές εταιρείες οι οποίες διαθέτουν πολύ υλικό για εκείνη την περίοδο. Tο μεγαλύτερο μέρος των στοιχείων το βρήκαμε στη Γεννάδειο Σχολή».
Πόσο άλλαξε
Aν στις φωτογραφίες του λευκώματος δεν υπήρχαν λεζάντες, πολλά μέρη με δυσκολία θα τα αναγνωρίζαμε. «Eδειξα σε κάποιους φίλους μου τις φωτογραφίες του Πειραιά και της Xαλκίδας, και παρόλο που είναι οι τόποι που μένουν δεν μπόρεσαν να τους αναγνωρίσουν. Tο λεύκωμα έγινε και γι’ αυτόν το λόγο. Για να δείξει πόσο έχει αλλάξει η Eλλάδα. Mήπως και σταματήσουμε να την καταστρέφουμε».
Γιούλη Eπτακοίλη
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 9-3-2003
ΚΡΙΤΙΚΗ
Τα πανοράματα απηχούν το ενδιαφέρον των ανθρώπων του 19ου αιώνα για την απεικόνιση του κόσμου, για τη θέασή του από απόσταση ως ολότητα και για την κατανόησή του ως τέτοια. Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με κάποια τμήματα της πόλης ή της φύσης, αλλά με μεγαλύτερες ενότητες, με την ίδια τη δομή του χώρου. Από την άποψη αυτή τα φωτογραφικά πανοράματα είναι πολύ κοντά στην γκραβούρα τοπίου ή πόλης, άλλο ένα διαδεδομένο είδος εικονογράφησης που γεμίζει τις σελίδες περιοδικών όπως το Illustrated London News ή τις εκδόσεις των περιηγητών. Και αυτό, όμως, σε τελευταία ανάλυση είναι ζωγραφική, λιγότερο ευέλικτο και λιγότερο παραγωγικό από τη φωτογραφία.
Από την άλλη, τα πανοράματα που περιλαμβάνονται στο λεύκωμα, σε αντίθεση με τις επί μέρους φωτογραφίσεις των αξιοθέατων, των κέντρων και των προβεβλημένων όψεων, μας αποκαλύπτουν όχι μόνο τη δομή αλλά και την υφή των πόλεων και συνολικότερα του αστικού χώρου στην Ελλάδα. Αν οι επί μέρους φωτογραφίες μάς δείχνουν μια συμβολική ταυτότητα των πόλεων (τις όψεις που θέλουν οι φωτογράφοι να χαρακτηρίζουν την πόλη), τα Πανοράματα, μέσα στη νατουραλιστική λογική τους, αποκαθιστούν την [ας την πούμε] «ιστορική» ταυτότητα των πόλεων. Η αντίδραση του σύγχρονου αναγνώστη στη θέα αυτών των πανοραμάτων μπορεί να πάρει νομίζω διάφορες κατευθύνσεις. Πρώτα απ' όλα υπάρχει η φυσική περιέργεια, το παραξένεμα που προκαλεί η εικόνα του παρελθόντος - όχι όμως του μακρινού, του αρχαίου, για παράδειγμα, όσο του κοντινού μας, αυτού που νιώθουμε ότι είμαστε συνέχειά του. Υπάρχει εδώ μια οσμή συγγένειας, μια αίσθηση δεσμών με αυτή την εποχή και τις εικόνες της που έχει ενδιαφέρον το γιατί αισθανόμαστε έτσι όταν τις βλέπουμε.
Υστερα υπάρχει συχνά η νοσταλγία μιας «χαμένης αθωότητας» - αυτή η στάση είναι πολύ διαδεδομένη σήμερα και πάνω της έχει στηθεί μια ολόκληρη βιομηχανία, η βιομηχανία της νοσταλγίας. Στην περίπτωσή μας πρόκειται για τη μικρή πόλη, τη χαμηλής δόμησης πόλη, για τη μικρή κλίμακα σε σχέση με τη σημερινή τερατώδη ανάπτυξη της πόλης που είναι περιτριγυρισμένη από την ύπαιθρο, εικόνες που αναδεικνύονται έντονα σε αυτά τα πανοράματα. Σε αυτή τη στάση της νοσταλγίας απηχούνται στη συνείδησή μας τα προβλήματα, τα αδιέξοδα και η κρίση της σύγχρονης πόλης, η αδυναμία να διακρίνουμε ένα ευχάριστο μέλλον για το αστικό περιβάλλον στο οποίο ζούμε. Η διαταραχή της ισορροπίας ανάμεσα στον άνθρωπο και στο περιβάλλον του, που βιώνουμε στην εποχή μας, προβάλλεται στην εξιδανίκευση του παρελθόντος.
Από την άλλη, υπάρχει και αυτό που εκπέμπουν τα ίδια τα πανοράματα προς τον αναγνώστη τους, όπως το επισημαίνουν οι συντελεστές της έκδοσης στα εισαγωγικά κείμενα του λευκώματος: η αποτύπωση του καινούργιου, της νέας πραγματικότητας, της μοντέρνας Ελλάδας. Από αυτή την άποψη οι βιομηχανικές ζώνες, τα λιμάνια, η ανάδειξη των αρχαιοτήτων και των νεοκλασικών μεγάρων είναι συμπληρωματικές πλευρές της νεωτερικότητας, της οποίας η φωτογραφία είναι ο πιο πιστός μάρτυρας.
Την υπεροχή του αστικού χώρου δεν μπορούμε να την εισπράξουμε βέβαια μόνο από το τοπίο του καθαυτό: μόνο η Κέρκυρα, η Ερμούπολη, η Πάτρα και λίγο η Αθήνα φαίνονται να είναι συμπαγείς πόλεις· με κανέναν τρόπο δεν μπορούμε να τις πούμε μεγάλες. Η Θεσσαλονίκη - παρ' όλο που στην έκδοση περιλαμβάνονται δύο φωτογραφίες της με τα ερείπια της πυρκαϊάς του 1917 - είναι η μόνη πραγματικά μεγάλη πόλη. Οι υπόλοιπες, ακόμη και ο Πειραιάς ή το Λαύριο, τα σύμβολα της ελληνικής εκβιομηχάνισης, φαίνονται περισσότερο σαν κωμοπόλεις, σαν αραιά δομημένες αστικές τούφες, χωρίς δρόμους και εσωτερικό συγκοινωνιακό δίκτυο, σαν νησίδες μέσα σε μια κυρίαρχη ύπαιθρο. Ακόμη είναι φανερή η υπανάπτυξη των συγκοινωνιακών υποδομών μεταξύ των πόλεων - έχουμε να κάνουμε με μια εποχή όπου τα επικοινωνιακά δίκτυα αναπτύσσονται κυρίως στη θάλασσα με τις παράκτιες διαδρομές και τις μεγάλες διεθνείς γραμμές, όπου το κυρίαρχο μέσο είναι ακόμη το ιστιοφόρο, όπως το βλέπουμε στις φωτογραφίες του Πειραιά, της Πάτρας, του Αργοστολίου, των Σπετσών κτλ.
Ωστόσο, δεν υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στην αίσθηση που εκπέμπουν οι πόλεις και σε αυτό που βλέπει ο σύγχρονος αναγνώστης. Για να πω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, το 1880, εποχή που οι Πειραιώτες πιστεύουν ότι η πόλη τους είναι το ελληνικό Μάντσεστερ και την παρομοιάζουν με τις αμερικανικές μεγαλουπόλεις, ένας γάλλος επισκέπτης τον παρουσιάζει σαν κωμόπολη τόσο στο μέγεθος όσο και στα ήθη· του θυμίζει μάλιστα μικρή γαλλική επαρχιακή πόλη. Ολα είναι σχετικά.
Αξίζει εδώ να θυμηθούμε τη διαπίστωση ενός άλλου γάλλου μελετητή της Ελλάδας που έγραψε ότι το κλειδί για την κατανόηση της ελλαδικής πραγματικότητας είναι το μικρό μέγεθος των τόπων! Και πράγματι αυτές οι πολίχνες που αποτυπώνονται στα πανοράματα, τότε ακριβώς που είναι αυτά τραβηγμένα, συγκροτούν έναν αστικό χώρο, πληθυσμιακά μειοψηφικό - μιλούμε για την εποχή πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή και την έλευση των προσφύγων - αλλά οικονομικά, διοικητικά και λειτουργικά κυρίαρχο μέσα στον κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό. Οι μικρές πόλεις, που είναι χωροταξικά μικροί θύλακοι μέσα στην ύπαιθρο, στην πραγματικότητα ελέγχουν ολόκληρη την αγροτική ενδοχώρα του κράτους μέσα από τους πιστωτικούς κυρίως μηχανισμούς. Αλλωστε εκτός από τα μεγέθη υπάρχουν και οι δυναμικές: οι ακατοίκητες εκτάσεις που περιβάλλουν τις πόλεις του λευκώματος είναι και μια πρόσκληση για επέκταση του αστικού χώρου, στην κατάληψή τους.
Η σημασία αυτής της έκδοσης βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, πέρα από τα άλλα, και στο ότι αποτελεί ένα παρθένο πεδίο για έρευνα. Πρώτα απ' όλα ξεψαχνίζοντας τις φωτογραφίες θα ανακαλύψουμε πληροφορίες που δεν υπάρχουν στις γραπτές πηγές. Αλλά πολύ περισσότερο είναι χρήσιμη διότι όλα όσα μπορούμε να ξέρουμε από την έρευνα των γραπτών πηγών τα βλέπουμε συμπυκνωμένα σε μια εικόνα. Το γεγονός αυτό εκτός του ότι μας δίνει μια μορφή, μια φόρμα σε αυτά που προσπαθούμε να συγκροτήσουμε με την ανάλυση, μας δημιουργεί και νέα ερωτήματα και, κατά συνέπεια, νέα γνώση.
Βάσιας Τσοκόπουλος (ιστορικός)
ΤΟ ΒΗΜΑ , 06-04-2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις