0
Your Καλαθι
Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου - Δεμένο
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
[...]
Ο Μαζάουερ ερευνά τις αλλαγές που προέκυψαν όταν η Ελλάδα αναγκάστηκε, εξαιτίας της οικονομικής ύφεσης, να πάψει πλέον να στηρίζεται στις αγροτικές εξαγωγές, τα υπερπόντια εμβάσματα και τα εξωτερικά δάνεια και να στραφεί προς μια πολιτική αυτάρκους ανάπτυξης, θεμελιωμένης σε εντόπιες πηγές. Και διαπιστώνει πως η κατάρρευση της ανοιχτής διεθνούς οικονομίας άφησε την Ελλάδα σε θέση μικρότερης οικονομικής εξάρτησης από τον έξω κόσμο συγκριτικά με όσα ίσχυαν προηγουμένως. Τα πλεονεκτήματα αλλά και τα μειονεκτήματα αυτού του νέου τύπου ανάπτυξης είχαν γίνει πλέον φανερά τον Αύγουστο του 1936, όταν ο Ιωάννης Μεταξάς επέβαλε τη δικτατορία του.
[...]
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στο τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα ήταν πολλοί εκείνοι που, με βάση τις επιδόσεις και τους δείκτες, περίμεναν την κατάρρευση του ελληνικού οικονομικού οικοδομήματος. Θα ήταν όμως λιγότερο ανήσυχοι, αν ήξεραν ότι η Ελλάδα τα κατάφερε σε πολύ πιο αντίξοες συνθήκες ή, μάλλον, στην πλέον δύσκολη, εκείνη της μεγάλης κρίσης, του κραχ, του Μεσοπολέμου. Λες και την κατάλληλη στιγμή εμφανίζεται ο «θεός της Ελλάδας», αλλά στη συνέχεια συνηθίζει να μας εγκαταλείπει και χάνεται. Αυτόν το θεό μού δίνει την εντύπωση ότι ψάχνει να βρει ο συγγραφέας στην ενδιαφέρουσα πραγματεία του. Για να το πετύχει, ξεδιπλώνει όλες τις πτυχές του προβλήματος και, ύστερα από ενδελεχή αρχειακή μελέτη τραπεζικών εκθέσεων, εκδόσεων οργανισμών και ιδρυμάτων, αλλά και του οικονομικού Τύπου και εφημερίδων της εποχής, φέρνει στο φως πλούτο πληροφοριών, προσκομίζοντας άφθονο και δυσεύρετο πρωτογενές υλικό. Καταπώς λέγει ο ίδιος, θέλει να προσεγγίσει το θέμα εφαρμόζοντας τη συμβουλή του Νίκου Σβορώνου προς τους ιστορικούς: Να πάψουν να θεωρούν τον «ξένο δάκτυλο» πανάκεια για την ερμηνεία όλων των δεινών μας, και αντ' αυτού να εμβαθύνουν στο θέμα της αλληλεπίδρασης των εγχώριων πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών δυνάμεων.
Κατά την πραγμάτευση του θέματος, ο Μαζάουερ αναφέρεται αρχικά στην κληρονομιά των πολέμων 1912-1922 και στις επελθούσες εδαφικές και δημογραφικές μεταβολές, καθώς και στις τάσεις που επικρατούσαν στο δίπολο: γεωργία - βιομηχανία, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο θέμα της αγροτικής μεταρρύθμισης, δηλαδή της απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών για την αποκατάσταση των ακτημόνων γεωργών, μετά την ψήφιση του νόμου 1072 του 1917, που αποτελεί το τολμηρότερο νομοθέτημα της νεότερης Ελλάδας. Στη συνέχεια, σχολιάζει την κρίση κατά την περίοδο αιχμής 1929-1932, με την εμπορική στασιμότητα και την πολιτική οικονομία του καπνού, από τη μια μεριά, και τη μάχη της δραχμής και τον «κανόνα του χρυσού», από την άλλη. Περαιτέρω, ο συγγραφέας αναφέρεται στην ανταπόκριση του κράτους στην κρίση την περίοδο 1932-1936, με την υποτίμηση και τη στάση πληρωμών, το νέο εμπορικό καθεστώς και την ανάκαμψη της γεωργίας και της βιομηχανίας. Τέλος, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις οικονομικές όψεις της πολιτικής κατάρρευσης οδεύοντας προς τη δικτατορία του Μεταξά.
Ο Μαρκ Μαζάουερ, καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, που δίδαξε και στα Πανεπιστήμια Σάσεξ και Πρίνστον, αναφέρει ότι το βιβλίο του προέρχεται από τη διδακτορική του διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (1987) με τίτλο: «Towards autarchy: The recovery from crisis in Greece: 1929-36» («Προς την Αυταρχία: Η ανάκαμψη από την κρίση στην Ελλάδα: 1929-1936»). Αν, όπου Autarchy (αυταρχία) έβαζε κανείς την ομόηχη της λέξη στην αγγλική: Autarky (αυτάρκεια), δεν νομίζω ότι θα αφίστατο από την πραγματικότητα, μια και η αυτάρκεια αποτελεί κεντρική συνιστώσα ή, καλύτερα, κομβικό σημείο στην ανάπτυξη του θέματος.
Μάλιστα το θέμα της αυτάρκειας αποτέλεσε κύριο σημείο τριβής μεταξύ των φιλελευθέρων Βενιζελικών (υπέρ) και των συντηρητικών Λαϊκών (κατά). Ο Μαζάουερ, επιχειρηματολογώντας, εξηγεί «πώς» και «γιατί» η Ελλάδα αναγκάστηκε, λόγω της κρίσης, να πάψει να στηρίζεται στις αγροτικές εξαγωγές, στα εμβάσματα και στα δάνεια και να στραφεί σε μια πολιτική αυτάρκους ανάπτυξης θεμελιωμένη σε εγχώριους πόρους. Παρατηρήθηκε τότε, σύμφωνα με το ρητό «ουδέν κακόν αμιγές καλού», ότι η κατάρρευση της διεθνούς οικονομίας έφερε την Ελλάδα σε θέση μικρότερης οικονομικής εξάρτησης από τον έξω κόσμο, συγκριτικά με ό,τι ίσχυε πριν.
Παρ' όλα αυτά, δεν απέφυγε τη δικτατορία, αλλά αυτό δεν οφειλόταν τόσο σε οικονομικά αίτια, αλλά, όπως λέει και ο συγγραφέας, ο τότε κοινοβουλευτισμός δεν κατόρθωσε να προσαρμοστεί στις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας, αφήνοντάς τη διαιρεμένη και απαισιόδοξη.
Ο συγγραφέας στο βιβλίο του επιχειρεί μία πολυπαραγοντική ανάλυση στο ζήτημα της αυτάρκειας της χώρας και μεταξύ γεωργίας και βιομηχανίας δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στο θέμα της γεωργίας. Ούτως ή άλλως, δεν υπάρχει γεωργική δραστηριότητα στερούμενη του στοιχείου της οικονομικότητας. Επιπλέον, μέσα στον ορυμαγδό από τον απόηχο της Μικρασιατικής Καταστροφής και το κραχ, σε μια χώρα με κυρίαρχο το γεωργικό χαρακτήρα, σαν σχήμα οξύμωρο, παρατηρείται έντονη δημιουργική δραστηριότητα στον γεωργικό τομέα. Σε συνέχεια της ίδρυσης ξεχωριστού υπουργείου Γεωργίας το 1917, της Ανωτάτης Γεωπονικής Σχολής Αθηνών το 1920, ιδρύονται Αγροτική Τράπεζα Ελλάδος (ΑΤΕ) το 1929, ερευνητικά ιδρύματα, συνεταιρισμοί, οργανισμοί συγκέντρωσης και διαχείρισης γεωργικών προϊόντων, εκτελούνται μεγάλα εγγειοβελτιωτικά έργα με επέκταση της μηχανικής καλλιέργειας, λύνεται το χρονίζον αγροτικό ζήτημα με τη διανομή της γης και την αποκατάσταση των ακτημόνων και προσφύγων και τίθενται οι βάσεις για την αντιμετώπιση του σιτικού.
Είναι ακριβώς αυτό το τελευταίο, το «σιτικό», η «σιτάρκεια», δηλαδή η αυτάρκεια της χώρας σε στάρι, που αναδεικνύει ως ένα από τα κορυφαία θέματα στο βιβλίο του ο Μαζάουερ. Κι επειδή είναι μελετητής οξυδερκής, κατανοεί ότι, ενώ η επιλογή της σιτάρκειας ως στόχου είναι πράξη πολιτική, η επίτευξη του στόχου αυτού είναι διαδικασία κυρίως τεχνική, διότι πλην της απόδοσης νέων εκτάσεων στη σιτοκαλλιέργεια εις βάρος άλλων καλιεργειών, αναγκαιούσε και την εξεύρεση νέων, πιο αποδοτικών ποικιλιών σταριού. Ετσι, ο Μαζάουερ φωτίζει το debate μεταξύ δύο παρατάξεων γνωστών γεωπόνων της εποχής, οδηγούμενων από τον Ιωάννη Παπαδάκη και Γεώργιο Κυριακό, οι οποίοι τοποθετήθηκαν «υπέρ» και «κατά» της σιτάρκειας, αντίστοιχα.
Ομως, ο Μαζάουερ, κατά τη γνώμη μου, υπερέβη τα εσκαμμένα όταν, σχολιάζοντας τη σύνθεση της κυβέρνησης δικτατορίας Μεταξά, αξιολογεί τεχνικά τον Κυριακό, κρίνοντας ότι: «Ο Γεώργιος Κυριακός, ένας μάλλον μέτριος και συντηρητικός γεωπόνος, διορίστηκε υπουργός Γεωργίας, με σύμβουλο τον παρισινής παιδείας νεαρό πανεπιστημιακό καθηγητή Μπάμπη Αλιβιζάτο». Ενόμισα αρχικά ότι η λέξη «μέτριος» επρόκειτο περί μεταφραστικού λάθους. Ετσι, ανέτρεξα στο αγγλικό πρωτότυπο, για να διαπιστώσω ότι, με τη λέξη undistinguished, ο γεωπόνος Γεώργιος Κυριακός αδικείται και από τους δύο, συγγραφέα και μεταφραστή. Ο Κυριακός ήταν ιδιαίτερα διακεκριμένος γεωπόνος. Οχι μόνο επειδή ήταν από το 1943 τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, αλλά γιατί υπήρξε ακάματος εργάτης της γεωπονίας με έξοχη συμβολή στην ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας της χώρας μας.
Το ότι αντετέθη στον Παπαδάκη στο θέμα της σιτάρκειας, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η επιχειρηματολογία του ήταν ανερμάτιστη και εστερείτο βάσεως. Απλώς πίστευε ότι η μονοκαλλιέργεια του σίτου θα ήταν εις βάρος των εξαγώγιμων προϊόντων (καπνού, σταφίδας), αλλά και της κτηνοτροφίας, με τον περιορισμό της καλλιέργειας των άλλων δημητριακών που χρησιμοποιούνται ως ζωοτροφές, όπως αραβόσιτος, κριθή κ.λπ., γεγονός που τον αδικαίωσε μερικώς με την παρατηρηθείσα υστέρηση παράλληλης ανάπτυξης της ελληνικής κτηνοτροφίας, πράγμα στο οποίο αναφέρεται ακροθιγώς στο βιβλίο του ο συγγραφέας.
Τα γεωργικά προβλήματα είναι συνήθως πολύ πιο σύνθετα από όσο κατ' αρχήν νομίζουμε. Αυτό βέβαια ανεξάρτητα από το ότι, ορθά και συνετά, δόθηκε προτεραιότητα στην επίλυση του σιτικού, του μεγαλύτερου προβλήματος της γεωργικής ιστορίας του τόπου μας. Η σιτάρκεια συνιστά μείζον θέμα οικονομικής σημασίας αλλά και εθνικής στρατηγικής, που εστέφθη από επιτυχία, κάτω από τις προσπάθειες του πρωτοπόρου, επιστήμονος μεγάλου διαμετρήματος και παγκόσμιου βεληνεκούς και κύρους, Ιωάννη Παπαδάκη. Ούτε η συμμετοχή του Κυριακού στην κυβέρνηση Μεταξά ξενίζει ιδιαίτερα, αφού, όπως υπογραμμίζει ο Μαζάουερ: «Παρόμοιες συσπειρώσεις ειδικών και πανεπιστημιακών συναντούμε και σε άλλα αυταρχικά καθεστώτα της εποχής», γεγονός βέβαια που δεν νομιμοποιεί τη δικτατορία του '36, αλλά τη διαφοροποιεί από εκείνη του '67.
Εκείνο που θα μπορούσε κανείς να καταλογίσει ως λάθος, και μάλιστα μεγάλο λάθος, στον Γεώργιο Κυριακό, το οποίο συνέβη το 1937, ήταν ότι εσύρθη, ως υπουργός Γεωργίας, να καλύψει και να δικαιολογήσει διοικητικά τη διάλυση της ΑΓΣΑ και τη μεταφορά και ενσωμάτωσή της στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Και αυτά έγιναν γιατί δεν εξελέγη καθηγητής στην ΑΓΣΑ ο προστατευόμενος και συντοπίτης του Μεταξά από την Κεφαλονιά Μπάμπης Αλιβιζάτος, ένας πρώην σοσιαλιστής με λαμπρές νομικές, πολιτικές και οικονομικές σπουδές, που με τις μελέτες του έδωσε στήριξη στις γεωργικές μεταρρυθμίσεις, όταν αυτές εβάλλοντο από το σύνολο του Τύπου της εποχής και τους τσιφλικάδες των οποίων τα κτήματα απαλλοτριώθηκαν. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Η μετάφραση του κειμένου, ενός δύσκολου πράγματι υλικού που εμπλέκει αρκετά γνωστικά αντικείμενα, είναι άρτια, με ρέοντα λόγο. Το ότι ο Επαμεινώνδας Σ. Κυπριάδης εμφανίζεται, τόσο στο κείμενο όσο και στη βιβλιογραφία, ως Σ. Κυπριάδης, οφείλεται σε λάθος που παρεισέφρησε στο αγγλικό πρωτότυπο. Ομως, η απόδοση της ονομασίας της υπηρεσίας που διηύθυνε ο Ιωάννης Παπαδάκης στη Θεσσαλονίκη, από «Σταθμό Καλλιτερεύσεως Φυτών» (Ινστιτούτο μετά το 1931), μέσω του «Crop Improvement Centre» του αγγλικού κειμένου, σε «Κέντρο Βελτίωσης Εσοδείων» θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Δεν δικαιούμαστε, έστω κι αν παραμένουμε μέσα στο «πνεύμα», να παραποιούμε το «γράμμα» της ονομασίας ενός ιδρύματος, όταν μάλιστα αυτό πρόκειται για ένα ιστορικό ίδρυμα με κορυφαία συμβολή στην επίλυση του σιτικού προβλήματος της χώρας.
Ο Μαρκ Μαζάουερ έγραψε ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο. Μια σημαντική μελέτη για την Ελλάδα στην εποχή του Μεσοπολέμου. Μία σπουδαία συμβολή στην ιστοριογραφία της σύγχρονης Ελλάδας για την κατανόηση των σχέσεων των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών φαινομένων και διαδικασιών. Ακόμη μια επιτυχής επιλογή και προσφορά του ΜΙΕΤ στο αναγνωστικό κοινό. Τροφή σκέψης για όλους, κυρίως τους νέους μελετητές.
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΖΩΙΟΠΟΥΛΟΣ (αναπληρωτής καθηγητής)
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 07/02/2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις