Blue Tango

Έκπτωση
40%
Τιμή Εκδότη: 15.99
9.59
Τιμή Πρωτοπορίας
Υπάρχει και μεταχειρισμένο με €12.70
+
295085
Συγγραφέας: McNamee, Eoin
Εκδόσεις: Αλεξάνδρεια
Σελίδες:349
Μεταφραστής:ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΧΙΛΝΤΑ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/06/2007
ISBN:9789602213834
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Τη νύχτα της 13ης Νοεμβρίου του 1952, σ' ένα χωριό κοντά στο Μπέλφαστ, η δεκαεννιάχρονη Πατρίσια Κάραν, βρέθηκε δολοφονημένη με τριάντα επτά μαχαιριές. Όλοι, από τις τοπικές αρχές μέχρι τη Σκότλαντ Γιαρντ και τον βρετανικό στρατό, έδειχναν πρόθυμοι να διαλευκάνουν του έγκλημα. Αλλά ήταν πράγματι; Ή μήπως η ανάμιξή τους βοήθησε κάποιους από τους εμπλεκόμενους να θολώσουν τα ερά -τον φιλόδοξο αλλά καταχρεωμένο δικαστή και πατέρα της νεκρής, τη νευρασθενή μητέρα της, τον θρησκευόμενο αδελφό της; Όπως και να 'χει, το αποτέλεσμα ήτα μια από τις μεγαλύτερες δικαστικές πλάνες της πρόσφατης ιστορίας.[...]

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου







ΚΡΙΤΙΚΗ



Ακόμα και αν έχεις σοβαρές αντιρρήσεις για κάποια απερίφραστα του αστυνομικού μυθιστορήματος, σε όλη την ιστορική πορεία του, δεν μπορείς να μην αφεθείς ενίοτε στα (λίγα έστω) γλωσσικά του παιχνίδια, στην όποια ευρηματικότητα της εκφραστικής του: όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση του Ιρλανδού Οϊν Μακνάμι (1961) και του «Blue tango» του. Πιάνοντας ο τελευταίος το νήμα από έναν άλλον άριστο χειριστή του λόγου, τον Ρέιμοντ Τσάντλερ, αλλά και από πολλούς Ευρωπαίους, σύγχρονους ομοτέχνους του, ο γνωστός αυτός συγγραφέας και σεναριογράφος προτείνει πολλές ποιητικές λύσεις στη διαχείριση του θέματός του. Που αφορά την «αναψηλάφηση» μιας υπόθεσης δολοφονίας και μιας δικαστικής πλάνης στις αρχές της δεκαετίας του '50 στην πατρίδα του.

Ο Μακνάμι ασχολείται με την υπόθεση της άγριας δολοφονίας της δεκαεννιάχρονης Πατρίτσια Κάραν, σε ένα χωριό κοντά στο Μπέλφαστ, και της καταδίκης ενός γκέι φαντάρου, του Ιαν Χέι Γκόρντον, ο οποίος, αφού πρώτα κλείστηκε σε φρενοκομείο επί εφτά χρόνια, μετά πέρασε άλλα σαράντα απομονωμένος, μέχρι να αθωωθεί το 2000.

Αυτή την, εκ πρώτης όψεως, εντυπωσιακή και μάλλον απρόσφορη για σοβαρή και όχι εύκολη δραματοποίηση, λόγω της φόρτισής της, ιστορία ο συγγραφέας μας την αντιμετωπίζει με την άνεση ενός κλασικού «ηθογράφου», ο οποίος, μάλιστα, δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει και τον μεταφορικό λόγο για ποιητικές φυγές. Ετσι, το γειωμένο εξ ορισμού θέμα του αποκτά άλλες διαστάσεις ευρύτερες, ιδιότητες πτητικές. Εννοώ ότι πρόσωπα και καταστάσεις εικονογραφούνται με αποχρώσεις, το παρελθόν ζωντανεύει με απαιτήσεις, το βλέμμα κυκλοφορεί ανάμεσα στη σκηνογραφία ως μάρτυρας και συμμέτοχος όσων συμβαίνουν, οι ήχοι και οι σημαίνουσες σιωπές ξανακερδίζονται: ένας κόσμος αρχείων, αποδεικτικών εγγράφων, φθαρμένων φωτογραφιών, αποτυπωμάτων και σκόνης αποκτά σύγχρονη ταυτότητα. Το ασπρόμαυρο γίνεται (θλιμμένο) έγχρωμο, η κίνηση σαν σε ανάποδη προβολή φέρνει τα πρόσωπα από το τέλος προς την αφετηρία, τα πάντα ζητούν αποκατάσταση.

Γιατί αυτός που τα αναγέννησε, ξέρει να προσδίδει ρυθμό και υπόσταση σε σκιές, να προσθέτει στα κενά και τις παραλείψεις της τότε συγκυρίας εμπνευσμένες πινελιές, να ακούει με τρυφερή μελαγχολία εξομολογήσεις για «απιστίες και αμαρτίες» μιας επαρχιακής κοινωνίας, σε ένα αμέσως μεταπολεμικό περιβάλλον.

Η αφήγηση αιμοδοτεί χαρακτήρες και υπαινίσσεται κίνητρα με τους πιο λεπτούς χειρισμούς. Ακόμα και όταν χρειάζεται η περιγραφή να γίνει άμεση, λίγο πιο κάτω ή και ταυτόχρονα, μία αναπνοή εξευγενίζει την ατμόσφαιρα, κάνοντάς μας να αποδεχθούμε τη συνθήκη. Ολοι κυκλοφορούν με τον αέρα, λες, όσων γνωρίζουν την άφεση που δίνει ο χρόνος, σαν να βλέπουν ότι κάποιος τους παρακολουθεί με επιείκεια για τις αδυναμίες και τις ανεπίγνωστες πράξεις τους. Ο Μακνάμι μπορεί να μην έχει το εύρος ενός Ελρόι, όμως σε αντίθεση με αυτόν τον (εξαιρετικό) σκληρό, και αποτελεσματικό νατουραλίστα, έχει την ικανότητα να θυμίζει ότι και το αστυνομικό είδος, το θρίλερ ή το δικαστικό δράμα μπορούν να γίνουν μικρές ή μεγάλες τοιχογραφίες, κοινωνικού και ψυχογραφικού τύπου. Οτι φωνές σαν τη δική του, με μικρά μέσα, είναι σε θέση να γίνουν πολυφωνικά όργανα, μέσω των οποίων ακούγονται απρόσμενες τονικότητες.

Εχει λεχθεί, σωστά νομίζω, ότι η νουάρ αφήγηση, στο κείμενο και στην εικόνα, δεν συνιστά είδος αλλά τάση. Με λίγα λόγια, δεν μας καλεί να την αντιμετωπίσουμε ως έκφραση κλειστή σε πολύ ειδικούς κώδικες, αλλά ως τρόπος που αφορά μία πιο αναπεπταμένη περιοχή. Το «μαύρο», η μελαγχολία που υπαινίσσομαι, προϊόν και αυτή του περίφημου ευρωπαϊκού spleen, διαχέεται σε πολλές αφηγήσεις. Δεν βαφτίζει μόνον, ας πούμε, το «σκληρό» αστυνομικό είδος, αλλά συνδέεται και με άλλες εκφράσεις, που έχουν σχέση π.χ. με το δράμα ή το ψυχολογικό έργο: με γραφές, δηλαδή, που προτείνουν «γκρίζες» ατμόσφαιρες, χωρίς αυτές, κατ' ανάγκην, να διαποτίζουν αστυνομικές ίντριγκες.

Το ανά χείρας βιβλίο, πάντως, θυμίζει τις καλύτερες στιγμές της «μαύρης», αστυνομικής λογοτεχνίας, στην οποία οι Αγγλοσάξονες ενοφθάλμισαν σπουδαία στιλιστικά στοιχεία. Ο Μακνάμι αναδεικνύεται σε εξαιρετικό ανατόμο των καταστάσεων που διαχειρίζεται: σχεδόν εξ επαφής με τους ήρωές του, συλλαμβάνει και την παραμικρότερη, εσωτερική μετακίνηση. Νομίζεις ότι έχεις τα πρόσωπα κοντά σε ένα ευκίνητο, λεπταίσθητο φακό, στον πιο ευαίσθητο παλμογράφο, που καταγράφει αδιόρατες αντιδράσεις. Εάν ο Ζορζ Σιμενόν ακτινογράφησε τη γαλλική επαρχία του Μεσοπολέμου και όχι μόνο, με μία αφήγηση που κρατούσε τις αποστάσεις, ο Μακνάμι δεν διστάζει να συμμετάσχει στα δρώμενα, προτείνοντας τολμηρά έναν λόγο με ποιητικές προθέσεις.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο περί ου ο λόγος ασχολείται και με το σινεμά. Οι περισσότερες εικόνες του θυμίζουν κινηματογραφικά κάδρα, σαν την ακόλουθη, στην οποία μπορούμε να διακρίνουμε τη «συμμετοχή» του συγγραφέα: «...Μία εικόνα ζητούσαν από κείνη: αυτή της μοναχικής φιγούρας που στέκεται στη σκοτεινή είσοδο του Γκλεν, με το πρόσωπο αθέατο. Το μυστήριό της τους σαγήνευε. Είχαν την ανάγκη να φανταστούν τη σκηνή. Το θόρυβο και τα φώτα του λεωφορείου που, καθώς έφευγε, ξεθώριαζαν ολοένα. Το αυστηρό προφίλ μιας γυναικείας σιλουέτας. Φωτισμένης από πίσω, καταδικασμένης...». Η τελευταία φράση, που καταργεί την «αντικειμενική» αφήγηση και γίνεται προσωπική, με την έννοια της εμπλοκής του αφηγητή στα δρώμενα, όπως είπα, είναι συγγενική με πολλές ακόμα, προσεκτικά διασπαρμένες στο κείμενο. Ετσι, η θερμοκρασία του συνόλου ανεβαίνει, χωρίς συναισθηματικούς, όμως, γλυκασμούς και μελό εκτροχιασμούς. Το ένστικτο του Μακνάμι τον καθοδηγεί σωστά και η δοσολογία των εκφραστικών τρόπων λειτουργεί άριστα. Η αφήγηση περνά με ταχύτητα από το ένα πρόσωπο στο άλλο, τα σκηνικά εναλλάσσονται και αλληλοσυμπληρώνονται, συνθέτοντας αυτό το χαμηλόφωνο ρέκβιεμ για μικρές και μεγάλες απώλειες και αντινομίες, όπως θα έλεγε ο ποιητής.

Η ευρηματική γραφή του Μακνάμι ασχολείται περισσότερο με την άλω των προσώπων και τα καταφέρνει: αυτό είναι πολύ δύσκολο στο συγκεκριμένο είδος, το οποίο εντούτοις μοιάζει, ως εκ της φύσεώς του, να είναι σε θέση άμυνας απέναντι στη διεκπεραίωση συμβατικών ψυχογραφικών στοιχείων. Και αυτό γιατί η (αστυνομική) «έρευνα», που είναι το κέντρο της μυθοπλασίας του, υποτίθεται ότι μπορεί, ως μετωνυμία, να λειτουργήσει ανασκαπτικά, αποτελεσματικός «ορός αληθείας»... Ομως, όταν ο θεράπων του είδους δεν είναι ικανός (και συμβαίνει αυτό συχνά, δυστυχώς), η έρευνα, η ανάλυση -ονομάστε την όπως θέλετε- βρίσκει στα ρηχά, ανίκανη να αποπλεύσει, δέσμια των στερεοτύπων. Αντιθέτως, στο ευρηματικό «Blue tango» βρισκόμαστε μπροστά σε μια εντελέστατη διείσδυση στον χώρο των «προσωπικών δεδομένων», χωρίς, μάλιστα, να χρειάζεται ιδιαίτερος φωτισμός σε κίνητρα ανεκδοτολογικά. Οι χαρακτήρες σκιτσάρονται περισσότερο ως ατομικότητες, που αφορούν μία άλλη δραματική μυθοπλασία, ένα «συγκείμενο», όπως θα έλεγε ο Στέφανος Ροζάνης, παρά το ίδιο το αστυνομικό στόρι. Να και ένα άλλο ατού της συγκεκριμένης, ευφυούς αφήγησης.

Στην επιμελημένη μετάφραση, όχι μόνο δεν βρίσκεις ψεγάδια, αλλά εξαιρετικές λύσεις, οι οποίες μας βοηθούν να απολαύσουμε τη γοητευτική πρόζα ενός συγγραφέα κύριου των εκφραστικών του μέσων, ιδιαίτερου εκπροσώπου ενός είδους γραφής, ακόμα υποτιμημένης από πολλούς θιασώτες της λογοτεχνίας.



ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 23/11/2007

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!