Χαμένοι
Περιγραφή
Ενήλικος πια, παρακινούμενος από το ένστικτο του «ιστορικού της οικογένειας» και από τη φρικτή υποψία ότι η σιωπή του παππού του υποκρύπτει μια ιστορία αδελφικής προδοσίας, θα ξεκινήσει τη δική του οδύσσεια ανά τον κόσμο για να τρυγήσει από τους λιγοστούς πια γέροντες, πρώην κατοίκους του Μπόλεχοφ –όσους επέζησαν του Ολοκαυτώματος– τις τελευταίες τους αναμνήσεις για τον Σμιλ και τη μοίρα του, για τον θάνατο αλλά και τη ζωή των Εβραίων της Ευρώπης. Ο Ντάνιελ Μέντελσον μας χαρίζει το χρονικό της αναζήτησης ενός χαμένου παρελθόντος κατά τον τρόπο του Μαρσέλ Προυστ, αλλά και μιας πορείας προς την αυτεπίγνωση, θέτοντας ερωτήματα για τη φύση της γνώσης, για το πώς αφηγούμαστε τις
ιστορίες μας καθώς και για τη δυνατότητα καταγραφής της ίδιας τής Ιστορίας.Συνυφαίνοντας σφιχτά προσωπικές εμπειρίες με καίριες βιβλικές αναφορές και ιστορικά δεδομένα, οι Χαμένοιαποτελούν μια πλούσια σύνθεση,βαθιά συγκινητική και πνευματικά απολαυστική.
NATIONAL BOOK CRITICS’ CIRCLE AWARD ΗΠΑ 2006
ΒΡΑΒΕΙΟ MEDICIS ΓΑΛΛΙΑ 2007
Κ Α ΛΥ Τ Ε Ρ Ο Β Ι Β Λ Ι Ο Τ Η Σ Χ Ρ Ο Ν Ι Α Σ L I R E 2 0 0 7
Ο Ντάνιελ Μέντελσον έγραψε ένα πολύ συγκινητικό έργο για το «χαμένο» παρελθόν μιας οικογένειας, που παραπέμπει τόσο στο πληθωρικό έργο του Proust όσο και στα ελλειπτικά κείμενα του W.G. Sebald. Ένα εκπληκτικό επίτευγμα.
Joyce Carol Oates
Πέρα από μια συγκλονιστική αναζήτηση με όλα τα χαρακτηριστικά αστυνομικού μυθιστορήματος, οι Χαμένοι μιλούν για τις αινιγματικές παρεμβάσεις του Θεού στα ανθρώπινα, εμβαθύνοντας στον ρόλο του ακατανόητου και του αναπόδραστου που παίζει το τυχαίο στην Ιστορία.
J.M. Coetzee
Εποποιία και οικογενειακή ιστορία, στοχασμός και περιπέτεια, τραγωδία αλλά και κάποιες στιγμές κωμωδία, οι χαμένοι είναι ένα υπέροχο βιβλίο.
Jonathan Safran Foer
Κριτική:
Αναζητώντας έξι στα έξι εκατομμύρια
Ο Ντάνιελ Μέντελσον, Αμερικανός κλασικιστής εβραϊκής καταγωγής, καθηγητής σήμερα στο Bard College της Νέας Υόρκης, γεννήθηκε στο Λονγκ Αϊλαντ το 1960 και άρχισε να αποκτά αυτό που θα έλεγα -ελλείψει ακριβέστερου όρου- συνείδηση του εαυτού του, γύρω στην ηλικία των έξι ή επτά ετών, με μια δυσάρεστη εμπειρία για να ένα παιδί αυτής της ηλικίας: Οταν τον έβλεπαν οι γέροι συγγενείς του, ξαδέλφια του παππού του, ξεσπούσαν σε κλάματα και αναφωνούσαν πόσο έμοιαζε σε κάποιον Σμιλ. Αυτός ο Σμιλ ήταν ένας αδελφός του παππού του από την πλευρά της μητέρας του: Ο μόνος που είχε μείνει πίσω στην κωμόπολη του Μπόλεχωφ της Γαλικίας (την «παλιά πατρίδα», όπως έλεγαν οι δικοί του τον τόπο όπου η οικογένειά τους ήταν εγκατεστημένη περισσότερο από 300 χρόνια) και ο οποίος είχε το τέλος των υπόλοιπων Εβραίων της Κεντρικής Ευρώπης.
Ο Μέντελσον,γοητευμένος από το ύφος των αφηγήσεων του παππού του (κυρίως από το ότι εκείνος ο τρόπος κατόρθωνε να δίνει υπόσταση σε ανθρώπους που είχαν περάσει προ πολλού στη λήθη) οδηγείται σταδιακά -και σε μεγάλο βαθμό χωρίς να καταλαβαίνει πλήρως τα στάδια που τον οδηγούν εκεί- στην απόφαση να ανακαλύψει την ιστορία του χαμένου θείου Σμιλ, της γυναίκας του και των τεσσάρων θυγατέρων τους. Καρπός αυτού του αγώνα, που διαρκεί σχεδόν τριανταπέντε χρόνια, είναι το βιβλίο του «Χαμένοι: Αναζητώντας έξη από έξη εκατομμύρια», που κυκλοφόρησε στα ελληνικά προ ενός μηνός, από τις εκδόσεις «Πόλις» του Νίκου Γκιώνη, σε μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου.
Εδώ, να ανοίξω μία παρένθεση, για να πω ότι ο συγγραφέας δεν είναι τυχαία περίπτωση: Ο Ντάνιελ Μέντελσον μετέφρασε το έργο του Κ. Π. Καβάφη στα αγγλικά, στη «μετάφραση που θα μείνει, ίσως για τα επόμενα πενήντα χρόνια», κατά την -ατύπως διατυπωθείσα στον υπογράφοντα- γνώμη του εγκυρότερου εν ζωή Ελληνα καβαφιστή. Ούτε και το βιβλίο του όμως για τους χαμένους συγγενείς του κατατάσσεται στις συνήθεις εξιστορήσεις του είδους, όπου το μελόδραμα επικρατεί εις βάρος της κατά το δυνατόν ακριβέστερης εικόνας του παρελθόντος. Ο Μέντελσον προσπαθεί, κυρίως, να στήσει και πάλι, τόσο για τον ίδιο όσο και για τους αναγνώστες της αφήγησής του, τις χαμένες ζωές των δικών του: τι ήσαν και πώς ήσαν αυτοί οι άνθρωποι. Διερευνά, ασφαλώς, τις συνθήκες του θανάτου τους, αλλά αυτή ήταν η κοινή μοίρα των έξι εκατομμυρίων του Ολοκαυτώματος. Εκείνο όμως που τους έκανε να ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα θύματα του ασύλληπτου -βιομηχανικών διαστάσεων- εγκλήματος, εκείνο που ο ίδιος αναζητεί, επειδή μόνο αυτό μπορεί να τους κάνει τους χαμένους να ξαναζήσουν στη φαντασία των ζωντανών σήμερα, είναι η προσωπικότητά τους.
Για την πραγματοποίηση του έργου αυτού, ο συγγραφέας ζει τη δική του Οδύσσεια: Αρχίζει εξετάζοντας όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη κατοχή της οικογενείας του και συζητώντας με όποιον συγγενή ή φίλο της οικογενείας μπορεί να εισφέρει το παραμικρό, ενώ συγχρόνως διαβάζει ό,τι μπορεί να βρει στη βιβλιογραφία για την «παλιά πατρίδα» και ερευνά κάθε διαθέσιμη βάση δεδομένων, ώστε να σχηματίσει το δένδρο της οικογένειάς του. Επειτα -και πάντα με την τύχη αρωγό στον αγώνα του- εντοπίζει τους τελευταίους οκτώ εν ζωή Εβραίους του Μπόλεχωφ (από τους σαράντα οκτώ που γλίτωσαν από μια κοινότητα έξι χιλιάδων), τους επισκέπτεται στις χώρες όπου ζουν και προσπαθεί να τους κάνει να ανοιχθούν και να μιλήσουν. Ολα αυτά, δε, με την εξαντλητική σχολαστικότητα του εκπαιδευμένου λόγιου. (Σημειωτέον ότι ο Μέντελσον έκανε τη διδακτορική διατριβή του για την αρχαία τραγωδία στο Πρίνστον).
Αυτά που αποκομίζει ο Μέντελσον από το μακρύ ταξίδι, του οποίου η έκταση καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του, είναι απλώς ψήγματα από τις ζωές που κάποτε υπήρξαν. Συνοψίζονται το πολύ με πεντακόσιες λέξεις, τις οποίες συγκεντρώνει περί το τέλος του βιβλίου. Αλλά πώς συλλέγει αυτές τις λιγοστές ψηφίδες και πώς τις συνθέτει! Αν κάτι κάνει το «Χαμένοι» του Μέντελσον να ξεχωρίζει από ανάλογα βιβλία είναι η μέθοδος πού ακολουθεί ο συγγραφέας του και ο ευθύς τρόπος με τον οποίον την μοιράζεται με τον αναγνώστη. Το αληθινά συγκινητικό στο έργο του δεν είναι το αν, λ.χ., η εξαδέλφη του Φρίντκα ήταν έγκυος από τον Πολωνό εραστή της, όταν τους έπιασαν μαζί οι Γερμανοί και τους σκότωσαν, αλλά το πώς οι λιγοστές μνήμες, που οδηγούν στην ιστορία των δύο νέων, διαμορφώνονται από τις δυνάμεις της ζωής εκείνων που επέζησαν και τις μεταφέρουν στο σήμερα. Πώς, δηλαδή, είναι η ζωή, που συνεχίζεται και σπρώχνει πάντα προς τα εμπρός, εκείνη που σχηματίζει την εικόνα του παρελθόντος.
Εν τέλει, το ουσιώδες θέμα του βιβλίου είναι μάλλον το ταξίδι στο οποίο μας παίρνει μαζί του ο συγγραφέας, παρά ο προορισμός στον οποίον καταλήγει. Το «Χαμένοι» του Μέντελσον υπερβαίνει τους Εβραίους συγγενείς του στο Μπόλεχωφ και τη μοίρα τους. Είναι ένα βιβλίο για την προσέγγιση της αλήθειας, που δεν τη βρίσκουμε ποτέ στη συγκεκριμένη μορφή που ελπίζαμε, τότε που ξεκινούσαμε την αναζήτησή της· και, επίσης, ένα βιβλίο για τη φύση της αφήγησης: Για την παρηγοριά της απόστασης, που μας επιτρέπει να ενοποιούμε θραύσματα μιας ιστορίας, εκ πρώτης όψεως ασύνδετα, ώστε δίνοντάς τους σχήμα να τα καταλάβουμε.
Επειδή όμως πάντα δυσπιστώ στις αγνές προθέσεις (ιδίως όταν είναι δικές μου), οφείλω να παραδεχθώ το υστερόβουλο κίνητρο, που με έκανε να αφιερώσω ολόκληρη τη σημερινή στήλη στο βιβλίο του Μέντελσον: Ηταν ο μόνος τρόπος για να πάψω να κουράζω τους φίλους μου μιλώντας τους διαρκώς γι’ αυτό το ξεχωριστό βιβλίο...
Στέφανος Κασιμάτης, Η Καθημερινή, 10/2/2010
Κριτικές
08/07/2010, 10:36