Θεσσαλονίκη. Πόλη των φαντασμάτων

Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι και Εβραίοι 1430-1950
Έκπτωση
40%
Τιμή Εκδότη: 37.29
22.37
Τιμή Πρωτοπορίας
+
286100
Συγγραφέας: Mazower, Mark
Εκδόσεις: Αλεξάνδρεια
Σελίδες:575
Μεταφραστής:ΚΟΥΡΕΜΕΝΟΣ ΚΩΣΤΑΣ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/10/2006
ISBN:9789602213544
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Άμεσα διαθέσιμο
Θεσσαλονίκη:
Άμεσα διαθέσιμο
Πάτρα:
Άμεσα διαθέσιμο

Περιγραφή

Τι είναι αυτό που κάνει τη Θεσσαλονίκη μια τόσο μοναδική πόλη; Νέα και ωστόσο ήδη κλασική, αυτή η μελέτη αναζητεί την απάντηση στα πεντακόσια χρόνια της νεότερης ιστορίας της, κατά τα οποία αναδείχθηκε πρώτα ως οθωμανική και αργότερα ως ελληνική μητρόπολη, ενώ στην ίδια περίοδο ήταν επίσης μια εβραϊκή πόλη.
Διάσημος βρετανός ιστορικός ειδικευμένος στην ευρωπαϊκή, βαλκανική και ελληνική ιστορία, ο Μαρκ Μαζάουερ αρχίζει αυτή την ιστορία της Θεσσαλονίκης από την αρχαιότητα, γρήγορα όμως κάνει το άλμα προς το 1430, όταν η βυζαντινή πόλη περιήλθε, επί σουλτάνου Μουράτ Β΄, στην οθωμανική εξουσία. Εκεί παρέμεινε ώς το 1912, οπότε επανήλθε οριστικά στην ελληνική κυριαρχία, με μόνη παρένθεση τα χρόνια της ναζιστικής κατοχής. Αυτό που κάνει την ιστορία της τόσο ξεχωριστή είναι η ποικιλία των θρησκευτικών ομάδων που άνθισαν στο εσωτερικό της. Πρώτοι ήρθαν οι χριστιανοί: με αφετηρία τον μάρτυρα του τρίτου αιώνα Δημήτριο, η Θεσσαλονίκη εξελίχθηκε σε ισχυρό κέντρο της ανατολικής Ορθοδοξίας. Με τη σειρά τους, οι μουσουλμάνοι επέβαλαν το ισλάμ, αντικαθιστώντας τις εκκλησίες με τζαμιά, μέχρι την αποπομπή τους το 1922, στο πλαίσιο της ανταλλαγής πληθυσμών. Ήδη από το τέλος του Μεσαίωνα, η πόλη περιλάμβανε επίσης έναν εβραϊκό πληθυσμό Σεφαραδιτών εξόριστων από τη δυτική Ευρώπη, που την ανέδειξε σταδιακά σε κέντρο όχι μόνο του ανατολικού εμπορίου αλλά και του ιουδαϊκού μυστικισμού και μεσσιανισμού, για να γνωρίσει αργότερα τον εξανδραποδισμό και την εξόντωση στο στρατόπεδο του Aουσβιτς.

Η γενικότερη μετάβαση από έναν κόσμο αυτοκρατοριών σ’ έναν κόσμο εθνικών κρατών αποτυπώνεται στην εμπειρία της πόλης, ενώ τα εναλλασσόμενα ρεύματα εθνοτικής και θρησκευτικής συνύπαρξης και αλληλοσπαραγμού, ευημερίας και καταστροφής, κάνουν προφανή τη σημασία αυτού του ιστορικού παραδείγματος σήμερα. Όμως η πολυεπίπεδη εργασία του Μαζάουερ δεν προσφέρει απλώς κάποια επίκαιρα μαθήματα ιστορίας. Στηριγμένη σε συστηματική αρχειακή έρευνα, πλέκει την πολιτική διαδρομή της πόλης με λεπτομερείς πληροφορίες και ζωντανές εικόνες από την καθημερινή ζωή της, ανασυγκροτώντας έτσι τη συλλογική μνήμη των μεγάλων κοινοτήτων και των άλλων ομάδων και προσώπων που φιλοξένησε στο πέρασμα του χρόνου.

Κριτική
Ο Μαρκ Μαζάουερ έχει κάνει διάσημη τη Θεσσαλονίκη με το έργο του για την ιστορία και τα φαντάσματά της που σηκώνονται από τους τάφους τους, είτε αυτά είναι διπλωματικά έγγραφα είτε αλληλογραφίες, ιστοριογραφίες, φωτογραφίες και μνήμες των κατοίκων μαζί με διεισδυτικές παρατηρήσεις του χώρου και του τόπου. Πρόκειται για «δεδομένα» που στοιχειοθετούν μια συναρπαστική αφήγηση. Είναι ένα δείγμα μέθεξης να μπαίνεις σε σπίτια φίλων εδώ, στην Αγγλία ή αλλού και να βλέπεις το βιβλίο αυτό στις βιβλιοθήκες τους.. Και μετά είναι και το άλλο -οι ευρύτερες επιπτώσεις. Παλιά, πολλοί συνάδελφοι, κυρίως στην Αμερική, με ρωτούσαν: Πόσο μακριά ζεις από την Αθήνα; Τώρα με ρωτούν: Είσαι από τη Σαλονίκη του Μαζάουερ; Κι εγώ περήφανα απαντώ: Ναι!

Salonicco, Selanik, Soloyn, Salonika, Salonique: 13 παραλλαγές του ονόματος της πόλης βρίσκει ο συγγραφέας μόνο στον Μεσαίωνα. Η Θεσσαλονίκη μοιάζει να είναι μια γυναίκα που την ιδιοποιούνται όλοι όσοι τη συναντούν και θέλουν ονομάζοντάς τη με τον δικό τους τρόπο να την κάνουν δική τους. Η ικανότητα του Μαζάουερ, και του μεταφραστή του, που τον ακολουθεί εξίσου δημιουργικά, να περιγράφει το «εδώ και τώρα» με έναν τρόπο που τον αναγνωρίζουμε όλοι εμείς που ζούμε τη Θεσσαλονίκη σε καθημερινή βάση, είναι μαγικός. Είναι μαγικός γιατί περιγράφει με την ικανότητα του ξένου που βλέπει τη λεπτομέρεια που διαφεύγει στον ντόπιο, και σαν ντόπιος, γιατί ιδιοποιείται την οικειότητα που νιώθουν οι κάτοικοι που βιώνουν την πόλη καθημερινά. Ο τίτλος είναι κι αυτός μαγικός: «Θεσσαλονίκη, πόλη των Φαντασμάτων». Ποια είναι αυτά τα φαντάσματα; Ο υπότιτλος δηλώνει τα κύρια δρώντα πρόσωπα ως κοινωνικές ομάδες που έζησαν στην πόλη: Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι και Εβραίοι. Πρόκειται για κυρίαρχα φαντάσματα που κυκλοφορούν και στοιχειώνουν τις μνήμες της πόλης και των κατοίκων της.

Υπάρχει μια βρετανική παράδοση που θέλει τα φαντάσματα να συμμετέχουν στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων -κατοίκων πύργων, πόλεων και περιοχών. Πρόκειται για μια παράδοση που ξεκινά από τον Σέξπιρ και τον «Αμλετ». Εχει όμως και τη νεωτερική της εκδοχή: γενιές ολόκληρες Βρετανών, και όχι μόνον, γαλουχήθηκαν με το αθάνατο «Φάντασμα του Κάντερβιλ» του Οσκαρ Γουάιλντ δημοσιευμένο σε συνέχειες στο περιοδικό «Court and Society Review» το 1887. Είναι ένα φάντασμα που συνυπάρχει στο τέλος του 19ου αιώνα με την οικογένεια του Αμερικανού πρέσβη στην Αγγλία, Χίραμ Οτις. Η οικογένεια των Αμερικανών δεν πτοείται από τις βρετανικές ιδεοληψίες και αναλαμβάνει εν πολλοίς, όχι μόνο να συζήσει, αλλά και να φροντίσει το φάντασμα λαδώνοντας τις αλυσίδες του, για να μην τους ενοχλεί ο θόρυβος όταν περιφέρεται στο σπίτι! Τα φαντάσματα, μας λέει ο Οσκαρ Γουάιλντ, δεν είναι καλά ή κακά -αλλά συνυπάρχουν μαζί μας και τα βλέπουμε ανάλογα με τις διαθέσεις μας· εκείνο που χρειάζεται είναι κάποιος να μας δείξει πώς να μην τα φοβόμαστε. Ο Μαζάουερ κάνει κάτι παρόμοιο.

Ενα τέτοιο βιβλίο με το μέγεθος και εύρος των θεμάτων που καλύπτει δεν μπορεί παρά να είναι πολλά διαφορετικά πράγματα για πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους. Είναι, όπως μας λέει ο ίδιος, η πατρίδα του Αγίου Δημητρίου και η σεφαραδίτικη «Μητέρα του Ισραήλ» (σ. 27), μία διαλεκτική αλλά και ταυτόχρονα έντονα συγκρουσιακή σχέση που αποκτάει τη λογοτεχνική της μορφή καθώς καθιερώνεται μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος που δημοσιεύει η εφημερίδα «Μακεδονία» για τον άτυχο έρωτα ανάμεσα σε μια Εβραιοπούλα κι ένα Ελληνόπουλο, το καλοκαίρι του 1931. Το μήνυμα, μας λέει ο Μαζάουερ, είναι «ότι οι χριστιανικές οικογένειες που έπιαναν φιλίες με τους Εβραίους οδηγούνταν στην καταστροφή» (σ. 493). Το μήνυμα αυτό ισχύει και για όσους διάβασαν και το «Τρίτο Στεφάνι» του Ταχτσή -μοιάζει να ισχύει τουλάχιστον μέχρι την εξορία της εβραϊκής κοινότητας που αποδεκατίστηκε στη γερμανική κατοχή. Η μνήμη της εβραϊκής κοινότητας καταδικασμένης σε σιωπή είναι ένα σημαντικό ερώτημα που σχετικά πρόσφατα έχει αρχίσει να διερευνάται συστηματικά και το συγκεκριμένο βιβλίο κάνει ένα σημαντικό βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση.

Ο Μαζάουερ γράφει αποφεύγοντας σημαντικούς σκοπέλους, καθώς εστιάζει την αφήγησή του στο επίπεδο των κοινωνικών σχέσεων. Ενας ανθρωπολογικός θα έλεγα τρόπος γραφής που στηρίζεται στις «πηγές», μεταξύ των οποίων και η προφορική ιστορία -που μας δίνει τη «ζωντανή ιστορία της Θεσσαλονίκης» όπως την ονόμασε η Αλκη Κυριακίδου Νέστορος . Μ' έναν τρόπο όλη η αφήγηση της ιστορίας της Θεσσαλονίκης μπορεί να είναι η ιστορία προσφύγων. Κι αυτή είναι μια ιστορία που αποτελεί και μέρος της δικής μου «επαγγελματικής διαστροφής» (με την καλή έννοια!). Ο όρος «πρόσφυγας» στα ελληνικά έχει τη δική του ετυμολογία και, όπως σε κάθε γλώσσα, τις δικές του συνδηλώσεις. Εν πολλοίς έχει ταυτιστεί με τους «Μικρασιάτες πρόσφυγες» του 1922. Από τη σκοπιά της Δυτικής Ευρώπης, είναι ένας όρος που χρησιμοποιήθηκε τον 16ο αιώνα για να περιγράψει τους ξένους στη Γαλλία (refugie), που συνέβαινε να είναι Καλβινιστές και βρήκαν άσυλο στην επικράτειά της από τη δίωξη των Ισπανών ηγεμόνων των Κάτω Χωρών. Εναν αιώνα αργότερα ο όρος υιοθετήθηκε από τα γαλλικά στα αγγλικά, όταν οι Καλβινιστές Ουγενότοι, διωκόμενοι από τον Λουδοβίκο XIV, βρήκαν άσυλο στην Αγγλία. Η δίωξη από μόνη της όμως δεν αρκεί. Οι πρόσφυγες πρέπει να βρουν και άσυλο. Δηλαδή η χώρα υποδοχής να επιτρέψει και να αναγνωρίσει την παρουσία τους. Οι σημερινοί πρόσφυγες (και οι προσφυγικές κρίσεις που κινητοποιούν τους σύγχρονους ακτιβιστές) είναι διαφορετικοί από τους πρόσφυγες που περιγράφει ο Μαζάουερ στο βιβλίο του για τη Θεσσαλονίκη. Οι πρώτοι πρόσφυγες στη Θεσσαλονίκη, με την έννοια αυτού που διώκεται λόγω των θρησκευτικών πεποιθήσεων ή της φυλετικής του καταγωγής, οι δύο θεσμικά αναγκαίες συνθήκες του σύγχρονου ορισμού τού πρόσφυγα, όπως καθιερώθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στο Διεθνές Ανθρωπιστικό Σύστημα, ήταν Εβραίοι.

«Η Θεσσαλονίκη», μας λέει ο Μαζάουερ στο 3ο κεφάλαιο που ονομάζεται ο «Ερχομός των Σεφαραδιτών», «ήταν το κύριο ευρωπαϊκό λιμάνι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας». «Καθώς οι Ισπανοί πρόσφυγες έφταναν στις προβλήτες κατά διαδοχικά κύματα, η πόλη μεγάλωνε αλματωδώς. Το 1520 περισσότεροι από τους μισούς από τους 30.000 κατοίκους της ήταν Εβραίοι και η ίδια είχε μεταβληθεί σε ένα από τα σπουδαιότερα λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου» (σ. 75). Η ταυτότητα, όμως, της πόλης παρέμενε ασαφής, παρ' όλο που τα κριτήρια ταυτοποίησης τον Μεσαίωνα ήταν σχετικά σαφή -θρησκευτικά και όχι εθνικά ή εθνοτικά. «Το 1478 περισσότεροι από τους μισούς κατοίκους ήταν Χριστιανοί. Το 1519 οι Χριστιανοί ήταν λιγότεροι από το 1/4». Εξισλαμίστηκαν ή η μείωση του χριστιανικού στοιχείου ήταν αποτέλεσμα της πληθυσμιακής αύξησης; Τα κριτήρια δεν είναι σαφή. Τα σύμβολα είχαν ήδη μεταλλαχθεί. Ο συγγραφέας αναρωτιέται αν σημάδι της αυξανόμενης αδυναμίας των χριστιανών ήταν το ότι πολλές από τις πιο σπουδαίες εκκλησίες από το 1490 μέχρι το 1540, ακόμη και ο Αγιος Δημήτριος, έγιναν τζαμιά...

Η δεύτερη μεγάλη φουρνιά ήταν οι «πρόσφυγες» που έφτασαν από τη Μ. Ασία και τα Βαλκάνια στις αρχές του 20ού αιώνα. Κι αυτοί, όπως και οι βουλγαρόφωνοι, οι Ρώσοι, οι Σέρβοι, οι Αρμένιοι, ήταν Χριστιανοί. Οσοι έμειναν έπρεπε να μάθουν να είναι ελληνόφωνες και να συμμετέχουν στην εγχώρια παραγωγή ως ιδιώτες, εργάτες και καταναλωτές. Ο εξελληνισμός της πόλης, μας λέει ο Μαζάουερ στο κεφάλαιο 14, με τον ποιητικό τίτλο «Η επιστροφή του Αγίου Δημητρίου», άρχισε, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, με τον εκχριστιανισμό της πόλης, όταν ύστερα από 500 χρόνια ο πολιούχος άγιος επισκέφτηκε σε όνειρο τον αρχιστράτηγο διάδοχο Κωνσταντίνο πριν από την ελληνική προέλαση στην οθωμανική Μακεδονία, στον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο -και, κατά την παράδοση, «δίδει του λέοντος καρδιά, του δίδει την ανδρείαν/ και γνώσιν υπεράνθρωπον διά την στρατηγίαν» (σ. 351).

Η χρονική σύμπτωση ανάμεσα στη Μικρασιατική Καταστροφή, την έλευση των προσφύγων και την εγκατάστασή τους στο ευρύτερο πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης έχει συχνά ερμηνευτεί ως μέρος της εγγενούς δυναμικής των Μικρασιατών προσφύγων, που μετά την επιτυχή οικονομική τους ένταξη θεωρήθηκαν και υπεύθυνοι για τον εξελληνισμό της πόλης. Η οπτική τού Μαζάουερ είναι πιο σύνθετη. Αφορά τη συγκρότηση των νέων εθνοτικών ομάδων σε κοινωνικές τάξεις και τη διαμόρφωση της κοινωνικής δομής της πόλης κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου (...). Η επιτυχής ένταξη των 92.000 προσφύγων στη Θεσσαλονίκη συνέπεσε με μια σειρά από προηγούμενες πολιτικές που οδήγησαν στην προοδευτική ελληνοποίηση της πόλης, ίσως ακριβώς γιατί ο όρος «Ελληνας» χρησιμοποιούνταν από τους κατοίκους σαν συνώνυμο του Χριστιανού. Σήμερα, στην εποχή της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης, το ζήτημα των προσφύγων παραμένει καίριο -χωρίς οι ίδιοι να είναι πάντα χριστιανοί.

Αν υπάρχει κάτι που πραγματικά γοητεύει στο βιβλίο του Μαζάουερ είναι ο τύπος της ιστορικής ανθρωπολογίας, που βασίζεται στη διεισδυτική επιτόπια έρευνα και στην ικανότητα συμμετοχής στα δρώμενα της πόλης. Η αφήγησή του σταματάει στο 1950. Ισως από τη σκοπιά των διεθνών εξελίξεων σήμερα η λανθάνουσα προτροπή που ενέχει η αφήγησή του είναι να μας κάνει να σκεφτούμε τα φαντάσματα του χτες με την αμεσότητα του «τώρα», θέτοντας το ερώτημα της μέθεξης όχι μόνο σε σχέση με τους απογόνους της Μικρασιατικής Καταστροφής και του Ολοκαυτώματος αλλά και με τους Ιρακινούς, Αλγερινούς και Αφγανούς πρόσφυγες που κατοικούν σήμερα σε υπόγεια της Αγίου Δημητρίου, στις φτωχογειτονιές της Ξηροκρήνης και της Σταυρούπολης. Περιοχές που δεν είναι άμεσα ορατές από το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην παραλία, που τόσο εύστοχα ξετυλίγει τον μίτο της αφήγησης στο πρώτο κεφάλαιο.

Το κείμενο αποτελεί συντομευμένη παρουσίαση του βιβλίου, που έγινε στη Θεσσαλονίκη, στις 8 Ιανουαρίου 2007.



ΕΦΗ ΒΟΥΤΥΡΑ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 02/02/2007

Κριτικές

Το νέο βιβλίο του Μαρκ Μαζάουερ είναι ένα αναγκαίο αριστούργημα: αναγκαίο επειδή γεμίζει ένα κενό και αριστούργημα επειδή το γεμίζει τόσο καλά.

Ένα σπουδαίο βιβλίο για μια πόλη μοναδική όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά και σε ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας.

Εξαιρετικό.-

πολυ καλο σε ταξιδευει σε παλαιοτερες εποχές

Το παρόν έργο του M. Mazower αποτελεί μια εξαιρετική πρόζα. Διακρίνεται από έντονο περιγραφικό χρώμα και μια ιδιαίτερη αναλυτική και διεισδυτική ματιά που χαρίζουν στο κείμενο ζωντάνια και το καθιστούν ένα πολύ ενδιαφέρον και καθόλα ευχάριστο ανάγνωσμα. Από λογοτεχνικής – αφηγηματικής πλευράς το έργο αγγίζει υψηλές κορυφές αναγνωστικής απόλαυσης.
Δεν θεωρώ όμως ότι κατορθώνει το ίδιο και στο πεδίο της ιστορικής εγκυρότητας. Ο σ. δεν ρωτά τις πηγές του αλλά τις αφουγκράζεται. Έτσι, αποκτούν την ίδια βαρύτητα και αξία οι σκόρπιες εντυπώσεις, απόψεις και γνώμες διαφόρων περιηγητών που ήταν περαστικοί από τη Θεσσαλονίκη και οι αφηγήσεις άλλων αφανών προσώπων με τις καταγραφές επίσημων αρχείων, άρθρων εφημερίδων ή ιστορικών μονογραφιών. Ίσως είναι ένας τρόπος να αναδυθεί η ιστορία ¨από τα κάτω¨, όμως πόση σχέση μπορεί να έχει αυτό με την ιστορική εγκυρότητα;
Ακόμα ο σ. αφήνει άκριτα τις ιδεολογικοθεωρητικές του παραδοχές να ερμηνεύσουν μονοσήμαντα τα γεγονότα, εφαρμόζοντας, ως συνταγή μαγειρικής, τη γνωστή θεωρητική θέση ¨περί κατασκευής του έθνους¨ σε όλα και σε όλους. Έτσι δεν είναι ξεκάθαρο ότι ¨υπήρχαν¨ πριν το 19ο αιώνα Έλληνες, Τούρκοι, Βούλγαροι κλπ. αλλά μόνο χριστιανοί, μουσουλμάνοι και εβραίοι. Οι Βλάχοι δεν ήταν Έλληνες αλλά έγιναν κατόπιν, ο Μακεδονικός Αγώνας ξεκίνησε μόνο από μια ενδοχριστιανική αντιπαράθεση κλπ. Αυτά όλα είναι έγκυρα στο βαθμό που η θεωρητική σου θέση επιβεβαιώνεται από τις ιδιαιτερότητες της ιστορικής εξέλιξης που ελέγχεις και αυτό εδώ είναι αρκετά αμφίβολο, γιατί πολύ πριν το 19ο αιώνα- αιώνα της ανόδου των βαλκανικών εθνών – κρατών και αφύπνισης του βαλκανικού εθνικισμού- υπάρχουν στον ελληνικό και ευρύτερο βαλκανικό χώρο πολλές καταγραφές ατόμων και ομάδων ( π.χ. κοινοτήτων ) που αυτοπροσδιορίζονται ( αλλά και αναγνωρίζονται από άλλους λαούς ) ως Ρωμιοί, δηλαδή χριστιανοί και Έλληνες, Γραικοί ή και Έλληνες το γένος. Αυτοί από πού προέκυψαν λοιπόν, εφόσον, σύμφωνα με τη θεωρία, η έννοια του έθνους θεωρείται γέννημα των νεότερων χρόνων;
Τέλος, για τους θιασώτες του πολυπολιτισμικού melting pot ή της πολυπολιτισμικής ανοιχτής και ανεχτικής κοινωνίας η αφήγηση του Mazower μάλλον θα τους απογοητεύσει. Η συμβίωση χριστιανών, μουσουλμάνων και εβραίων ( για τους τελευταίους διακρίνεται μια υπολανθάνουσα συμπάθεια του σ. σε όλο το κείμενο) ήταν μια ιστορία συνεχούς αντιπαράθεσης, σκληρού ανταγωνισμού και αντιπάθειας, αφού «όλοι διεκδικούσαν την πόλη για τον εαυτό τους στο όνομα του θεού» (τους). Εκ των πραγμάτων το χριστιανικό στοιχείο ήταν εκείνο που υπέφερε περισσότερο, αντιμετωπίζοντας τόσο το σκληρό οικονομικό, πνευματικό και πολιτισμικό ανταγωνισμό των εβραίων όσο και τις αυθαιρεσίες των μουσουλμάνων και της Οθωμανικής διοίκησης που έφτασαν έως και τις σφαγές κατά τη διάρκεια του 1821. Ως προς αυτό ο σ. δεν προσπαθεί να στρογγυλέψει τις γωνίες όπως άλλοι
(εγχώριοι) μεταμοντέρνοι ιστορικοί κι αυτό είναι αξιέπαινο. Εκείνο που δεν είναι αξιέπαινο – και δε με βρίσκει σύμφωνο – αλλά χρήζει ιδιαίτερης σκέψης και προβληματισμού είναι η παραδοχή του ότι «Ένα άλλο μέλλον μπορεί να χρειάζεται άλλο παρελθόν» (σελ. 554) καθώς αφήνει διάπλατα ανοιχτή την πόρτα για μια διαρκή αναθεώρηση της Ιστορίας (ανάλογα με τις ανάγκες που θα προκύπτουν!) με κίνδυνο να μετατραπεί η Ιστορία σε ιστορίες.
Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!