0
Your Καλαθι
Εγκώμιο της φιλοσοφίας και άλλα δοκίμια
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Η φιλοσοφία που έχει μπει σε βιβλία έχει πάψει να επερωτά τους ανθρώπους. Ό,τι ασυνήθιστο και σχεδόν αβάσταχτο διαθέτει έχει κρυφτεί στην ευπρεπή ζωή των μεγάλων συστημάτων. Για να ξαναβρούμε ακέραιη τη λειτουργία του φιλοσόφου, πρέπει να θυμηθούμε ότι ακόμα και οι φιλόσοφοι-συγγραφείς που διαβάζουμε και που είμαστε δεν έπαψαν ποτέ να αναγνωρίζουν ως ταγό τους έναν άνθρωπο που δεν έγραφε, δεν δίδασκε, τουλάχιστον σε κρατικές έδρες, απευθυνόταν σε όποιους συναντούσε στον δρόμο και αντιμετώπισε δυσκολίες με την κοινή γνώμη και τις αρχές, πρέπει να θυμηθούμε τον Σωκράτη.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Μορίς Μερλό-Ποντί (1908-1961) είναι ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους του 20ού αιώνα. Δεν έγινε ποτέ διανοητικός αστέρας όπως ο φίλος και συνεργάτης του στην επιθεώρηση «Les Temps modernes» Ζαν-Πολ Σαρτρ ή κάποιοι από τους νεότερους της λεγόμενης γενιάς τού '60 στη Γαλλία, διότι το βάθος και η διαλεκτική λεπτότητα της σκέψης του ήταν ο απόλυτος αντίποδας κάθε συνθηματολογίας του συρμού και κάθε αυτάρεσκης δημαγωγίας. Μολονότι έξοχος στιλίστας της γραφής και ομιλητής με απαράμιλλη χάρη, ποτέ στον Μερλό-Ποντί το ύφος και η γλώσσα δεν έγιναν αυτοσκοπός: παρέμειναν πάντοτε ασκητικά δεσμευμένα στο αναφερόμενό τους, στη μη αναλώσιμη υλικότητα του περιεχομένου το οποίο έπρεπε να πολιορκηθεί στις πιο λεπτές και αδιαφανείς πτυχές του -και ήταν από εκείνους που γνώριζαν καλά πόσο ανεπαρκές είναι το γλωσσικό μέσο για να εξαντλήσει το βάθος και την πυκνότητα του είναι. Αποποιήθηκε εξίσου την έπαρση μιας φιλοσοφίας που αδημονεί να δώσει απαντήσεις και ορισμούς, κρατώντας από αυτήν μόνο τη σοφία να θέτει καίρια ερωτήματα χωρίς την προσποίηση ότι κατονομάζει για πρώτη φορά τα πράγματα· σκέψη που ασκείται σαν διαρκής και επίμονος διάλογος με άλλη σκέψη, έχοντας σταθερά το μάτι προσηλωμένο σ' εκείνο που δεν είναι σκέψη κι εκείνο που αντιμάχεται τη σκέψη. Πίσω από τις διαφορές τού ύφους, της εννοιολογίας και κυρίως του θυμικού τόνου, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο Μερλό-Ποντί είναι ο στενότερος φιλοσοφικός συγγενής του Τέοντορ Β. Αντόρνο στο εγχείρημα της «αρνητικής διαλεκτικής» -στην προσπάθεια να σωθεί, με την ίδια κίνηση, ο κόσμος από την ιμπεριαλιστική λαβή της έννοιας και η έννοια από την αδιάφορη ερπύστρια του ωμού γεγονότος.
Εχουμε πλέον αρκετά έργα του Μερλό-Ποντί διαθέσιμα στα ελληνικά, και σχεδόν όλα σε καλές μεταφράσεις. Η πρόσφατη όμως κυκλοφορία της συλλογής με τίτλο Εγκώμιο της φιλοσοφίας και άλλα δοκίμια, σε εξαιρετικά ευαίσθητη μετάφραση και σχολαστική φροντίδα της Κικής Καψαμπέλη, μας προσφέρει το απολύτως πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα του συνόλου της σκέψης του Μερλό-Ποντί. Το βιβλίο ακολουθεί τη (μεταθανάτια) έκδοση του 1964, η οποία εμπεριέχει και αναδιατάσσει ένα μέρος του υλικού που είχε περιληφθεί στον τόμο Σημεία (Signes, 1960) ενόσω ζούσε ακόμα ο φιλόσοφος. Στη νέα διάταξη, το πρώτο μέρος -με τον ομώνυμο τίτλο- περιέχει την εναρκτήρια διάλεξη που έδωσε ο Μερλό-Ποντί στο College de France στις 15 Ιανουαρίου 1953, επί τη αναλήψει της έδρας τής φιλοσοφίας (που προηγουμένως κατείχε ο Λουί Λαβέλ). Το δεύτερο μέρος απαρτίζεται από εννέα πυκνά αλλά καθόλου μακροσκελή δοκίμια, που μαρτυρούν το εύρος των επιρροών αλλά και το φάσμα των επιμέρους τομέων με τους οποίους επιδιώκει μια γόνιμη συνομιλία η σκέψη του Μερλό-Ποντί.
Δεν είναι εύκολο να συνοψίσει κάποιος «τι λέει» ο φιλόσοφος εάν δεν παρακολουθήσει βήμα προς βήμα τη δύσκολη πορεία της σκέψης του, διότι, όπως ο ίδιος το διατυπώνει σε έναν έξοχο αφορισμό του: «Αν κοιτάς πρώτα τα συμπεράσματα, φιλοσοφία δεν υπάρχει πια· ο φιλόσοφος δεν γυρεύει συντομότερες διαδρομές, κάνει όλο το δρόμο» (σελ. 303). Θα χρειαστεί λοιπόν, πριν διαβάσουμε τα συγκεκριμένα κείμενα, να σχεδιάσουμε έναν ευρύτερο χάρτη μέσα στον οποίο θα εντοπίσουμε τη φιλοσοφική διαδρομή του Μερλό-Ποντί, που φωτίζει όλες τις επιμέρους κρίσεις του ως εκφράσεις της ίδιας αδιάλειπτης πρόθεσης. Ο Μερλό-Ποντί ξεκινάει βεβαίως από τη χουσερλιανή φαινομενολογία, και είναι ο συνεπέστερος μαθητής του Χούσερλ, ο οποίος θέλει με κάποια έννοια να παραμείνει στο φαινομενολογικό έδαφος, ενώ ταυτόχρονα εξαναγκάζει αυτή τη σκέψη να μπει σε συνομιλία με τα προβλήματα που θέτει η ιστορία και το κοινωνικό πεδίο στην ίδια τη συγκρότηση των εννοιών· θα αντλήσει λοιπόν από το μαρξισμό ένα ολόκληρο οπλοστάσιο εργαλείων και ιδεών, τα οποία θα πρέπει ωστόσο να επανερμηνευθούν στο φως μιας πρωθύστερης διαλεκτικής τής συνείδησης και του κόσμου. Σε αντίθεση με όλες τις ξύλινες γλώσσες τού παρόντος, γνώριζε όσο και ο ίδιος ο Χούσερλ ότι δεν υφίσταται φιλοσοφία εάν δεν ξεκινάμε από τη συγκροτούσα συνείδηση, και έβρισκε ακριβώς στον νεαρό Μαρξ αυτή την απαραμείωτη λανθάνουσα «φαινομενολογική» αφετηρία. Εμενε ωστόσο να γίνει το άλλο μισό τής διαδρομής: εγκατεστημένος από θέση αρχής στην καρτεσιανή παράδοση της υποκειμενικότητας και της συνείδησης, χρειαζόταν να δείξει ποιους δεσμούς με τον κόσμο έπρεπε να κόψει αυτή η φιλοσοφία προκειμένου να γίνει η ιδεολογία τού άσαρκου και ηγεμονικού cogito μέσα στο οποίο ο νεωτερικός κόσμος αντικατόπτριζε την καθολική του αποξένωση. Εμενε να ξαναβρεθεί λοιπόν η πάντα χωροποιημένη προοπτικότητα της συνείδησης, η διυποκειμενικότητα (το κοινωνικό) ως όρος δυνατότητας της αυτοσυνειδησίας, η καθολικά περιεκτική εμμένεια της φύσης, που είναι με τη σειρά της συγκροτητικός όρος γι' αυτή τη συνείδηση, της οποίας το ανεξάντλητο βάθος είναι το σώμα... Κανείς δεν μας εμποδίζει βεβαίως να «αναλύσουμε» τον άνθρωπο σε συνείδηση και σώμα, αλλά τότε δεν υφίσταται πουθενά πλέον η πραγματική οντότητα για την οποία μιλούσαμε και μένουμε με δύο κενές αφαιρέσεις, που είναι η θλιβερή κατασκευή του καρτεσιανού ορθολογισμού (αποπτωχευμένου απόηχου μιας φοβικής θεολογίας). Ιδού λοιπόν πώς ολοκληρώνεται (αλλά δεν κλείνει) ο διαλεκτικός κύκλος: αν η συνείδηση έχει την έγκυρη δικαιοδοσία να συγκροτεί τον κόσμο είναι επειδή είναι η ίδια συγκροτημένη από αυτό το οποίο συγκροτεί -και ο Μερλό-Ποντί θα κάνει το αποφασιστικό βήμα να ορίσει αυτή τη συγκρότηση, τον αμφίδρομο μεσολαβητικό κρίκο, ως έκφραση.
Ετσι θα καταλάβουμε και τις θέσεις του για τη γλώσσα που εκτίθενται στο πρώτο από το δοκίμια του δεύτερου μέρους τού βιβλίου. Πασχίζοντας να διευρύνει μια ενόραση που στον Χούσερλ μορφοποιήθηκε αργά, δείχνει το ατελέσφορο μιας «επιστήμης της γλώσσας» (και κάθε κονστρουκτιβισμού κατ' επέκτασιν) που κατανοεί τη γλώσσα ως σύστημα, ως εάν ήταν δηλαδή μια «κατασκευή» στο ανατομικό τραπέζι του γλωσσολόγου· θα ζητήσει απεναντίας να τη συμπεριλάβει σε μια «φαινομενολογία τής ομιλίας», που αναδεικνύει τη χειρονομιακή και εκφραστική της διάσταση κατάφορτη από αποβλεπτικά ενεργήματα (προθέσεις, επιθυμίες), σημασιοδοτικές πράξεις δηλαδή που αρθρώνουν και συμβολοποιούν μια «προκαταβολικά θεσπισμένη», ήδη σε κάποιον βαθμό προ-γλωσσική, σχέση με τον κόσμο. Η φύση είναι ορίζοντας και ανεξάντλητη παρακαταθήκη σημασίας, ουδέποτε μια απλή «κατασκευή», ούτε η γλώσσα ένα γενικό ισοδύναμο που θα καθυπότασσε τους δρώντες όπως το εμπόρευμα στην τροχιά τής κυκλοφορίας του.
Εδώ προαναγγέλλεται συνεπώς και η σχέση αυτής της φιλοσοφίας με την επιστήμη, ακριβέστερα με τις ιδεολογίες της επιστημονικότητας -το «μικρό ορθολογισμό», όπως τις αποκαλεί ο Μερλό-Ποντί (σε αντίθεση με το «μεγάλο ορθολογισμό» των συστημάτων του 17ου αιώνα), ή με τον θετικισμό, αυτή την «αντίσταση στη συγκεκριμένη φιλοσοφία» (σελ. 251) που ο στοχαστής πασχίζει με συνέπεια να χαράξει. Εκτός από το δοκίμιο για τη γλώσσα, ο Μερλό-Ποντί συζητάει συγκεκριμένα προβλήματα της επιστημονικότητας στο δεύτερο και το τρίτο δοκίμιο (σε σχέση ειδικά με τις κοινωνικές επιστήμες) και στο έβδομο δοκίμιο (σε σχέση με τα φυσικοεπιστημονικά μοντέλα του χρόνου). Εν πρώτοις, η διαφορά προοπτικής δεν πρέπει να κάνει το φιλόσοφο και τον κοινωνιολόγο να ξεχάσουν ότι μιλούν σε τελευταία ανάλυση για τον ίδιο κόσμο: ο κοινωνιολόγος είναι ήδη φιλόσοφος όταν, εγκαταλείποντας τα κενά «μαθηματικά τού κοινωνικού», πασχίζει να κατανοήσει την κοινωνία ως δική του πραγματικότητα που ορίζει τα ίδια του τα μέσα, και ο φιλόσοφος εμπεριέχει τον κοινωνιολόγο όταν συνειδητοποιεί πως «ό,τι στοιχείο αλήθειας μπορούμε να έχουμε δεν αποκτάται εναντίον της ιστορικής ενύπαρξης αλλά μέσω εκείνης. Αν σκεφτούμε την ιστορική ενύπαρξη επιφανειακά, καταστρέφει κάθε αλήθεια· αν τη σκεφτούμε ριζικά, θεμελιώνει μια νέα ιδέα της αλήθειας» (σελ. 154). Το μυστικό τής σύστασης του κοινωνικού είναι, όπως γνώριζε ήδη ο Χούσερλ, η διυποκειμενικότητα, και η εξιχνίασή της απαιτεί ν' αποχαιρετίσουμε οριστικά κάθε απλοϊκό όνειρο «αντικειμενικότητας». Συζητώντας το έργο τού Marcel Mauss και του Claude Levi-Strauss θα δείξει ομοίως ότι το «εθνολογικό βλέμμα» είναι ένα κατεξοχήν φιλοσοφικό διακύβευμα: «Η εθνολογία δεν είναι μια ειδικότητα που προσδιορίζεται από ένα ιδιαίτερο αντικείμενο, τις "πρωτόγονες" κοινωνίες, είναι ένας τρόπος σκέψης, ο τρόπος που επιβάλλεται όταν το αντικείμενο είναι "άλλο" και απαιτεί να μεταμορφωθούμε εμείς οι ίδιοι» (σελ. 175). Σχολιάζοντας, τέλος, την περίφημη διένεξη του Μπεργκσόν με τον Αϊνστάιν στις 6 Απριλίου 1922, στη Φιλοσοφική Εταιρεία του Παρισιού, σχετικά με τη φύση τού χρόνου, θα δείξει αυστηρά εκείνο που οι παρωπίδες του φυσικού επιστήμονα, ακόμη και του υποτιθέμενα μεγαλοφυούς, τον κάνουν οριστικά ανίκανο να συλλάβει: ότι η «αλήθεια της επιστήμης» ενέχει πάντα περισσότερο ψεύδος απ' όσο η απλοϊκή προφάνεια του κοινού νου, εφόσον αρνείται να καταλάβει ότι η ίδια δεν είναι άλλο από μια τεχνική μετάφραση ενός γεγονότος τής εμπειρίας, που έχει ενδεχομένως κάποια χρησιμότητα εν σχέσει προς ειδικούς πρακτικούς σκοπούς μόνον εάν παραμένει στην αρμόζουσα «θέση της μέσα στην ολότητα του ανθρώπινου κόσμου» (σελ. 332). Επ' αυτού άλλωστε ας παραβάλει κάποιος και τις εμπνευσμένες σελίδες που γράφει ο Μερλό-Ποντί στο δοκίμιο «Ο φιλόσοφος και η σκιά του» για τη σχέση ανάμεσα στη «φυσική στάση» και τη «θεωρητική στάση» ως προστάδια της υπερβατολογικής αναγωγής στον Χούσερλ (σελ. 263-6).
Πολλά άλλα πράγματα περιέχονται στον τόμο. Είναι αξιοθαύμαστος ο τρόπος με τον οποίον διαβάζει ο Μερλό-Ποντί την ανθρωποκοσμική φιλοσοφία τού Ανρί Μπεργκσόν, τον παλίνδρομο και ανοιχτό αυτοστοχασμό του Μοντένι, τα ίχνη του τραυματισμένου ανθρωπισμού μέσα στον πολιτικό ρεαλισμό τού Μακιαβέλι, πασχίζοντας πάντα να φέρει στο φως εκείνο που δεν βρήκε τρόπο να ειπωθεί, που όμως πιέζει να βγει στην επιφάνεια πλημμυρίζοντας φορτικά τα κενά ανάμεσα στις λέξεις. Θα αναστοχαστεί ακόμα θεμελιώδεις κατηγορίες τής δυτικής σκέψης, όπως οι έννοιες του Θεού και της ιστορίας, του υποκειμένου και της ύπαρξης, θα αναμετρήσει το νόημα και τη δυνατότητα μιας «χριστιανικής» ή μιας «ανατολικής» φιλοσοφίας, θα επαναφέρει, τέλος, στη συζήτηση το σωκρατικό παράδειγμα ως διαρκή υπόμνηση στη φιλοσοφία τής ερωτηματικής της αφετηρίας -και του διαρκώς παρόντος κινδύνου να υποκύψει αυτή στην παρόρμηση για σύστημα ή στο δημοσιοϋπαλληλικό ευνουχισμό τής κριτικής της ορμής: διότι η φύση της είναι να ζει «έξω» στην αγορά και στον κόσμο, έξω από τον ίδιο τον εαυτό της, στην αδιαφάνεια και στο αίνιγμα του πράγματος, στη ζωντανή συνομιλία (που είναι η άλλη όψη τού πάντα επικείμενου πολέμου) και στη διαρκή αναρώτηση των θεμελίων της υφιστάμενης, κρυσταλλωμένης κοινωνικής ζωής... Ιδού εν ολίγοις ένα βιβλίο ανακουφιστικά αναχρονιστικό, γεμάτο με πολύτιμα φιλοσοφικά πετράδια μιας εποχής μόλις χθεσινής, που πρέπει σήμερα ειδικά να διαβάζεται ως διορθωτικό στην αβυσσαλέα και ηχηρή κενότητα όπου επρόκειτο να κατρακυλήσει η σκέψη -με μη διαφαινόμενη ανάκαμψη- λίγο πριν από το τέλος του 20ού αιώνα.
ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 03/06/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις