0
Your Καλαθι
Σπάνια χιονίζει στα νησιά ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Μυθιστόρημα
Έκπτωση
65%
65%
Περιγραφή
Σε λίγο ξημερώνει και σήμερα, που κρατώ -επιτέλους!- το βιβλίο μας στα χέρια, είπα να σου γράψω.
Ποιά είναι η αίσθηση, όταν αντικρίσεις τυπωμένο ένα κείμενο δικό σου; Τις πρώτες ώρες δεν τολμάς να συλλαβίσεις ούτε μία φράση. Κλείνεις τα μάτια, προσπερνάς σελίδες, διαβάζεις τα στοιχεία της έκδοσης αμήχανος. Παραφυλάς και, όταν σιγουρευτείς πως είσαι μόνος, ρίχνεις κλεφτές ματιές, σαν τα παιδιά που κλείνονται στην κάμαρά τους να χαρούνε το καινούργιο τους παιχνίδι μακριά απ' τους μεγάλους.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το βιβλίο του Δημήτρη Μίγγα αφηγείται μια ιστορία στην οποία συμπλέκεται το όνειρο με την πραγματικότητα· συμπλέκεται επίσης, κατά έναν περίεργο τρόπο, και η ζωή του ήρωα με τη ζωή του αφηγητή κι έτσι όνειρο και πραγματικότητα συναποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία, που το ένα, κατά τρόπο υπερρεαλιστικό, μεταγγίζεται στο άλλο. Είναι συνηθισμένες οι περιπτώσεις που οι συγγραφείς, προκειμένου να πλάσουν μια ιστορία, επινοούν μια άλλη, αληθοφανή ιστορία και αναπλάθοντάς την φροντίζουν να της δώσουν και διαστάσεις αληθινές. Εύρημά τους μπορεί να είναι και τα χειρόγραφα ενός άλλου, όπως, για παράδειγμα, συνέβη με την περίπτωση της Ζωής εν Τάφω του Στράτη Μυριβήλη ή του Λουκή Λάρα του Δημητρίου Βικέλα.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Μίγγας πλάθει έναν αφηγητή, στον οποίο αναθέτει το ρόλο του ερευνητή. Ο ερευνητής, έχοντας στα χέρια του το ανάλογο χειρόγραφο υλικό (σημειώσεις, γράμματα, οικογενειακές ιστορικές μαρτυρίες κ.ά.), προσπαθεί να εξιχνιάσει το μυστηριώδη τρόπο εξαφάνισης του φίλου του Αίθωνα Βεντουρά, ο οποίος είναι και το κεντρικό πρόσωπο του έργου, και επίσης να συνθέσει το μυθιστόρημα που εκείνος άφησε ημιτελές.
Ο Βεντουράς είναι ο πρωταγωνιστής στην ιστορία, όπως αυτή συντίθεται από τον αφηγητή. Και οι δύο είναι συνάδελφοι τώρα στο ίδιο σχολείο ενός νησιού. Γνωρίζονται όμως από παλιά, όταν ο αφηγητής, μικρός ακόμη, θαύμαζε τον λίγο μεγαλύτερό του Βεντουρά. Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια. Μετά τη σύντομη συνάντηση των δύο και τη φιλία που αναπτύσσεται μεταξύ τους, ο Βεντουράς μυστηριωδώς εξαφανίζεται. Διάχυτη είναι η υποψία ότι πνίγηκε. Η εξαφάνισή του δημιουργεί ένα μεγάλο κενό. Για τούτο και διαρκώς τον ανακαλεί και συνομιλεί μαζί του.
Η αφήγηση ξεκινάει από το παρόν και με πολλές παλίνδρομες κινήσεις πηγαινοέρχεται στο παρελθόν. Με την άνεση που του προσφέρει το πλούσιο, σωζόμενο, υλικό ο συγγραφέας πραγματοποιεί τις αναδρομές του, τα αφηγηματικά φλας μπακ, και έτσι βρίσκεται σε ένα διαρκές πίσω-μπρος. Αλλοτε σε τρίτο και άλλοτε σε πρώτο πρόσωπο συμμετέχει στα δρώμενα, γίνεται και ο ίδιος ήρωας στη σκιά του ήρωά του. Ο αφηγηματικός του μονόλογος, με την παρέμβαση του ήρωα του μυθιστορήματος, και εν προκειμένω του Αίθωνα Βεντουρά, διακόπτεται συχνά. Έτσι ο αναγνώστης ακούει δύο αφηγητές: τον πρώτο και τον δεύτερο. Ο δεύτερος όμως παρουσιάζεται σε πολλά αφηγηματικά επίπεδα. Είναι ο αφηγητής στο χρόνο του ονείρου· είναι επίσης ο φίλος και συνάδελφος στον παρόντα χρόνο, που ανασυντάσσει τις αναμνήσεις του, είναι τέλος ο αφηγητής μέσα από τα σπαράγματα (τα γράμματα και τις σημειώσεις) του φίλου του. Ο συγγραφέας χειρίζεται έντεχνα το θέμα του χρόνου και σε ένα άλλο επίπεδο. Αλλοτε τον πυκνώνει μέσα σε λίγες φράσεις για να αποδώσει το πέρασμα μιας βραδιάς ή και μιας ολόκληρης εποχής ακόμη κι άλλοτε τον απλώνει σκόπιμα. Παράλληλα τον τέμνει σε πολλά επίπεδα του παρόντος και σε περισσότερα του παρελθόντος. Ανάλογα με το είδος του υλικού διαφοροποιείται και ο τύπος των γραμμάτων. Αλλα τυπογραφικά στοιχεία χρησιμοποιούνται για τον πρώτο αφηγητή, άλλα για το όνειρο, άλλα για τις επιστολές, άλλα για τα διακειμενικά παρέμβλητα. Η πολυμορφία αυτή των τυπογραφικών στοιχείων επιτείνει την ατμόσφαιρα του μυστηρίου, που έτσι κι αλλιώς προβάλλει μπροστά μας, προκαλώντας παράλληλα και δαιδαλώδεις υποθέσεις για τη διαλεύκανση του ζητουμένου, ήτοι τους λόγους της εξαφάνισης του φίλου καθηγητή.
Δύο είναι τα κομβικά σημεία του μυθιστορήματος: το όνειρο και η θάλασσα, που αποτελεί και το απτό, πραγματικό στοιχείο. Ο Βεντουράς ονειρεύεται συχνά πως το δωμάτιό του πλημμυρίζει από τη θάλασσα και ο ίδιος φέρεται επί των υδάτων. Παιδί όντας, κινδύνεψε να πνιγεί. Σε όλη του τη ζωή εξάλλου επεξεργάζεται ένα μυθιστόρημα με θέμα τη θάλασσα. Η αλήθεια είναι ότι έχει μια ιδεοληψία, μια εμμονή με τη θάλασσα, την αγαπάει με πάθος, τον έλκει και τον «διεκδικεί σαν γυναίκα», για τούτο και οι άνθρωποι που δεν αγαπούν τη θάλασσα τον απωθούν. Παράδειγμα πρώτης αγάπης είναι η δασκάλα του, που την ερωτεύτηκε μόλις στην τάξη πρόφερε το γράμμα Θήτα, όπως θάλασσα. Η θάλασσα επομένως είναι το δεύτερο κλειδί της ανάγνωσης του μυθιστορήματος. Αυτή κυριαρχεί στη σκέψη και τα αισθήματα του Αίθωνα Βεντουρά και γίνεται καταλυτική για την περαιτέρω ζωή του. Ο Βεντουράς, όπως είπαμε, δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το έργο του. Αυτό το ρόλο αναλαμβάνει ο φίλος του, καθώς μελετά το αρχείο του. Το σημαντικό είναι ότι τώρα, με τη μελέτη του αρχείου και μέσα από την αναζήτηση του φίλου και συντάκτη των επιστολών και σημειωμάτων, ο αφηγητής, χωρίς να το καταλαβαίνει, παίρνει τη θέση του ήρωά του και κινδυνεύει να πεθάνει από την ίδια, όπως κι εκείνος, αιτία: από τη θάλασσα.
Στα χαρτιά και σημειώματα που επεξεργάζεται γίνονται αναφορές σε μελέτες, παραπομπές σε κείμενα. Ακολουθώντας αυτή την τακτική ο Μίγγας παρουσιάζει ένα κείμενο, πολλά σημεία του οποίου θα μπορούσαν να θεωρηθούν κολάζ. Ένα κολάζ που το συνθέτουν στίχοι και αποσπάσματα από ολόκληρο το φάσμα της λογοτεχνίας μας, για την πηγή των οποίων υπάρχει πάντοτε και η σχετική βιβλιογραφική αναφορά. Ένα πλούσιο ποιητικό σώμα βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της ιστορίας και στήνει το απαραίτητο ρεαλιστικό σκηνικό, ένα σκηνικό που είναι ο συγκεκριμένος χώρος, το νησί, και ταυτόχρονα υποδηλώνει το πάθος του ήρωα για τη θάλασσα· τα πάθη του από τη θάλασσα ή δίπλα στη θάλασσα, που διαρκώς του θυμίζει μια μεγάλη απώλεια.
Δεν είναι τυχαία η πρωτεϊκότητα της γραφής του· μιας γραφής που έχει την ικανότητα να παίρνει τη μορφή της έρευνας, της εξομολόγησης, της καθημερινής κουβέντας, του στοχασμού, αλλά και της ποιητικής αφαίρεσης. Τα πρόσωπα του έργου, που πολύ σύντομα έρχονται στο φως, ελάχιστα φωτίζουν την προσωπικότητα του Βεντουρά.
Σπάνια χιονίζει στα νησιά, μας πληροφορεί ο τίτλος του μυθιστορήματος. Ο κόσμος που συνθέτουν τα δυο αυτά στοιχεία, το χιόνι και τα νησιά, είναι ξεχωριστός. Τα νησιά, στην ομηρική Οδύσσεια, συνδέονται με γυναικεία δυναμικά αλλά και θεϊκά πρόσωπα (Καλυψώ, Κίρκη). Στη σεφερική ποίηση συνδέονται με τους σταθμούς στην απεραντοσύνη του πελάγους και των περιπετειών. Στο βιβλίο του Μίγγα συνδέονται με γυναίκες που έχουν συμβολικά ονόματα (Μαρίνα, Κυβέλη). Ο ήρωας, που επιστρέφει έπειτα από μακρόχρονη απουσία, πιθανόν εξορία, έχει σαν τον σεφερικό ξενιτεμένο να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της προσαρμογής και επικοινωνίας με τα άλλα πρόσωπα. Ο χρόνος τον έχει τόσο πολύ απομακρύνει. Και στο νησί που ζει, θα χιονίσει, πράγμα που κάνει και τις συνθήκες ξεχωριστές. Το σπάνιο φαινόμενο θα συνδυαστεί με την αδιερεύνητη εξαφάνιση του Βεντουρά, που ισοδυναμεί με το θάνατό του. Το χιόνι σκέπασε τον κόσμο λέει ο Σεφέρης· και τα νερά τον ήρωα του Μίγγα. Απομένει πάντα, σωσμένος από πνιγμό, ο αφηγητής, υποχρεωμένος ηθικά από τον εξαφανισθέντα να σώσει τη μνήμη του. Το όλο θέμα θυμίζει έτσι το χρέος του επιβιώσαντος συντρόφου, όπως συμβαίνει με την περίπτωση του σεξπιρικού Οράτιου που επιζεί για να γράψει την ιστορία του Αμλετ ή όπως ο Οδυσσέας του Σινόπουλου που, επιστρέφοντας στο νησί, οφείλει να μην ξεχάσει τους πνιγμένους συντρόφους στη θάλασσα που «γυρεύουν την πατρίδα τους κι όλο κοιτάνε κάτω».
Πριν από δύο χρόνια, το 1999, ο Μίγγας εξέδωσε μια συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο Των Κεκοιμημένων. Τα διηγήματα αυτά διακρίνονται για την ασυνήθιστη θεματολογία και ιδίως για την αφηγηματική τους τεχνική, στοιχεία που προκάλεσαν αμέσως το ενδιαφέρον. Τώρα πραγματοποιεί ένα άλμα. Το άλμα δεν οφείλεται μόνο στο ότι από το διήγημα περνάει σ' ένα άλλο είδος, στο μυθιστόρημα, αλλά στο ότι τώρα έχει τη δυνατότητα να αναπτύξει περαιτέρω μερικά θεματικά μοτίβα που δυνάμει είχαν εμφανιστεί στα διηγήματα. Μοτίβα όπως είναι οι ζευγματικές αντιθέσεις, αγάπη και θάνατος, όνειρο και πραγματικότητα, η νοερή συνομιλία με τον νεκρό. Αναπόφευκτα εδώ ανακαλούμε στη μνήμη μας και τους στίχους του ποιητή:
Και πόσο παράξενα αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πεθαμένους, όταν δε φτάνουν πια οι ζωντανοί που σου απομέναν (Σεφέρης).
Στο μυθιστόρημα του Μίγγα επεκτείνονται επίσης οι διακειμενικές αναγνώσεις και τώρα, από τον Όμηρο και τον Σεφέρη, περνάει και σε άλλους ποιητές, συνθέτοντας μάλιστα ο ίδιος κι ένα δικό του ποίημα με στίχους όλων εκείνων.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 14/12/2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο τίτλος του μυθιστορήματος δείχνει εμπνευσμένος από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. «Ητο Δεκέμβριος και είχε χιονίσει», όταν ο Διαμαντής ο Αγάλλος, επιστρέφοντας στο νησί μετά τριακονταετή αποδημία, είδε στο ρέμα της Κεχριάς «το όραμα» της Μυρσούδας, της μνηστής του, «το οποίον εγλίστρα επάνω εις τα χιόνια και απεμακρύνετο». Καταπώς ο Σκιαθίτης ιστορεί στο όψιμο διήγημά του Τα Ρόδιν' ακρογιάλια, το οποίο, ανυψωθέν σε μυθιστόρημα υπό τα φώτα της δυτικής διανόησης, έρχεται να λειτουργήσει ως κινητήρια δύναμη για το νεωτερικό, μάλλον μεταμοντέρνο μυθιστόρημα του Δ. Μίγγα. Αποτολμούμε τον εν λόγω ολισθηρό χαρακτηρισμό, καθ' όσον μας φαίνεται ότι το μυθιστόρημα παρουσιάζει πλείστα όσα γνωρίσματα του είδους, όπως άλλωστε θα προσπαθήσουμε να δείξουμε στη συνέχεια. Προσώρας επανερχόμαστε στις συνέπειες που υποθέτουμε ότι είχε για τον συγγραφέα η παρακολούθηση μιας ομιλίας εξ Εσπερίας ορμώμενης για Τα Ρόδιν' ακρογιάλια, η οποία απεκάλυπτε στο διήγημα ίχνη του ομηρικού Οδυσσέα - πρόσωπο που ανέκαθεν στοίχειωνε τη φαντασία του Δ. Μίγγα. Τότε, ως εξ αποκαλύψεως, οι αφηγηματικές νησίδες που είχε κατά καιρούς συνθέσει και οι οποίες παρέμεναν αποκομμένες βρήκαν ένα πρότυπο και έδεσαν σε μυθιστορηματικό σώμα.
Δεν αυθαιρετούμε, απλώς ακροβατούμε μεταξύ των προηγούμενων δημοσιευμάτων του Δ. Μίγγα και του πρόσφατου μυθιστορήματος. Ανοιξη 1999, δημοσιεύει σε περιοδικό της Θεσσαλονίκης, όπου και κατοικεί, διήγημα υπό τον τίτλο Σπάνια χιονίζει στα νησιά, στο οποίο εμπλέκει την ομιλία «πανεπιστημιακού» για Τα Ρόδιν' ακρογιάλια και το ερωτικό συναπάντημα στην παπαδιαμάντεια Σκιάθο με δικά του ερεθίσματα και εμπειρίες από νησί του Ιονίου όπου τω όντι σπάνια χιονίζει. Τελικά το διήγημα, σε παραλλαγή, ενσωματώνεται στο μυθιστόρημα, προσφέροντας και τον τίτλο.
Ωστόσο το μυθιστόρημα κυοφορείται πριν από το 1995, όταν ο Δ. Μίγγας εκδίδει το πρώτο βιβλίο του Αγκαλιάζεις τον άνθρωπο αν αγγίξεις τη θάλασσα, όπου, σε ένα πεζόμορφο ποιητικό κείμενο, εξομολογείται: «Προσδοκούσε λοιπόν ο άνθρωπός μας να συνθέσει ένα έργο λογοτεχνικό, πιθανόν αυτοβιογραφικό... Σχεδίαζε το έργο του να αποτελείται από τρία μέρη (μάλιστα για να προσδιορίσει αυτά τα μέρη χρησιμοποιούσε τον τουλάχιστον περίεργο για την περίπτωση όρο "νησί") και είχε, παραδόξως, προκαθορίσει τους τίτλους...». Και πράγματι, το μυθιστόρημα αποτελείται από τρία μέρη που προσδιορίζονται ως «νησιά».
Ηδη σε αυτή την πρώτη ποιητική σύνθεση τον συγγραφέα απασχολούν, ιεραρχημένα, ο νόστος, η φιλία, ο έρωτας και ο θάνατος. Όχι όμως ως υπαρξιακά ζητήματα αλλά μάλλον ως μοτίβα ενός διαλόγου με το ομηρικό έπος και δευτερευόντως με τον Σεφέρη και ορισμένους ακόμη. Αλλωστε ο συγγραφέας απέχει σταθερά από φιλοσοφικούς στοχασμούς και στη συλλογή διηγημάτων Των κεκοιμημένων και στο μυθιστόρημα. Τέλος, ένα ακόμη διήγημα του 1996, που και αυτό προσκολλάται παραλλαγμένο στο μυθιστόρημα, δείχνει ότι ο συγγραφέας ανακύκλωνε, σε διαφορετικά σκηνικά, την ίδια ερωτική ιστορία.
Ορισμένοι πιστεύουν ότι η λογοτεχνία είναι η τέχνη της απόκρυψης. Αποψη την οποία δεν φαίνεται να συμμερίζεται ο Δ. Μίγγας, πιθανώς και λόγω της παιδείας που έλαβε ως θετικός επιστήμονας. Όλα φανερώνονται, εξηγούνται και επεξηγούνται στο μυθιστόρημα, μια και έχει ακριβώς ως θέμα τη γραφή. Ο αφηγητής αναλύει τη δημιουργική διαδικασία της συγγραφής. Ως μυθοπλαστικό προκάλυμμα χρησιμοποιείται ένα συνηθισμένο τέχνασμα· ένας καθηγητής μέσης εκπαίδευσης κληρονομεί τα κατάλοιπα ενός πρεσβύτερου κατά μία δεκαετία φίλου και συναδέλφου του που εξαφανίστηκε. Τα διαβάζει, επιμελείται την έκδοσή τους και τέλος συγγράφει μια δική του ιστορία, που είναι όμως πανομοιότυπη με την ιστορία του φίλου του, η οποία με τη σειρά της αντιγράφει την ιστορία που διηγιόταν ο παππούς του εξαφανισθέντος για ένα φίλο του, ονόματι Διαμαντή.
Τρεις ιστορίες κατά το παπαδιαμάντειο πρότυπο: Ενας άντρας φεύγει νέος από το νησί του, «δίνοντας αρραβώνα» στην καλή του. Όταν επιστρέφει, δεκαετίες αργότερα, αυτή έχει πια πεθάνει ή και παντρευτεί, και εκείνος συναντιέται με το φάσμα της ή, επί το ρεαλιστικότερο, με την προσομοιάζουσα σε αυτήν κόρη της.
Μυθιστόρημα χωρίς πλοκή, ούτε καν ήρωες με διαμορφωμένο χαρακτήρα και κοινωνική ταυτότητα, μόνο πρόσωπα ασαφή που μοιάζουν αναμεταξύ τους. Όπως δηλώνουν και τα ονόματά τους, φέρνουν σε ομηρικούς, παπαδιαμάντειους και άλλους δάνειους ήρωες. Με την αισθητική του αποσπάσματος, παρατίθενται οι επί μέρους διηγήσεις, ως εκδοχές που παραλλάσσουν εστίαση και οπτική γωνία, γεφυρώνοντας τα υπαρκτά και δεδομένα με αντικατοπτρισμούς σε φαντασιώσεις και ενύπνια. Εικονική πραγματικότητα με ρευστές χωροχρονικές συντεταγμένες: Ο χρόνος έχει πισωγυρίσματα και οι νεκροί ανεβαίνουν από τον Αδη. Η γεωγραφία δεν είναι παγιωμένη και οι τόποι μετακινούνται. Η νησίδα Πρώτη στο νοτιότατο άκρο του Κυπαρισσαϊκού κόλπου διαπλέει το Ιόνιο και φανερώνεται παρά μια ιόνιο νήσο προσομοιάζουσα της Λευκάδος. Τέλος, το μυθοπλαστικό τοπίο ποικίλλεται περαιτέρω με αποσπάσματα ερανισθέντα από «το αρχιπέλαγος της γραφής», καθώς οι απόπειρες εμπλουτισμού από την ιδεολογικοπολιτική πραγματικότητα περασμένων εποχών μάλλον δεν τελεσφορούν. Αδυναμία ορατή και στη συλλογή διηγημάτων.
Μυθιστόρημα με κύριο θέλγητρο τη γλώσσα, που ωστόσο παρουσιάζει μια παράδοξη αντινομία. Αφενός μεν η αφήγηση παίρνει ευπρόσδεκτη ποιητική υφή χάρη στη μετωνυμική χρήση της γλώσσας, ταυτόχρονα όμως αποδυναμώνεται από την εκτεταμένη παράθεση ποιημάτων ή και πεζοποιημάτων. Ουδέν πάθος μάταιο, υποστηρίζει ο Τζορτζ Στάινερ. Ο Δ. Μίγγας εξομολογείται ότι έτρεφε παιδιόθεν μεγάλη αγάπη για τη θάλασσα. Κατά τα διαβάσματά του, αποδελτίωνε όσους στίχους και φράσεις αναφέρονταν στη θάλασσα. Με αυτούς συνέθεσε τελικά Το ποίημα της θάλασσας, το οποίο επίσης εντάσσει στο μυθιστόρημα.
Νομίζουμε ότι ο Δ. Μίγγας εμφανίζει ένα κουσούρι σχεδόν ενδημικό σε νεότερους πεζογράφους. Αδυνατούν να κάνουν περικοπές και δεν ησυχάζουν αν δεν επιδείξουν όλη την πραμάτεια τους. Ευκολότερα θα έκοβαν τις φλέβες τους παρά σελίδες από το βιβλίο τους. Το καλό όμως με τα μεταμοντέρνα μυθιστορήματα είναι η περιώνυμη αυτοαναφορικότητα. Ας προσέξουμε λοιπόν τον σχολιασμό του αφηγητή στις τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος: «... Ανάπηρο βιβλίο·... παρασύρομαι, κάνω στα περιθώρια συμπληρώσεις...». Συμπληρώσεις, ποτέ περικοπές.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ, ΤΟ ΒΗΜΑ , 17-03-2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις