0
Your Καλαθι
Ψιλόβροχο
Περιγραφή
ΧΧ
Απλωνες το χέρι τι απομένει;
Μήτε η μορφή μήτε τα δάχτυλα.
Στον αέρα μονάχα κάτι -
για τα σκυλιά.
ΧΧΧΙV
Είναι Μάης, θέλω κάτι να κλέψω!
XXXV
Απλό το ποτήρι ακύμαντο εδώ το νερό και μέσα
δυο τριαντάφυλλα μόλις κομμένα. Χρώμα πορφύρας
εξαίσιον άρωμα ανοιγμένο με όλα τα μάτια
με όλες τις αισθήσεις βιαστικές. Το άλλο κλειστό
μπουμπούκι που αρνείται πεισματικά σήμερα τον ευαγγελισμό του.
Το ένα τριαντάφυλλο οδεύει για τη μοιραία στροφή
το άλλο, σε λίγο, καταφθάνει με υποσχέσεις -
ήρθαν κοντά μας δύο τριαντάφυλλα, μια ανάμνηση ήταν,
αύριο σβήνει.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το Ψιλόβροχο του Μάρκου Μέσκου αποτελεί ένα είδος υστερόγραφου σε ένα μεστό ποιητικό έργο που συγκροτείται συλλογή με συλλογή από το 1958 (βλ. τη συγκεντρωτική έκδοση Το μαύρο δάσος) και παράλληλα τον μικρό απολογισμό μιας αυστηρά προσωπικής πορείας που τα τελευταία χρόνια έχει λάβει τον χαρακτήρα εμμονής στο κλειστό τοπίο της ελληνικής ενδοχώρας. Ισως γιατί ο γενέθλιος τόπος του ποιητή που ποτέ δεν τον εγκατέλειψε λειτουργεί γι' αυτόν ως κιβωτός της συλλογικής μνήμης και ιδιωτικό καταφύγιο στους χαλεπούς καιρούς: «Τρία τα δέντρα στην πλαγιά στον άνεμο πλαγιάζουν, μόλις χτες το αίμα εδώ λόγχιζε τα κορμιά...». Εχω όμως την αίσθηση ότι σε αυτή τη συλλογή για πρώτη φορά η ιδιαίτερη πατρίδα του ποιητή δεν έχει το ίδιο βάρος, το ίδιο εκτόπισμα που είχε στις παλαιότερες καταθέσεις του. Νομίζω ότι τον πρώτο λόγο πια τον έχουν οι απόντες, ενώ η φύση της πατρικής γης, που κάποτε παρηγορούσε για τις όποιες απώλειες, τώρα κι αυτή στέκει απειλητική, πένθιμη, «μάντισσα» πολλών δεινών. «Στοχάσου. Πόσο κράτησε η κακιά Στιγμή, πόσον το θαύμα;» προστάζει τον εαυτό του ο δημιουργός στη σελίδα 25 και από εκεί νομίζω ότι αρχίζει ουσιαστικά η συλλογή παραθέτοντας καλές και κακές στιγμές, ημέρες που έγιναν νύχτες και νύχτες που έφεγγε ο τόπος, μνημονεύοντας πρόσωπα που τον πρόδωσαν και πρόσωπα αγαπημένα που μπόρεσαν να συντηρήσουν το «θαύμα» μέσα του. «Εδώ με θάψανε όχι μονάχον / Μαζί κι αυτοί που χάθηκαν προτού πεθάνω / κι αυτοί που αγάπησα και ζωντανοί είναι ακόμα». Λόγος λιτός και περιεκτικός, με έντονη συγκινησιακή φόρτιση. Το Ψιλόβροχο, χωρίς να αποτελεί την κορυφαία στιγμή της ποίησης του Μέσκου, θα έλεγα πως είναι ό,τι και ο τίτλος του: ευφρόσυνες σταγόνες δροσιάς ύστερα από ένα σκληρό και άνυδρο καλοκαίρι.
ΝΙΚΟΣ ΔΑΒΒΕΤΑΣ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 18-11-2001
Απλωνες το χέρι τι απομένει;
Μήτε η μορφή μήτε τα δάχτυλα.
Στον αέρα μονάχα κάτι -
για τα σκυλιά.
ΧΧΧΙV
Είναι Μάης, θέλω κάτι να κλέψω!
XXXV
Απλό το ποτήρι ακύμαντο εδώ το νερό και μέσα
δυο τριαντάφυλλα μόλις κομμένα. Χρώμα πορφύρας
εξαίσιον άρωμα ανοιγμένο με όλα τα μάτια
με όλες τις αισθήσεις βιαστικές. Το άλλο κλειστό
μπουμπούκι που αρνείται πεισματικά σήμερα τον ευαγγελισμό του.
Το ένα τριαντάφυλλο οδεύει για τη μοιραία στροφή
το άλλο, σε λίγο, καταφθάνει με υποσχέσεις -
ήρθαν κοντά μας δύο τριαντάφυλλα, μια ανάμνηση ήταν,
αύριο σβήνει.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το Ψιλόβροχο του Μάρκου Μέσκου αποτελεί ένα είδος υστερόγραφου σε ένα μεστό ποιητικό έργο που συγκροτείται συλλογή με συλλογή από το 1958 (βλ. τη συγκεντρωτική έκδοση Το μαύρο δάσος) και παράλληλα τον μικρό απολογισμό μιας αυστηρά προσωπικής πορείας που τα τελευταία χρόνια έχει λάβει τον χαρακτήρα εμμονής στο κλειστό τοπίο της ελληνικής ενδοχώρας. Ισως γιατί ο γενέθλιος τόπος του ποιητή που ποτέ δεν τον εγκατέλειψε λειτουργεί γι' αυτόν ως κιβωτός της συλλογικής μνήμης και ιδιωτικό καταφύγιο στους χαλεπούς καιρούς: «Τρία τα δέντρα στην πλαγιά στον άνεμο πλαγιάζουν, μόλις χτες το αίμα εδώ λόγχιζε τα κορμιά...». Εχω όμως την αίσθηση ότι σε αυτή τη συλλογή για πρώτη φορά η ιδιαίτερη πατρίδα του ποιητή δεν έχει το ίδιο βάρος, το ίδιο εκτόπισμα που είχε στις παλαιότερες καταθέσεις του. Νομίζω ότι τον πρώτο λόγο πια τον έχουν οι απόντες, ενώ η φύση της πατρικής γης, που κάποτε παρηγορούσε για τις όποιες απώλειες, τώρα κι αυτή στέκει απειλητική, πένθιμη, «μάντισσα» πολλών δεινών. «Στοχάσου. Πόσο κράτησε η κακιά Στιγμή, πόσον το θαύμα;» προστάζει τον εαυτό του ο δημιουργός στη σελίδα 25 και από εκεί νομίζω ότι αρχίζει ουσιαστικά η συλλογή παραθέτοντας καλές και κακές στιγμές, ημέρες που έγιναν νύχτες και νύχτες που έφεγγε ο τόπος, μνημονεύοντας πρόσωπα που τον πρόδωσαν και πρόσωπα αγαπημένα που μπόρεσαν να συντηρήσουν το «θαύμα» μέσα του. «Εδώ με θάψανε όχι μονάχον / Μαζί κι αυτοί που χάθηκαν προτού πεθάνω / κι αυτοί που αγάπησα και ζωντανοί είναι ακόμα». Λόγος λιτός και περιεκτικός, με έντονη συγκινησιακή φόρτιση. Το Ψιλόβροχο, χωρίς να αποτελεί την κορυφαία στιγμή της ποίησης του Μέσκου, θα έλεγα πως είναι ό,τι και ο τίτλος του: ευφρόσυνες σταγόνες δροσιάς ύστερα από ένα σκληρό και άνυδρο καλοκαίρι.
ΝΙΚΟΣ ΔΑΒΒΕΤΑΣ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 18-11-2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις