Το απροστάτευτο
30%
Περιγραφή
Βόρεια Ελλάδα. Μέσα της δεκαετίας του ογδόντα. Οι ιαχές και τα συνθήματα «αλλαγή στην εξουσία», σπρωγμένα από τον Βαρδάρη, βουλιάζουν στη θάλασσα.
Η εύπορη ελληνική επαρχία, κρυμμένη στην αυτάρκεια – νάρκη της, προσπαθεί με κάθε τρόπο να ζεστάνει την παγωνιά της μοναξιάς της.
Μια δήθεν έκρηξη της πολιτιστικής ανάπτυξης χρησιμεύει ως τέλειο άλλοθι και καμουφλάρισμα ερωτικών διαστροφών και απωθημένων. Στη σκιά του Παγγαίου και της Ροδόπης, σε σεμινάρια υποκριτικής, ο Μπρέχτ στριμώχνει και παρενοχλεί σεξουαλικά τη Γκόλφω.
Μέσα σ’ ένα ανθρώπινο τοπίο –εφιαλτικά αφελές ή εφιαλτικά πωρωμένο;- γίνεται η παράξενη συνάντηση δύο αντρών.
Ο ένας με τις εμμονές και τις νευρώσεις δημοσίου υπαλλήλου της επαρχίας, ο άλλος με το άγχος και το φόβο του λαθρομετανάστη.
Τι πρέπει να κρύψουν;
Από τι πρέπει να κρυφτούν;
Χαμένες παρτίδες, μητριές πατρίδες και άγριες καταστάσεις, που αλίμονο αν σε συναντήσουν "απροστάτευτο".
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Κριτική:
Βρομιά σε λευκό μαντίλι
Ο βασανιστικός ερωτικός δεσμός ενός Ελληνα δασκάλου με έναν Βούλγαρο λαθρομετανάστη
Ενας διανοούμενος και ένας λαθρομετανάστης συνειδητοποιούν μέσα από τη σύντομη και αμφίπλευρα βασανιστική σχέση τους το ανέφικτο της αποδέσμευσής τους από τα κοινωνικά στερεότυπα που οριοθετούν τις υπάρξεις τους. Ο συνεσταλμένος δάσκαλος, αν και κοντεύει τα σαράντα, δεν έχει ακόμα συμφιλιωθεί με τις επιτακτικές επιθυμίες του σώματός του, αλλά γνωρίζει καλά να τις καταστέλλει και να τις αγνοεί. Ο νεαρός λαθρομετανάστης από τη Βουλγαρία, που βαφτίζεται από νωρίς στις σελίδες με το παρωνύμιο «το απροστάτευτο», εμφανίζεται εξίσου φοβισμένος και αγχωμένος με το έτερον ήμισυ, αλλά και σφόδρα αναστατωμένος από την υπονόμευση του ανδρισμού του. Ο Παναγιώτης Μέντης παρακολουθεί την οργή και τον φόβο των δύο αντρών, που μολονότι εδράζονται σε εντελώς διαφορετικές αιτίες, έχουν άμεσο αντίκτυπο στην αμοιβαία ερωτική τους επιθυμία. Ο δάσκαλος με πολύ κόπο αποτολμά το βήμα εκείνο που τον φέρνει στο περιθώριο του κοινωνικού του περίγυρου. Ενός περίγυρου, σημειωτέον, που τοποθετείται σε μια επαρχιακή πόλη της Βόρειας Ελλάδας, φορτισμένου συνεπώς με όλα τα αρνητικά στερεότυπα των μικρών κοινωνιών. Ο λαθρομετανάστης, από το άλλο μέρος, είναι, ούτως ή άλλως, αποκλεισμένος από την κλειστή κοινότητα της πόλης, και γι' αυτό δεν συμμερίζεται απολύτως το άγχος του συντρόφου του για την κακογλωσσιά του κόσμου. Ωστόσο και οι δύο δυσκολεύονται αφάνταστα να ξεπεράσουν την ντροπή και την ενοχή για την ομοφυλοφιλική τους σχέση.
Συναισθηματικός εκτροχιασμός
Η αντίστροφη μέτρηση για τον οριστικό τερματισμό του δεσμού αρχίζει μέσα σε ένα τρένο με προορισμό την επαρχιακή πόλη. Στο κλειστοφοβικό σκηνικό ενός βαγονιού οι δύο άντρες εκτονώνουν με αγριότητα την καταπιεσμένη ένταση των συναισθημάτων τους. Κατά τη σύγκρουσή τους εξωτερικεύουν κατηγορίες αποσιωπημένες, ανατρέχουν σε δυσάρεστα περιστατικά και εκστομίζουν για πρώτη φορά την πραγματική εικόνα που έχει ο ένας για τον άλλο. Ο δάσκαλος ανακαλύπτει έκπληκτος την πλεονεκτική του θέση και τη χρησιμοποιεί επιθετικά για να ταπεινώσει τον εξαγριωμένο σύντροφό του. Η έκρηξη του τελευταίου πυροδοτείται από τις μικρές, αδιόρατες και εν μέρει καλοπροαίρετες παραινέσεις του δασκάλου, οι οποίες ωστόσο κατατείνουν στον υποβιβασμό του, στην υπόδειξη της επισφαλούς του θέσης. Χαρακτηριστική στο αφήγημα είναι η επαναληπτική προτροπή του δασκάλου προς τον πληθωρικό Βαλκάνιο να χαμηλώσει τον τόνο της φωνής, να κάνει ησυχία, να μην προκαλεί την προσοχή των άλλων. Η αγωνία του να «σιγήσει» την ύπαρξη του συντρόφου του ισοδυναμεί με προσβολή ανυπέρβλητη για τον λαθρομετανάστη, η τελική εκδίκηση του οποίου στοχεύει ακριβώς στον αφανισμό του δασκάλου. Γενικότερα, η σχέση τους μοιάζει με αγώνα επιβολής της ανυπαρξίας ως επικύρωσης της ισχύος του ενός πάνω στον άλλο. Μέσα από τις αναδρομές της αφήγησης φανερώνεται η αρχική προσπάθεια του δασκάλου να φυλακίσει τον φιλοξενούμενό του μέσα στο διαμέρισμά του προκειμένου να αποκρύψει την οποιαδήποτε συναναστροφή μαζί του. Ομως και ο ίδιος, πριν ακόμα βάλει στο σπίτι του έναν άγνωστο, ζούσε στην κυριολεξία πίσω από κατεβασμένα ρολά, κρύβοντας τον εαυτό του από τους άλλους. Ο λαθρομετανάστης, από το άλλο μέρος, επιχειρεί να απογυμνώσει τον δάσκαλο από το περίβλημα αξιοπρέπειας και αυτοελέγχου που περισφίγγει την έμφοβη ύπαρξή του. Οχι, όμως, με πρόθεση να τον απαλλάξει από τον καταναγκασμό του αυτοπεριορισμού, όσο θέλοντας να τον φέρει αντιμέτωπο με τις αδυναμίες του και με αυτό τον τρόπο να τον φέρει πλησιέστερα στους δικούς του φόβους ως διωκόμενου, ευάλωτου ατόμου, να τον κάνει να αισθανθεί εξίσου απροστάτευτος με εκείνον.
Ο αμοιβαίος πόθος έρχεται να επιδεινώσει τον σκιώδη ανταγωνισμό των δύο πρωταγωνιστών. Εδώ οι συσχετισμοί δύναμης και επιβολής αντιστρέφονται καθώς η αυτοκυριαρχία του δασκάλου συνθλίβεται από την πηγαία σεξουαλικότητα του Βούλγαρου. Ο διανοούμενος με τις καλλιτεχνικές ανησυχίες χάνει αυτομάτως τις αντιστάσεις του απέναντι στο βαρύ αρσενικό. Βέβαια, το βαρύ αρσενικό έχει μια εξόφθαλμη αχίλλειο πτέρνα -είναι παράνομος-, και σ' αυτήν κατευθύνει τα πυρά του ο δάσκαλος όταν νιώθει να εκμηδενίζεται από τον εκρηκτικό σύντροφό του.
Στερεότυπες κατηγοριοποιήσεις
Το σοβαρότερο πρόβλημα του αφηγήματος είναι η στατικότητα. Η φιλονικία των δύο εραστών περιελίσσεται γύρω από ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο, τις ρατσιστικές προκαταλήψεις, αφενός, και τις αναστολές ενός ενοχικού, καταπιεσμένου σεξουαλικά προσώπου, αφετέρου. Η σύγκρουσή τους δεν προκύπτει από την απόκλιση των ιδιοσυγκρασιακών τους γνωρισμάτων διότι ακριβώς τα αποκλίνοντα αυτά γνωρίσματα προτείνονται σαν αντιπροσωπευτικά δύο εξίσου καταφρονημένων κοινωνικών ομάδων, των μεταναστών και των ομοφυλόφιλων. Η πρόσληψη των ηρώων σαν συλλογικές μορφές οδηγεί την αφήγηση σε σχηματικούς και συνήθως απλοϊκούς διαχωρισμούς. Η καχύποπτη, μίζερη και υποκριτική κοινωνία της επαρχίας από το ένα μέρος και οι δύο απόκληροι από το άλλο. Η πιο δραστική απόδοση της διάστασης μεταξύ των δύο χαρακτήρων επιτυγχάνεται στα διαλογικά μέρη με την αντιδιαστολή της τραχύτητας και της ακαλαισθησίας της γλώσσας του λαθρομετανάστη στην εκφραστική εκλέπτυνση και αυτοσυγκράτηση του δασκάλου. Παρενθετικά, ας σημειωθεί πως η άσκηση του Μέντη στη θεατρική γραφή επηρεάζει διττώς την αφηγηματική δομή του βιβλίου, επιβαρυντικά όσον αφορά τον χωρικό και χρονικό περιορισμό της κυρίως δράσης και ευεργετικά όσον αφορά την πυκνότητα και την ενάργεια των συνομιλιών.
Η εύκολη κατηγοριοποίηση σε θύτες και σε θύματα, αν και περιορίζει τον συγγραφέα σε μια προδιαγεγραμμένη, προφανή αφηγηματική πορεία, υποχωρεί κάπως κατά την αποτύπωση των διακυμάνσεων της ερωτικής σχέσης. Οι διαδοχικές αντιμεταθέσεις των ρόλων του κυρίαρχου και του υποταγμένου παρουσιάζουν αρκετό ενδιαφέρον, το οποίο, όμως, βαθμιαία εξασθενεί από τη μονόπλευρη εστίαση της αφήγησης στην ομοφυλοφιλία, την οποία αμφότεροι οι ήρωες φέρουν βαρέως, εμφανιζόμενοι τελικά σαν θύματα όχι τόσο της κοινωνικής μικρόνοιας όσο των αδυσώπητων σαρκικών επιταγών. Η θυματοποίηση των κεντρικών χαρακτήρων έχει ως αποτέλεσμα τον αφόρητο μελοδραματισμό, όσον αφορά κυρίως την απεικόνιση των δυστυχιών της παρελθοντικής τους ζωής. Η αυτολύπηση αναδεικνύεται στο πιο ισχυρό σημείο σύγκλισης των δύο αντρών, στοιχείο που παρασύρει τον συγγραφέα σε σκηνές απείρου συναισθηματισμού καθώς και σε ένα υπέρ το δέον δραματικό κρεσέντο.
«- Είν' άσπρο, ρε. Θα σ' το λερώσω.» Στη διστακτικότητα του Βούλγαρου να χρησιμοποιήσει το καθαρό μαντίλι του δασκάλου, κληρονομιά του πατέρα του, μολονότι ενυπάρχει μια μελοδραματική νότα αυτομομφής, συνοψίζεται εύστοχα η αμφιθυμία του απέναντι στην υπογείως υπεροπτική γενναιοδωρία του συντρόφου του. Δυστυχώς, όμως, σκηνές ανάλογης διεισδυτικότητας σπανίζουν στο αφήγημα του Παναγιώτη Μέντη, ο οποίος κατά κανόνα προτιμά πιο υψηλούς τόνους για το ερωτικό του δράμα.
ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 07/03/2008
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις