0
Your Καλαθι
Η Γη της επαγγελίας
Περιγραφή
Στο Η Γη της Επαγγελίας συναντάμε το ίδιο ευάλωτο αλλά και ανίκητο πνεύμα που κατέκτησε τις καρδιές των αναγνωστών του βιβλίου Οι Στάχτες της Αντζελα, που σ' αυτό το έργο ενηλικιώνεται.
Ο Μάκκολμ Τζόουνς έγραψε στην κριτική του στο περιοδικό Newsweek για το προηγούμενο βιβλίο του Φράνκ Μακ Κορτ: «Είναι, απλώς, ο καλύτερος παραμυθάς, ο οποίος μπορεί να γοητεύσει τόσο τους αναγνώστες του, ώστε να ζητούν κι άλλο όταν αυτός έχει τελειώσει... Και αποδεικνύεται ότι ξεπερνάει τον εαυτό του». Το Η Γη της Επαγγελίας είναι ένα από τα πιο πολυαναμενόμενα βιβλία της εποχής μας -ένα πραγματικό αριστούργημα.
Ο ιρλανδοαμερικανός εκπαιδευτικός Φρανκ Μακ Κορτ απέκτησε παγκόσμια φήμη με το αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Οι στάχτες της Αντζελα» (εκδόσεις Νέα Σύνορα, 2000), όπου κατέγραφε τις άθλιες συνθήκες ζωής της οικογενείας του στο Λίμερικ της Ιρλανδίας από την εποχή του οικονομικού κραχ ως τα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Το κείμενο είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο και σε χρόνο ενεστώτα. Αφηγητής είναι ο απλοϊκός Φρανκ από τα τέσσερα ως τα 18 του χρόνια. Μέσα από τα δικά του μάτια βλέπουμε τρία από τα έξι αδέλφια του να πεθαίνουν από την κακοζωία, τη μάνα του να ζητιανεύει για να εξασφαλίσει λίγες παραπάνω δεκάρες, τον πατέρα του να χάνει τη μία δουλειά πίσω από την άλλη λόγω αλκοολισμού, τους δασκάλους να διαπαιδαγωγούν με τη ράβδο και τους καθολικούς ιερείς να οδηγούν τους πένητες στην απόλυτη αποβλάκωση. Η «Γη της Επαγγελίας» είναι το δεύτερο μέρος της αυτοβιογραφίας του Μακ Κορτ και χαρακτηρίζεται από το ίδιο στυλ αφήγησης. Καλύπτει όμως την περίοδο 1949-1985 και διαφέρει θεματικά: περιγράφει τη σταδιακή και κοπιώδη μεταμόρφωση του αφηγητή από πάμπτωχο και ταπεινωμένο μετανάστη σε μορφωμένο και σχετικά ευυπόληπτο μικροαστό.
Η ιστορία αρχίζει τον Οκτώβριο του 1949, με τον 19χρονο Φρανκ Μακ Κορτ να φθάνει μόνος του στο λιμάνι της Νέας Υόρκης. Ο νεοφερμένος βρίσκεται σε αξιοθρήνητη κατάσταση: έχει διασχίσει τον Ατλαντικό με εμπορικό πλοίο, σκοπεύει να εγκατασταθεί σε έναν τόπο όπου δεν έχει συγγενείς και στο πρόσωπό του είναι ευδιάκριτα τα σημάδια μιας μιζέριας που έχει κακοφορμίσει τα δόντια του είναι σάπια και σπασμένα, τα μάτια του είναι πληγιασμένα από μια χρονία επιπεφυκίτιδα βαριάς μορφής. Είναι όμως και τυχερός μέσα στην ατυχία του: βρίσκει αμέσως δουλειά σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο επειδή διαθέτει αμερικανικό διαβατήριο και χάρη στην απρόσμενη βοήθεια ενός καθολικού παπά με σεξουαλικές ιδιαιτερότητες. Κατόπιν ο Μακ Κορτ εργάζεται στην κουζίνα του ξενοδοχείου, στο εστιατόριο ενός Έλληνα, σε αποθήκες και σε αποβάθρες. Κάνει τις πιο κακοπληρωμένες δουλειές που υπάρχουν, μένει ως οικότροφος σε μικρά δωμάτια με ημίτρελες σπιτονοικοκυρές, εξασφαλίζει με δυσκολία τα προς το ζην και επιπλέον στέλνει το μισό μηνιαίο εισόδημά του στη μάνα του και στα τρία αδέλφια του στο Λίμερικ. Οι άνθρωποι που συναναστρέφεται είναι συνήθως Ιρλανδοί, Έλληνες, Πορτορικανοί και μαύροι. Όλοι τους τον προτρέπουν να μορφωθεί αφού έχει το προνόμιο να μιλάει τόσο καλά αγγλικά. Εκείνος όμως τους απαντά ότι αυτό είναι αδύνατον διότι οι συνθήκες ζωής στο Λίμερικ τον ανάγκασαν να σταματήσει την εκπαίδευσή του στα 14 χρόνια του.
Όταν ο πόλεμος στην Κορέα κλιμακώνεται, ο Μακ Κορτ, παρά τα σοβαρά προβλήματα υγείας, δεν γλιτώνει την επιστράτευση. Τουλάχιστον δεν στέλνεται στο μέτωπο αλλά στην κατεστραμμένη Γερμανία όπου, ύστερα από μια σειρά κωμικές συγκυρίες, του απονέμεται ο βαθμός του δεκανέα. Στα χρόνια που ακολουθούν αυτή η επιτυχημένη θητεία τού επιτρέπει να εισαχθεί στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης ως βετεράνος πολέμου και μετά την αποφοίτησή του να εργαστεί ως καθηγητής Φιλολογίας σε ποικίλα γυμνάσια και τεχνικά κολέγια της αμερικανικής μητρόπολης.
Χωρίς αμφιβολία ο ταλαίπωρος αφηγητής καταφέρνει πολλά σε μικρό χρονικό διάστημα και κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες. Αυτό το γεγονός ωστόσο δεν είναι το κύριο θέμα του βιβλίου. Στην ουσία «Η Γη της Επαγγελίας» αναφέρεται στο ανεξίτηλο ψυχολογικό στίγμα της φτώχειας το οποίο δεν μπορεί να ξεθωριάσει με κανενός είδους κοινωνική ανέλιξη. Για την ακρίβεια σχεδόν κάθε σελίδα της αυτοβιογραφίας του Μακ Κορτ μοιάζει συνειδητά δομημένη ώστε να περιέχει μια σκηνή αμηχανίας ή ένα περιστατικό με το οποίο να εκδηλώνεται κάποιο βαθιά ριζωμένο ψυχολογικό σύμπλεγμα. Όταν, π.χ., ο νεαρός Φρανκ προάγεται σε δεκανέα και του δίνεται η άδεια να επισκεφθεί το Λίμερικ και να μπορέσει έτσι να κάνει φιγούρα κυκλοφορώντας με την αμερικανική στολή στην παλιά ιρλανδική φτωχογειτονιά, τα αποτελέσματα είναι μάλλον απογοητευτικά: η μόνη γειτόνισσα που τον επαινεί ειλικρινά για τη λεβεντιά του είναι μια τυφλή γριά· στο τοπικό μπαρ για νέους καταφέρνει μέσα στον πανικό του να ζητήσει σε χορό μια κοπέλα που κουτσαίνει. Έπειτα, όταν επιστρέφει στις ΗΠΑ και αποκτά την ιδιότητα του φοιτητή, δεν κοιτάζει τα γοητευτικά κορίτσια διότι φοβάται ότι θα κοκκινίσει και ζηλεύει τα καλοζωισμένα, υγιή παιδιά που έχουν τη δυνατότητα να μιλούν περί της κενότητας της ζωής. Ακόμη και όταν πετυχαίνει να καταλάβει την επίζηλη θέση του καθηγητή Φιλολογίας στο γυμνάσιο Στίβεσαντ, όπου φοιτούν τα παιδιά της νεοϋορκέζικης ελίτ, αισθάνεται κατώτερος από τους μαθητές του επειδή δεν διαθέτει απολυτήριο γυμνασίου.
Επιπλέον «Η Γη της Επαγγελίας» μιλάει με αφοπλιστική ειλικρίνεια για επώδυνους συμβιβασμούς και ανεκπλήρωτα όνειρα. Ο Μακ Κορτ από την εφηβεία του έλκεται βασανιστικά από το αντίθετο φύλο και οραματίζεται αόριστα την ελευθεριότητα αλλά κάθε φορά που συνδέεται με κάποια γυναίκα καταλαβαίνει ότι υπάρχει ο βάσιμος κίνδυνος να μην του ξαναδοθεί η ευκαιρία μιας σχέσης και νιώθει υποχρεωμένος να εξασφαλιστεί ξεπληρώνοντας το σεξ με τεράστιες ποσότητες αγάπης. Ξέρει από νωρίς ότι θέλει να γράψει έργα μυθοπλασίας αλλά γίνεται φιλόλογος. Προτού συμπληρώσει τα 30 χρόνια του συνειδητοποιεί πόσο ζηλεύει την μποέμικη ζωή των θαμώνων του Γκρίνουιτς Βίλατζ αλλά δεν τολμάει να αφήσει τη σταθερότητα του διδασκαλικού επαγγέλματος και παντρεύεται μια πανέμορφη γυναίκα με την οποία κατά βάθος δεν έχουν τίποτε κοινό.
Τελικά το βιβλίο είναι η αυτοβιογραφία ενός ανθρώπου που έχει κάνει τον απολογισμό του και δεν έχει μείνει καθόλου ευχαριστημένος. Ο Φρανκ Μακ Κορτ δείχνει με αυτή τη μαρτυρία του να θέλει να δικαιώσει την ελληνική παροιμία που λέει: «Είδε ο Θεός τον φτωχό και τον σιχάθηκε». Ή τον ευνούχισε.
Μιχάλης Μιχαηλίδης, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 18-03-2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις