0
Your Καλαθι
Καλοκαίρια και ενιαυτοί
Έκπτωση
35%
35%
Περιγραφή
Χθες ή σήμερα
αύριο ή ποτέ
τα φετεινά μου μάτια
τίποτα δεν τα συγκλονίζει.
Από το ποίημα ΦΕΤΟΣ σελ. 36
ΚΡΙΤΙΚΗ
Υπάρχουν στη ζωή του αναγνώστη περιπτώσεις αναμονής που κορυφώνονται, στη σκυθρωπή ατμόσφαιρα του χειμώνα, μόλις η τάξη του κόσμου καταλυθεί, ξαφνικά, από τη διάχυση μιας οραματικής ανταύγειας. Η μονοτονία διακόπτεται τώρα από τον παλμό ενός διαφορετικού πεπρωμένου. Η αστραπή της λησμονημένης οικειότητας, που απελευθερώνεται στη νοσταλγία του καλοκαιριού, προκαλεί το μούδιασμα των πάντων. Τα μάγια λύνονται. Παρόμοιες εκπλήξεις ευνοούνται από τη δύναμη της αντίθεσης ανάμεσα στην ανία, ως μεταφορά του θανάτου, και στην ανάμνηση μιας παιδικότητας γαλουχημένης με την αρχετυπική αιθρία των θερινών διακοπών, καθώς το παιδί, που αυτός ο αναγνώστης υπήρξε κάποτε, αιχμαλωτίζεται προσωρινά στο δίχτυ ενός εξαιρετικά υποβλητικού θροΐσματος.
Περιγράφω τη συνάντησή μου με τα ποιήματα του Μεγαλυνού, ένα βιβλίο 100 σελίδων, που έφτασε στα χέρια μου ακριβώς τη στιγμή κατά την οποία η ανάγνωση της λυρικής λογοτεχνίας προσφέρει μόνο χειμερινές απολαύσεις, και ούτε καν. Είναι γνωστό στους αναγνώστες αυτής της στήλης ότι συνηθίζω να μεταχειρίζομαι τα προσωπεία των εποχών (καλοκαίρι, χειμώνας) σαν δηλωτικά του βαθμού αντήχησης του ποιητικού σημαίνοντος. Στο κατώφλι λοιπόν εκείνο ταλαντεύτηκα για μια στιγμή, μη ξέροντας αν ο ενθουσιασμός μου οφειλόταν στην ιδιοσυγκρασιακή συγγένεια με τους ποιητές ενός αγαθού τόσο πολύτιμου όσο η αναπόληση των παιδικών καλοκαιριών, οπότε είχα ασφαλώς οδηγηθεί σε μια μεροληπτική συγκατάθεση, ή αν όντως υπήρχε σ' αυτές τις μπαλάντες του καλοκαιριού ένας απαράμιλλος στοχασμός του μεσογειακού κόσμου, που άξιζε να επαινεθεί ανεπιφύλακτα. Δηλαδή να επαινεθεί ως κάτι απείρως πιο αξιόλογο από τις στιχουργικές σημειώσεις ενός παραθεριστή με φιλολογικές κλίσεις. Πλέον, μπορώ να το βεβαιώσω.
Ο Μεγαλυνός είναι ένας ποιητής που αγαπούσα ανέκαθεν και που, σήμερα, ελάχιστοι από τους ενασχολούμενους με την περίφημη γενιά του '70 μνημονεύουν, για λόγους που γίνονται ίσως κατανοητοί άπαξ και λάβει κανείς υπόψη του τους μηχανισμούς της επετηρίδας, από την οποία βηματοδοτούνται, λίγο-πολύ, οι λογοτεχνικοί θεσμοί στο σύνολό τους. Φάνηκε ότι ο Μεγαλυνός δεν διαθέτει τα ανακλαστικά μιας τέτοιας κοινωνικότητας. Ωστόσο, η χαμηλόφωνη παρουσία του, αυτή η μέχρις υπερβολής μετριοφροσύνη, δεν είναι ικανή να μειώσει τη γοητεία του έργου το οποίο, εξωτερικά, υποβαθμίζει. Απεναντίας, του προσδίδει το κύρος μιας αξίας κρυπτικής, ενός χρησμού που κυκλοφορεί λαθραία μεταξύ μυημένων.
Λέγοντας «έργο» αναφέρομαι σε τέσσερα μόνο βιβλία, Στο δρόμο της χώρας (1980), Το μήλον της έριδος (1983), Κοσμικόν πάθος (1992) και το επίμαχο. Το πρώτο απ' αυτά, στην καρδιά μιας περιόδου αναστατώσεων, όταν η ελληνική ποίηση αντεπιτέθηκε στο μαρασμό της Β' μεταπολεμικής γενιάς με εκρήξεις νέων συνειρμικών τρόπων, αποτελεί ένα υπόδειγμα ισορροπίας ανάμεσα στις παρακαταθήκες της ευρωπαϊκής λογοτεχνικής σκηνής και τις ανορθόδοξες λύσεις του μοντερνισμού, όλο αυτό υποταγμένο σε μια μύχια αίσθηση αψεγάδιαστης μουσικότητας -εντάσεις που έσβηναν σ' ένα είδος γαλήνιας αναχώρησης της φράσης πάνω στο λίκνισμα των κυμάτων. Αυτό, θυμάμαι, δεν ήταν περισσότερο εντυπωσιακό απ' ό,τι η ίδια η εικονοποιία της συλλογής, όλος εκείνος ο έρωτας για την υγρασία που διαποτίζει τα πράγματα και για το πικρό, μαλθακό βύθισμα των τοπίων της ομίχλης που έβρισκαν εκεί πέρα την ιδεώδη ζωγραφική τους. Είναι αλήθεια ότι ο Μεγαλυνός ξεκίνησε σαν ποιητής του φθινοπώρου.
Το μήλον της έριδος κινείται στην ίδια γραμμή, αν και παρουσιάζεται πιο στιλπνό και συνάμα λιγότερο προσιτό, πιο κοντά στην τραχύτητα μιας ευγλωττίας που αναιρεί ή αποθαρρύνει τον εαυτό της με ελλειπτικά παιγνίδια, μεταφέροντας τη μαρτυρία ενός ποιητή που η επιδεξιότητά του πλησιάζει τώρα το φιλοσοφικό πεσιμισμό. Η φράση εξέπεμπε μια δόνηση περισσότερο αινιγματική παρά δραματική. Οπως και στο πρώτο, έτσι και στο δεύτερο βιβλίο υπάρχουν σπάνια ποιήματα και προτείνω στον αναγνώστη να τα αναζητήσει. Του προτείνω ν' αναζητήσει το ράθυμο, το σχεδόν μεταθανάτιο παφλασμό των κουπιών σε ποιήματα όπως το Κατάλληλον διά παίδας, εκείνη την εξασθένηση του άπνοου ρεαλισμού που στρέφεται στην εκλέπτυνση και την ξανασκηνοθετεί σαν μια υπέροχη έλλειψη, σαν ένα ειρωνικό σχόλιο των τυποποιήσεών της.
Το τρίτο βιβλίο, το Κοσμικόν πάθος, σημαδεύεται, αναπάντεχα, από τη στροφή σ' έναν λόγο απογυμνωμένο και κυριολεκτικό, στροφή τόσο αιφνιδιαστική ώστε μου προκάλεσε μεγάλη αμηχανία. Αυτό το αφοπλιστικά ειλικρινές ιντερλούδιο, η εισβολή της άμεσης συναισθηματικής ζωής, δεν με συγκίνησε, ομολογώ. Εντούτοις την κατανοώ εκ των υστέρων σαν μια παρένθεση οικειοθελούς νέκρωσης ή σαν χειρονομία αντι-ποιητικής προσχώρησης σ' ένα ιδανικό ηθικής αυτοτιμωρίας. Εδώ, το θέμα της ερωτικής ταύτισης με το αντικείμενο αναδύεται υπό μορφήν σιωπής. Μιλάω για τη σιωπή της μελωδικής φλέβας, της τόσο χαρακτηριστικής στον ποιητή για τον οποίο μιλάμε και ο οποίος δοκίμασε τώρα τον ίλιγγο μιας εξόδου από την ιδιοσυχνότητα του λυρισμού του.
Ο παράξενος αυτός αντίλαλος, που διάρκεσε δέκα χρόνια, διακόπτεται, εξίσου ξαφνικά, απ' τη μαρμαρυγή μιας θερμότητας που λιώνει όλες τις αντιστάσεις. Μέσα από τις αντιξοότητες που προϋποθέτει η ωριμότητα, επανέρχεται μια ισχυρή φωνή, έτοιμη να δείξει πόσο αναπτυγμένο είναι το αισθητήριό της στις κυμαινόμενες αντιθέσεις φωτός και σκιάς. Η μετακίνηση είναι διπλή, πρώτα αυτή που αφορά τις φόρμες, κατόπιν, και κυρίως, εκείνη που οδηγεί, τρόπον τινά, σε μια παραδείσια εμπειρία του προ-λογοτεχνικού αντικειμένου, δηλαδή της πληρότητας των παιδικών χρόνων, μυστικοπαθώς εκφρασμένης με το ανάποδο άλμα από το φθινόπωρο στο καλοκαίρι.
Είναι σαν ο άνθρωπος αυτός να εγκαταλείπει τις τέρψεις του δωματίου, απ' το παράθυρο του οποίου παρατηρούσε τους βρεγμένους δρόμους, και να περιπλανιέται επιτέλους στο περιβάλλον μιας συναρπαστικής χρωματικής και ακουστικής περισυλλογής, όπου βασιλεύει κάτι το δαιμονικό, κάτι απ' το σκοτεινό φως της ελληνικής παράδοσης, σταθερά αντιληπτό στον Κάλβο, στον Σικελιανό και στους ποιητές της γενιάς του '30. Γιατί η αναπαράσταση αυτού του καλοκαιριού, που η γλαυκότητά της γίνεται κατά τόπους υπνωτιστική, ακουμπάει επίσης πάνω στο άρρητο της πυκνότητας του θανάτου, ακουμπάει στο πραγματικό του θανάτου προς το οποίο οι λέξεις δεν μπορούν να απευθυνθούν παρά μόνον αποκλείοντας κάθε ηθική ή λογική μεσολάβηση. Το σκοτάδι αυτό, κρυμμένο μέσα στο φως, μπορεί να συγκριθεί με την επίδραση ενός Απόλλωνα χθόνιου και δολοφονικού. Δεν πρόκειται για το μελαγχολικό μήνυμα που ανταλλάσσουν τα φλεγόμενα σώματα του καλοκαιριού, δεν πρόκειται για λύπη μέσα στη χαρά της παροξυσμικής άνθησης των πραγμάτων και των φωνών τους, αλλά για έναν ήλιο του μεσονυχτίου, όπως το έλεγαν οι αλχημιστές. Είναι το φως που το κοιτάζεις και τυφλώνεσαι.
Αποδεικνύεται κάπως δύσκολο να μεταφέρω εδώ αυτό το αίσθημα της οξύτητας που προσλαμβάνει το φωτεινό φάσμα. Η ευγένεια, οι συμβολικές του αναλογίες, ο ευρωπαϊκός τόνος της ηπιότητάς του, όλ' αυτά ξεγελούν το μάτι. Ο λυρισμός του μοιάζει ενοχλητικά αθώος ή ναρκισσικός, με μια κοκεταρία που παραπλανά. Η αλήθεια είναι, τουναντίον, ότι συνδέεται με κάτι απερίγραπτο, όπως π.χ. η ίδια η ενστικτώδης ανάγκη του σώματος για ύπνο, τροφή, οργασμό κ.τ.λ., ανάγκη που δεν είναι αναγώγιμη σε λέξεις, επιθυμία που ο πυρήνας της δεν μπορεί να εκφραστεί διά της γλώσσας κι έτσι αιωρείται απειλητικά πάνω απ' τις πολυσύχναστες λουτροπόλεις σαν το αρνητικό του ήλιου. Ηλιος συνώνυμος με το κατράμι του καλοκαιριού, με μιαν έξαψη των μελανών σωμάτων που φοβίζει. Η βασανιστική υλικότητα του κάθε συγκεκριμένου πράγματος πυρακτώνεται γύρω από κάτι αρχέγονο και ανεκδήλωτο.
Πολλοί θα πουν ότι τα ποιήματα αυτά είναι παραφορτωμένα, ότι ο λυρισμός τους ξεχειλίζει. Αυτή η φλύαρη διάσταση παραμένει αναγκαίο κακό, επειδή εδώ, για να το θέσω μεταφορικά, το φως που διαπερνάει τα μεσογειακά θέρετρα καταλύει πολλά όρια και μαζί εκείνο της υπακοής σε πιο λακωνικές φόρμες και στην οικονομία τους. Εν πάσει περιπτώσει, δεν μου φαίνεται σωστό να αναζητάμε τον ομφαλό του ονείρου ανεξάρτητα από τις τυμπανοκρουσίες της ενορχήστρωσης. Είναι το απαράγραπτο μειονέκτημα του μαξιμαλισμού όλων των σημαντικών ποιητών για τους οποίους θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν φτιάχνουν ποιήματα αλλά ποίηση, κάτι σαν ατέρμονη ύφανση της φράσης εις αναζήτησιν του διαφεύγοντος. Π.χ. το ποίημα της σελ. 49 ίσως κέρδιζε αν περιοριζόταν στη δεύτερη στροφή του και αυτό της σελ. 46 αν περιοριζόταν στην πρώτη. Το ευρύ περιθώριο εφαρμογής μιας τέτοιας αυστηρότητας δεν σημαίνει ότι ποιήματα όπως Ο Ηλιογάβαλος στους σύρους βασιλείς ή Η εξήγηση μιας μάσκας ή το Μια ιστορία για τη νύστα δεν προσεγγίζουν το τέλειο.
Ο χώρος μού στερεί την πολυτέλεια να υπεισέλθω σε τεχνικά ζητήματα ποιητικής. Αν την είχα, θα αναφερόμουν στους ζωηρούς συνδυασμούς γλωσσικών ατμοσφαιρών και σε παρενθετικές προτάσεις που προξενούν την εντύπωση μιας σκόπιμης αδεξιότητας, σε πείσμα της λόγιας ακριβολογίας που ακολουθεί κ.τ.λ. Ο Τσαρούχης έλεγε πως ο Χατζιδάκις ήταν ο μόνος που συνέθετε μουσική πάνω σε μελοδραματικούς στίχους δίχως το αποτέλεσμα να θυμίζει οπερέτα. Ο Μεγαλυνός είναι ο μόνος που εξακολουθεί να γράφει το «Ω!» της κλητικής προσφώνησης δίχως να ταλαιπωρείται ο στίχος από την κενότητα της πόζας. Διασώζει, αντίθετα, έναν απόηχο απ' τον Ρεμπό. Οχι την έπαρση, αλλά κάτι λεπτό και φίνο, μια θαυμαστική υποδοχή των οριακών φαινομένων που εισχωρούν στον ιστό της λυρικής πραγματικότητας και την καθιστούν ενεργό. Ο σνομπισμός του είναι σκέτη ντροπαλότητα.
ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΑΡΑΝΙΤΣΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 21/03/2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις