Μουχαρέμ

71497
Συγγραφέας: Μέσκος, Μάρκος
Εκδόσεις: Νεφέλη
Σελίδες:144
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/1999
ISBN:9789602114322


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


ΚΡΙΤΙΚΗ





«Φιλώ τα πόδια της ελληνικής γλώσσας. Ο ζάπλουτος εγώ». Ετσι λογαριάζει τον εαυτό του ο Μάρκος Μέσκος. Ποιητής είναι, με τη θάλασσα της γλώσσας θα ερωτοτροπεί. Κι όμως, όχι ακριβώς. Το τρίτο βιβλίο με πεζά, γραμμένα πρόσφατα, είκοσι χρόνια μετά τα πεζά των δύο προηγούμενων συλλογών («Κομμένη γλώσσα», «Παιχνίδια στον Παράδεισο»), δείχνει ότι μέσα του «βροντούνε πολλά ποτάμια» και ο αφηγηματικός λόγος έχει μια διαφορετική λειτουργικότητα στην έκφραση των αισθημάτων.

Σύντομα πεζά εξαιρετικής πυκνότητας, το ευτυχές γέννημα μιας από τις πλουσιότερες γλώσσες, της ελληνικής. Η δίκαιη απολαβή, όταν ο γράφων γνωρίζει, από τα μικράτα του, πώς να ζευγαρώνει μαζί της. Στις ημέρες μας, με πολλά πράγματα φερόμαστε σαν βάρβαροι. Με τον εαυτό μας, τον πλησίον μας, το περιβάλλον. Μεταξύ όλων των άλλων, γινόμαστε βάρβαροι και με τη γλώσσα. Μια αγριότητα, φαινομενικά, χωρίς συνέπειες. Μόνον όταν, στην πλημμυρίδα των εκδιδόμενων σελίδων, έρχεται ένα σύντομο πεζό, που, στο ελάχιστο του χώρου, φέρει κάθαρση και ψυχαγωγία (πριν η λέξη εκπέσει σε απλό συνώνυμο της διασκέδασης), χάριν και μέσω της γλώσσας, συνειδητοποιούμε το άγονο τοπίο τής εν χρήσει ελληνικής, με λέξεις άδεια κελύφη και κονιορτοποιημένους τους γραμματικούς και συντακτικούς αρμούς.

Τα πεζά του Μ. Μέσκου συνθέτουν μια μυθολογία που ξεκινά πριν από ενάμιση αιώνα στον χώρο γύρω από τα Βοδενά και παρακολουθεί τους ανθρώπους στο πέρασμα των εποχών. Το ομότιτλο πεζό της τρίτης συλλογής, αν και γραμμένο τελευταίο, δίνει τον κορμό αυτής της μυθολογίας, οπότε τα ονόματα έρχονται και δένουν με τις ιστορίες και προς συμπλήρωση όσων πεζών προηγήθηκαν. Περισσότερο αφηγηματικά τα πρόσφατα πεζά, μοιάζουν σαν να αρθρώνουν πια ολόκληρες τις λέξεις, αυτές που στην «Κομμένη γλώσσα» ψελλίζονται μισές. Στο «Μουχαρέμ», ο παππούς ανιστορεί τα του βίου του, από το 1866 που γεννήθηκε στο τότε Γραμματίκοβο μέχρι το 1954, όταν «έπεσε στον βυθό» και τελείωσε. Κάπου συναπαντιέται με τον Αρκάδα Αντρέα Κορδοπάτη και το, κατά Βαλτινό, συναξάρι του. Και του Κορδοπάτη ο παππούς ανοίγει χάνι στον κάμπο. Και ο Κορδοπάτης ξενιτεύεται στην Αμερική, και μάλιστα τα ίδια χρόνια, γύρω στο 1910. Μόνο που ο τόπος του παππού στην αφήγηση του Μ. Μέσκου είναι άγριος, γι' αυτό και οι περιπέτειες των ανθρώπων εμπνέουν φόβο.

Στο χάνι του Τουρκαλβανού Μουχαρέμ, στα Στενά της Εδεσσας, από όπου κάποτε περνούσε η Εγνατία Οδός, έγιναν βίαιες συγκρούσεις βουλγάρων κομιτατζήδων με Ελληνες, αργότερα, στην ίδια στρατηγική θέση, έλαβαν χώρα μάχες Γερμανών, Ιταλών και Ελλήνων. Υστερα, οι Ελληνες χωρίστηκαν στα δύο, σε Μπλε και Πράσινους, όπως τους αποκαλεί ο συγγραφέας, λες και πρόκειται για τους Βένετους και τους Πράσινους των βυζαντινών χρόνων, οπότε και άρχισε στον ίδιο τόπο η αναμεταξύ τους διαμάχη. Ο παππούς είχε ένα γιο και δύο κόρες· τη Σία, τη μεγαλύτερη, την πάντρεψαν με δάσκαλο στα δεκαπέντε της και έκανε εφτά κορίτσια. Οι εφτά περήφανες και πικραμένες γυναίκες είναι ένας χορός, σαν έτοιμος από καιρό, για την τραγωδία της φαμίλιας και του τόπου. Οι Πράσινοι σκοτώνουν τον άντρα της μιανής, οι Μπλε της άλλης.

Στην «Κομμένη γλώσσα», ο συγγραφέας καλεί τις γυναίκες με τα ονόματά τους και συνομιλεί μαζί τους. Κορυφαία χρίζει τη μικρότερη, την Κωστώ, που ζώστηκε τα άρματα με τους Πράσινους και χάθηκε στο Βίτσι. Οταν οι οβίδες θέριζαν την Κωστώ, που υπερασπιζόταν ένα πέρασμα για τα σύνορα, αυτή ήταν σίγουρη για τις ιδέες. Στις διηγήσεις του Μ. Μέσκου όμως πλανιέται η αμφιβολία για τον σκοπό του αγώνα των Πράσινων· «στην τσέπη μας ή στον αέρα», οι ιδέες; «Σε αλλεπάλληλους κύκλους... συγκίνηση και συνειρμοί...».

«Μνήμες ζωής ο θάνατος» είναι ο τίτλος ενός άλλου πεζού. Η σαββατιάτικη επίσκεψη στον τάφο της γιαγιάς στέκεται η αφορμή για ένα προσκλητήριο αφανών που παρατάσσονται δίπλα σε όσους συγκράτησε η Ιστορία, από τα βάθη των αιώνων μέχρι το εισέτι άδηλο μέλλον. Επικεφαλής ο κατ' εξοχήν νεκρός είναι αυτός που σημαδεύει με τον θάνατό του την εφηβεία. Ο Μ. Μέσκος αποτυπώνει «το αλισβερίσι της αιώνιας ματαιότητας».

Στο βιβλίο, και πάλι, οκτώ τα πεζά. Κάπως αυθαίρετα θα μπορούσαν να ονομαστούν και αφηγήματα, εκτός από το «Μουχαρέμ», που έχει την αυτοτέλεια νουβέλας, και το εναρκτήριο πεζό, το θαυμάσιο διήγημα «Ο κόκορας», αφιερωμένο στον Ε.Χ. Γονατά, μια και συνομιλεί με τον δικό του «Φιλόξενο καρδινάλιο». Ως ποιητής ο Μ. Μέσκος είναι λάτρης της φύσης, ως πεζογράφος και πάλι έχει προτίμηση στους ανοικτούς χώρους. Ωστόσο, το συγκεκριμένο διήγημα εντοπίζεται σε μια από τις θλιβερές πολυκατοικίες, «αλλοπρόσαλλης ρυμοτομίας», στο τέρμα Ιπποκράτους, «περιοχή Τσακαγιάννη κατά τη Νεάπολη». Παρ' όλο που ο δύσμοιρος Τσακαγιάννης, πριν από εκατόν τόσα χρόνια, κατσίκια εξέτρεφε στην ειδυλλιακή άλλοτε γύρω περιοχή, η ιστορία του Μ. Μέσκου αναφέρεται σε έναν κόκορα. Ακριβέστερα, στην ευφρόσυνο διάθεση που προκαλεί σε έναν ορεσίβιο, έγκλειστο πρωτευούσης, το λάλημα ενός πετεινού. Θέμα του διηγήματος ο κλήρος του Αθηναίου· μοναξιά, αθόρυβοι θάνατοι και ελάχιστος ουρανός, εν μέσω καθέτων τοίχων και τηλεοπτικών κεραιών.

Με αυτές τις παρατηρήσεις όμως, να μη δημιουργηθεί η εντύπωση ότι ο Μ. Μέσκος γίνεται εγκεφαλικός. Ενα λεξιλόγιο των πεζών του θα απεδείκνυε την υπεροχή των πραγμάτων, ακόμη, των ζώων, των προσώπων, των τοπωνυμίων. Με αφηρημένες έννοιες δεν ανταμώνει ο συγγραφέας. Ιστορική υπόμνηση και κοινωνική κριτική λανθάνουν πίσω από τις γραμμές. Στην αφήγηση, όπως και στην ποίηση, μεγάλο ρόλο παίζει το ειδικό βάρος της κάθε λέξης. Πεζός λόγος που κι αυτός υπονομεύεται με φράσεις σε παρένθεση, ώστε οι εκδοχές να μένουν πολλαπλές και οι διαπιστώσεις να παντρεύονται με τις απορίες. Πλούσιο το λεκτικό διασταυρώνει τις ελληνικές με τις σλαβικές ρίζες, σε πείσμα της διά της βίας αλλοτινής κάθαρσης των «τζιανταρμάδων». Στο πεζό, «Στο Φανάρι», αφιερωμένο «στο φίλο από τη Βιζύη», ο συγγραφέας παρουσιάζει με παιγνιώδη τρόπο τη «συμβίωση» στην παραλία με τη μεσόκοπη Τουρκάλα. Ενας χαρακτήρας που θυμίζει Μοσκώβ-Σελήμ, όπως ορέγεται τη θάλασσα και, παρά την παραδοσιακή της φορεσιά, τελικά ενδίδει στον πειρασμό.

«Αλλά αυτός, τελικά, είναι μια άλλη ακόμα ιστορία». Κατάσπαρτα τα πεζά με παρόμοια ανοίγματα που υπόσχονται μελλοντικές αφηγήσεις. Ο Μ. Μέσκος, μέσα από αυτή την ελλειπτική έως κρυπτική γραφή, αρθρώνει έναν αντίλογο στη βαρβαρότητα της εποχής μας. Ο γενέθλιος τόπος του ποιητή είναι φτιαγμένος από μαύρη πέτρα, όπως δηλώνει και η ονομασία Καρακάμεν για το όρος Βέρμιο. Και τα ποιήματα της πρώτης εικοσαετίας, όταν συγκεντρώθηκαν σε ένα βιβλίο, τιτλοφορήθηκαν το «Μαύρο Δάσος». Κι όμως, στα πεζά ο συγγραφέας φανερώνεται αμφίθυμος, σαν να προσθέτει περισσότερο λευκό «στα ολόμαυρα του θανάτου». Παρατηρούμε ότι οι ιστορίες από το μακρινό παρελθόν, με τη μετακένωσή τους στο «συγκοινωνούν δοχείο της πεζογραφίας», αποκτούν διαφορετικές προοπτικές. Και ο Μ. Μέσκος θέλει να τις αναδείξει.



Μάρη Θεοδοσοπούλου

ΤΟ ΒΗΜΑ, 18-07-1999

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!