0
Your Καλαθι
Οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα Ι 1946-1965
Έκπτωση
20%
20%
Περιγραφή
Ολοκληρωμένη επανέκδοση του κλασικού έργου του J. Meynaud, στο οποίο παρουσιάζονται και αναλύονται οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, όπως αυτές διαμορφώθηκαν στο μεταπολεμικό τοπίο της χώρας. Μελέτη που με ψύχραιμο και συστηματικό τρόπο διερευνά τις σχέσεις πολιτικών κομμάτων, θεσμών και πολιτικών προσωπικοτήτων με οικονομικούς παράγοντες της εποχής καθώς και με τα τότε διεθνή κέντρα εξουσίας. Έργο αναφοράς που, ουσιαστικά, εγκαινιάζει τη συστηματική μελέτη του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Με χρήσιμα παραρτήματα και χάρτες, αποτελεί υπόδειγμα εμπειρικής μελέτης στο πεδίο της πολιτικής κοινωνιολογίας.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Είναι πολύ δύσκολο να παρουσιάσει κανείς, με στοιχειώδη έστω επάρκεια, και μέσα σε λίγες γραμμές, τα κυριότερα σημεία αυτού του κλασικού έργου πολιτικής επιστήμης, το οποίο, γραμμένο διά χειρός ενός μεγάλου πολιτικού επιστήμονα, του Ζαν Μεϊνό (Jean Meynaud), αφορά ένα μεγάλο κομμάτι της μεταπολεμικής πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας της Ελλάδας. Οι δυσκολίες είναι πολλές, η κυριότερη όμως συνίσταται στο γεγονός ότι το δίτομο αυτό έργο είναι μία συνθετική προσέγγιση της μεταπολεμικής εξέλιξης των πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων: μαζί με τα πολιτικά κόμματα, τα εκλογικά συστήματα, τον κομματικό και πολιτικό ανταγωνισμό, παρελαύνουν με μία εναρμονισμένη αντιστοιχία και αλληλοεπικοινωνία η κριτική παρουσίαση των κοινωνικών ομάδων, αναλύονται η λειτουργία των θεσμών, η θέση και ο ρόλος του στρατού και της μοναρχίας, παρακολουθούνται οι συνέπειες από τη διείσδυση του ξένου παράγοντα, επισημαίνονται η ανεπάρκεια των κοινωνικών δομών και του κράτους, η οικονομική εξάρτηση της χώρας. Τούτη η συνολική προσέγγιση συμπληρώνεται από ιδιαίτερα σημαντικές αναλυτικές κρίσεις για το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου και το καθεστώς που εγκαθίδρυσε, για τη στάση των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων και των πολιτικών προσωπικοτήτων, ενώ ανιχνεύονται οι όροι εξόδου από τη δικτατορία.
Είναι γνωστό, στους περισσότερους τουλάχιστον οι οποίοι ασχολούνται ερευνητικά με την εν λόγω περίοδο, ότι αυτό το έργο του Μεϊνό δεν εκδίδεται για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα. Κυκλοφορεί για πρώτη φορά στα ελληνικά πριν από τη δικτατορία, το 1966, ενώ η πρώτη έκδοσή του στα γαλλικά γίνεται έναν χρόνο νωρίτερα, το 1965. Ωστόσο, σήμερα, ο Ελληνας αναγνώστης δεν έχει στα χέρια του μία απλή ανατύπωση ενός εξαντλημένου βιβλίου, αλλά ουσιαστικά την επανέκδοσή του: μαζί με την επιμελημένη ανατύπωσή του, προστέθηκαν σε αυτό μεταγενέστερα κείμενα του συγγραφέα, τα οποία, βέβαια, απουσιάζουν από τις πρώτες εκδόσεις. Τα κείμενα αυτά, δύο τον αριθμό, γραμμένα τα πρώτα χρόνια της χούντας, τα οποία αφορούν το απριλιανό πραξικόπημα και την πρώτη καθεστωτική πενταετία της ύπαρξής του (1967-1972) καλύπτουν πάνω από τετρακόσιες σελίδες (από τις επτακόσιες του Β' τόμου). Δεν θα ήταν υπερβολή να υπογραμμισθεί ότι τα δύο αυτά ανέκδοτα ως σήμερα κείμενα λειτουργούν παραγωγικά προς δύο τουλάχιστον κατευθύνσεις: αποπειρώνται να συλλογιστούν τόσο την υφή του καθεστώτος και τις ενδεχόμενες μορφές εξόδου από αυτό, όσο και αναδρομικά την ποιότητα της μεταπολεμικής «δημοκρατίας» ως σχέση και ως καθεστώς. Στην ουσία, δεν επικοινωνούν απλώς με το υπόλοιπο μέρος του έργου, δεν το εμπλουτίζουν μόνο, αλλά επιβεβαιώνουν τις αναλύσεις και τα συμπεράσματά του.
Υπάρχει, ωστόσο, και μία τρίτη διάσταση η οποία επικυρώνει την σύνολη επιστημονική ποιότητα του διαβήματος του συγγραφέα. Πρόκειται για μία σειρά θα λέγαμε «προβλέψεων» οι οποίες, ας μην το ξεχνάμε, γραμμένες εν θερμώ (δηλαδή κατά την περίοδο εκτύλιξης των γεγονότων πριν και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας) διακινδύνευαν, στα μάτια ορισμένων, σε περίπτωση μιας μετέπειτα «αποτυχίας» τους, δηλαδή μη πραγματοποίησής τους, να υπονομεύσουν ακόμα και πλευρές της αναλυτικής του προσέγγισης για το σύνολο της ερευνώμενης περιόδου (1946-1964). Για παράδειγμα, ο Ζ. Μεϊνό, επιχειρώντας να σκεφθεί τους λόγους και τα πολιτικά αποτελέσματα της βασιλικής εκτροπής από τον κοινοβουλευτισμό (Ιούλιος 1965), διαβλέπει με εντυπωσιακή προδρομική διαύγεια την κατεύθυνση μιας ορισμένης ανασυγκρότησης του πολιτικού στοιχείου. Αναφερόμενος στα Ιουλιανά και στην ανάπτυξη κάποιων, αδύναμων μεν αλλά υπαρκτών, ανερχόμενων κοινωνικών στρωμάτων, των οποίων το αίτημα εκσυγχρονισμού της χώρας, εκπροσωπούμενο εν μέρει από τον Α. Παπανδρέου, προσέκρουε στις κυρίαρχες μεταπρατικές κοινωνικές δομές υπανάπτυξης, ο συγγραφέας θα επισημάνει: «Τα ανανεωτικά μη αστικά αυτά στοιχεία, από τα οποία πολλοί αναγνώριζαν ως ηγέτη τους τον Α. Παπανδρέου, αντιμετώπιζαν τα προβλήματα της πατρίδας των με πραγματική ωριμότητα. Στον εθνικισμό, που αποτελούσε το πραγματικό ιδεολογικό πιστεύω τους, έδιναν πλέον ένα πραγματιστικό κοινωνικοοικονομικό περιεχόμενο. Είναι πια σήμερα αναντίρρητο (...) ότι σε υπανάπτυκτες και αποικιοκρατούμενες χώρες ο εθνικισμός δεν μπορεί πραγματικά να πραγματοποιήσει τους στόχους του χωρίς την υιοθέτηση ορισμένων ιδανικών του σοσιαλισμού. (...) Αυτήν όμως την εξέλιξη (...) θέλησαν με οποιοδήποτε αντίτιμο να την ανακόψουν οι άνθρωποι των κατεστημένων συμφερόντων» ( Β' τόμος, σ. 236-237).
Εδώ, ο πληροφορημένος αναγνώστης δεν μπορεί παρά να ανακαλέσει στη μνήμη του την ίδια ουσιαστικά κρίσιμη παρατήρηση που καταθέτει, δέκα χρόνια αργότερα από τον Ζ. Μεϊνό, το 1975, ο Νίκος Πουλαντζάς όταν, εντοπίζοντας την ανάδυση ενός ρεύματος «προοδευτικού εθνικισμού», σημείωνε: «Είναι ενδιαφέρον ότι το αίτημα για ανεξαρτησία και εθνική κυριαρχία το εκμεταλλεύθηκε επιδέξια η ενδογενής αστική τάξη γιατί εξυπηρετούσε τα συμφέροντά της στην αντίθεσή της με τη μεταπρατική αστική τάξη» (βλ. «Η κρίση των Δικτατοριών», εκδ. «Παπαζήση», Αθήνα, 1977, σ. 165). Επιπλέον, όχι μόνον ο πληροφορημένος αναγνώστης αλλά όλοι οι σύγχρονοι της μεταπολιτευτικής περιόδου δεν μπορούν να μην αναγνωρίσουν σε τούτη την «πρόβλεψη» του Μεϊνό την πολιτικο-ιδεολογική συνθήκη ίδρυσης και πολιτικο-ιδεολογικής ηγεμονίας του ΠΑΣΟΚ...
Ενα άλλο παράδειγμα επιτυχημένης πρόβλεψης της εξέλιξης του συσχετισμού των κοινωνικο-πολιτικών δυνάμεων, αλλά και ορισμένων ιδεολογικών μεταλλαγών που στο μεταξύ επέρχονταν, είναι και η ακόλουθη παρατήρηση για την κυβερνητική μορφή που ενδεχομένως θα προσλάμβανε η έξοδος από το «γκανγκστερικό» καθεστώς των συνταγματαρχών: «Κάτω από αυτές τις συνθήκες πρέπει λοιπόν να θεωρούμε αναπόφευκτη την προοπτική της αντικατάστασης των πραξικοπηματιών από μία ομάδα η οποία, ενδεδυμένη το μανδύα της εθνικής ενότητος, θα εγγυούνταν στη Δεξιά ένα μεγάλο κομμάτι στην παλινόρθωση του κοινοβουλευτισμού; Πρέπει να δεχθούμε ότι λόγω του συσχετισμού δυνάμεων, της παρουσίας των ΗΠΑ, της κατάστασης της κοινής γνώμης στο εσωτερικό και στο εξωτερικό είναι η μόνη ρεαλιστική λύση; Δίχως να μπορούμε να καθορίσουμε με ακρίβεια το ποσοστό εκείνων που σκέπτονται έτσι, φαίνεται πως μία ενδεχόμενη λύση τύπου Καραμανλή θα γίνει δεκτή, θέλοντας και μη, από άτομα που δεν εντάσσονται στη Δεξιά είτε λόγω παρελθόντος είτε λόγω των σημερινών πολιτικών τους αντιλήψεων» (Β' τόμος, σ. 694-695).
Πώς θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε τούτη την επιτυχημένη αναλυτική προ-οπτική του συγγραφέα; Ασφαλώς, όχι ως συμπτωματική με την τρέχουσα έννοια του όρου. Αλλά ως «συμπτωματική» με την κυριολεκτική του έννοια. Ο Ζ. Μεϊνό, όπως μπορεί να το διαπιστώσει εύκολα ο αναγνώστης του δίτομου αυτού έργου, γνωρίζοντας πολύ καλά και από πολλές πλευρές τόσο τη σύνθετη πολιτική-κοινωνική-οικονομική κατάσταση της μεταπολεμικής Ελλάδας, όσο και τη λειτουργία των μετεμφυλιακών θεσμών και μηχανισμών, τις στάσεις των κυρίαρχων αλλά και τις αντιστάσεις των κυριαρχούμενων, έχει την αναλυτική ικανότητα να αποδεσμεύει και να ανατέμνει εκείνες τις μεγάλες πολιτικές θεματικές και διαιρέσεις, εκείνα τα «συμπτώματα», γύρω από τα οποία μέλλει να επικεντρωθεί η νέα συγκρότηση του πολιτικού στη μεταδικτατορική Ελλάδα. Ωστόσο, τούτη η γνώση του σχετίζεται με το γεγονός ότι ο Μεϊνό ενσαρκώνει κυριολεκτικά το παράδειγμα ενός «καθολικού» πολιτικού επιστήμονα, ενός θεράποντα δηλαδή του πολιτικού φαινομένου που δεν αρκείται σε μία ειδικοκρατική, κατακερματισμένη προσέγγισή του. Ο Μεϊνό, με άλλα λόγια, γνωρίζει σε βάθος την πολιτική ιστορία του κοινωνικού σχηματισμού, πλευρές της οποίας καλείται να ερευνήσει και, μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, δοκιμάζει και γονιμοποιεί τα ερμηνευτικά του σχήματα.
Είναι προφανές ότι η ιδιαίτερα επιμελημένη, μεταφραστικά και αισθητικά, αλλά και επί της ουσίας εμπλουτισμένη επανέκδοση του έργου του «Οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα», στην εκδοτική σειρά «Κοινωνικές Επιστήμες/Social Sciences» των εκδόσεων «Σαββάλας», που διευθύνει ο καθηγητής Μιχάλης Σπουρδαλάκης, αποτελεί για όποιον ενδιαφέρεται για την κρίσιμη μεταπολεμική περίοδο ένα αναντικατάστατο έργο. Η γλώσσα του έργου είναι απλή, κατανοητή, χωρίς, ωστόσο, να χάνει τίποτα από την επιστημονική της εγκυρότητα. Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε την καίρια συμβολή του επιμελητή Στέφανου Στεφάνου, που διόρθωσε αβλεψίες και λάθη των προηγούμενων εκδόσεων του έργου και έστρωσε την έκφραση, με βασικό γνώμονα το σεβασμό στο ύφος και την επιστημονικότητα των συγγραφέων και των μεταφραστών τους. Για κάθε ενδιαφερόμενο αναγνώστη, για το φοιτητή και, βέβαια, τον ερευνητή, το έργο αυτό εξακολουθεί να συνιστά, τριάντα και πλέον χρόνια από την πρώτη του έκδοση, μία θεμελιακή επιτομή για την ανάπτυξη και τη λειτουργία του πολιτικού στην μεταπολεμική Ελλάδα.
Α. Πανταζόπουλος
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 14/03/2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις