0
Your Καλαθι
Της Σαλονίκης μοναχά...
Οχτώ ιστορίες, δύο παραμύθια και ένα όνειρο
Περιγραφή
"Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι. Να μην τολμήσεις να τη δεις από τη στεριά." Έγραψε ο Καββαδίας. Κι εσύ που έζησες τα φοιτητικά σου χρόνια εκεί, μην επιχειρήσεις να κοιτάξεις από τη μέση της ζωής σου εκείνη τη Θεσσαλονίκη που άφησες. Μην ξανάρθεις.
Δεν εννοώ, βέβαια, μια ολιγοήμερη επίσκεψη αναψυχής. Δεν προλαβαίνουν να ξεφτίσουν οι αναμνήσεις τόσο σύντομα - μάλλον συντηρούνται. Μιλώ για μόνιμη εγκατάσταση. Αν τα γυρίσματα του βίου σε ξαναφέρουν ύστερα από χρόνια, ώριμο πια, εκεί, μην επιστρέψεις ψάχνοντας την ίδια πόλη.
Αν μείνεις με τις αναμνήσεις, η πόλη πάντα "θα σε ακολουθεί". Όποιος όμως κάνει το λάθος και ξαναγυρίσει για να συνεχίσει τη ζωή που άφησε, εκείνη θα τον διώξει.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η τόπος έχει μια καίρια υποκειμενική σημασία για τον Δημήτρη Μίγγα. Το δήλωνε εμμέσως πλην σαφώς στο πρώτο του βιβλίο «Των κεκοιμημένων» (1999), μια συλλογή διηγημάτων μαγικού ρεαλισμού, όπου είχε κατορθώσει να δημιουργήσει μια εντυπωσιακή ισορροπία ανάμεσα στον «εξ αντικειμένου» και στον ονειρικό χρόνο, αναπτύσσοντας τις ιστορίες του σε γεωγραφικά σημεία-επαρχιακές πόλεις, στις οποίες έζησε και ο ίδιος. Το επανέλαβε στο μυθιστόρημά του «Σπάνια χιονίζει στα νησιά» (2001), με τα πρόσωπά του να είναι εγκλωβισμένα σ' ένα τοπίο περιορισμένων οριζόντων και να προσφεύγουν έτσι στη μόνη διαφαινόμενη δυνατότητά τους να «αποδράσουν», διογκώνοντας στο έπακρο τα όρια του φανταστικού τους. Και, συνεχίζοντας αυτή την τροχιά ιχνηλασίας του υποκειμενικού χρόνου πάνω στο χάρτη της ελληνικής ενδοχώρας, σ' αυτό το τρίτο βιβλίο του με διηγήματα, ορίζει με ακόμα μεγαλύτερη σαφήνεια το χώρο όπου συγκλίνουν ο λογοτεχνικός μύθος και το προσωπικό βίωμα: η Θεσσαλονίκη. Το λιμάνι, οι δρόμοι, οι τοποθεσίες, οι συνοικίες. Οπως στον Τόλη Καλαντζή και στον Αλβέρτο Ναρ - για να αναφέρω δυο σύγχρονους ομογάλακτους πεζογράφους της ίδιας πάνω - κάτω ιδιοσυγκρασίας, έτσι κι εδώ η πόλη παρίσταται ρητά. Ολα τα ονόματα παραπέμπουν στον πολεοδομικό της ιστό αλλά και στη μυθική της διαχρονική εικόνα. Μα, από την άλλη μεριά, δεν υπάρχει καμιά από τις τοποθεσίες της που να μην είναι διαποτισμένη από την εμπρεσιονιστική ματιά του αφηγητή, φιλτραρισμένη βιωματικά.
Για τούτο ακριβώς και σε ορισμένες από τις ιστορίες -τις πιο ποιητικές: «Κασσάνδρα», «Χορός με τη σκιά μου»- οι ονειρικές μορφές των αγαπημένων γυναικών, η ερωτική αίσθηση που τις περιβάλλει και η δραματική ένταση που γεμίζει το κενό της απουσίας τους συνδυάζονται με περιπλανήσεις σε σημεία της Θεσσαλονίκης. Περιπλανήσεις, ωστόσο, που ακολουθούν έναν ιδιόμορφο χάρτη προσωπικών συναισθημάτων και εντυπώσεων, όπου σημεία της πόλης γίνονται εφαλτήρια για τη συγκεκριμένη μνήμη του αφηγητή. Η πόλη - μητέρα, η πόλη - ερωμένη, η πόλη - μοίρα: ζεύγη που ήδη έχουν σχηματίσει μια λογοτεχνική μυθολογία στην ποιητική και στην πεζογραφική παράδοση της μακεδονικής πρωτεύουσας κατά τον εικοστό αιώνα, από τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, τον Στέλιο Ξεφλούδα, τον Γιώργο Κιτσόπουλο και τον Νίκο Μπακόλα ώς τον Τηλέμαχο Αλαβέρα και τον Γιώργο Χειμωνά. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μ' αυτή την παράδοση συνδιαλέγεται ο Μίγγας, ενισχύοντας ακόμα περισσότερο τη ρευστή αίσθηση της εσωτερικής ζωής στους ήδη ευάλωτους, μοναχικούς και ονειροπαρμένους ήρωες των «Κεκοιμημένων».
Αυτό σημαίνει, για να μη μακρηγορούμε, ότι άλλοτε μπαίνοντας στο μύθο και αποτελώντας πρόσωπο μιας ιστορίας, και άλλοτε μένοντας απέξω, αλλά εποπτεύοντάς την και κινώντας τα νήματά της, ο συγγραφέας είναι, έτσι ή αλλιώς, παρών· συμπάσχει με το θίασο των σκιωδών ηρώων του και συμμετέχει στα δράματά τους. Ονόμασα τους ήρωες του Μίγγα σκιώδεις, και τούτο όχι μόνο γιατί συνήθως αποτελούν πρόσωπα που διαγράφονται με σύντομες πινελιές -εξαίρεση ίσως ο Λευτέρης Σεργιανίδης της «Μνήμης» και ο Μίμης Αρούκατος της «Τρίπλας των ονείρων»- αλλά κυρίως διότι προβάλλονται στο αφηγηματικό προσκήνιο της κάθε ιστορίας ως φασματικές μορφές· ως αντικατοπτρισμοί αναμνήσεων. Μάλιστα, αυτή η κάπως υδραργυρική τους υπόσταση εντείνεται, κάπως παρακινδυνευμένα κατά τη γνώμη μου, όχι από τις μεταιχμιακές καταστάσεις στις οποίες βρίσκονται -ζουν, πεθαίνουν και επιστρέφουν στη ζωή ή υπάρχουν εξαρχής μέσα σε μια υπέρβαση της πραγματικότητας που εντούτοις δεν μας παραξενεύει ούτε στιγμή- αλλά από το ρυθμό της αφήγησης. Η γοητεία που ασκούσαν οι ιστορίες των «Κεκοιμημένων» οφειλόταν κατά μέγα μέρος στην αντίθεση μεταξύ της εσωτερικής αστάθειας των προσώπων και της εξωτερικής ευστάθειας με την οποία αποδίδονταν ρεαλιστικά καταστάσεις εξαιρετικά αμφίλογες. Ενώ τώρα, σε ορισμένα από τα διηγήματα «Της Σαλονίκης μοναχά...» τόσο ο αφηγηματικός ρυθμός όσο και οι εναλλασόμενες οπτικές ή η συναισθηματική κατάσταση των προσώπων συγκλίνουν σ' ένα συνεχές κρεσέντο συνειρμών. Και καθώς οι σκιώδεις χαρακτήρες κατά τεκμήριο αντλούν το λόγο ύπαρξής τους από ένα πυρετώδες και διογκωμένο φανταστικό, δεν έχουν ως αντιστάθμισμα την αδρή οντότητα με την οποία διαγράφονταν οι χαρακτήρες «Των κεκοιμημένων». Εκεί εξάλλου εντοπίζω και το βασικό κατ' εμέ πρόβλημα του καινούργιου βιβλίου του Δημήτρη Μίγγα.
Θέλω να πω ότι και στα πρώτα διηγήματά του υπήρχε συγκατοίκηση ζώντων και νεκρών, φίλων χαμένων και γοητευτικών γυναικών που η επίκληση της μνήμης τούς «ζωοδοτούσε», τους έβγαζε από το σκοτάδι και τους έβαζε στο φως της μυθοπλασίας (φυλάσσοντάς μας για το τέλος την αποκάλυψη-έκπληξη της μεταφυσικής τους υπόστασης). Αυτό που άλλαξε στη νέα συλλογή δεν είναι τα δύο ή τρία διηγήματα όπου εξακολουθούν να τηρούνται οι ρεαλιστικές συμβάσεις και όπου το αλλόκοτο μας επιβεβαιώνει την παρουσία του προς το τέλος, όταν πια έχουν υποχωρήσει και έχει, κυρίως, καταργηθεί η απόσταση μεταξύ μνήμης και πραγματικότητας ή μεταξύ υποκειμενικής και εξ αντικειμένου αφήγησης. Η πλήρης ανατροπή της χρονικής ακολουθίας των γεγονότων οδήγησε σε μια διαφορετική ανάπτυξη όλης της αφηγηματικής μηχανής. Αναπτύχθηκε διαφορετικά ο χρόνος, αναπτύχθηκε διαφορετικά ο ρυθμός της αφήγησης, αλλά και επιλέγονται διαφορετικά από το συγγραφέα τα σημεία από τα οποία πραγματοποιεί τις αποσπασματικές του περιγραφές.
Στο «Των κεκοιμημένων» ο αναγνώστης παρακολουθούσε την είσοδο του απόκοσμου ή του «υπερφυσικού» σ' έναν κόσμο κατά τα άλλα ανθρωπομετρικό και οικείο, παρά την εμφάνιση του κυκλικού χρόνου και τη σισύφεια καταδίκη των προσώπων να επαναλαμβάνουν στο διηνεκές τις ίδιες κινήσεις. Στο «Της Σαλονίκης μοναχά...» υπάρχει και πάλι ο κυκλικός χρόνος που κινείται με τον ίδιο μοιραίο τρόπο, τουλάχιστον σε ορισμένα διηγήματα. Ομως στα περισσότερά τους η εισβολή του απόκοσμου έχει περιοριστεί στη σφαίρα του μονήρους φανταστικού του αφηγητή, η δε «επίσκεψη» των αγαπημένων νεκρών έχει ως μονόδρομό της τις συνήθως ιλιγγιώδεις ενορατικές καταστάσεις.
Ασφαλώς, δεν είναι τυχαίο που ο Μίγγας διάλεξε στις τέσσερις πιο ποιητικές ιστορίες του -την «Κασσάνδρα», το «Χορό με τη σκιά μου», το «Ονειρο Θεσσαλονίκης» και το «Αρωμα γυναίκας», τη χρησιμοποίηση μουσικών ή δραματουργικών μοτίβων. Η γλώσσα της μουσικής και η γλώσσα του θεάτρου, γλώσσες κατεξοχήν πολυεστιακές, αποτυπώνουν καλύτερα τη ρευστότητα του χρόνου και αποδίδουν πιο καίρια μιαν αμφίθυμη, ψυχική κατάσταση. Μεταφερμένη όμως η ονειροφαντασία στα όρια της αφήγησης, αρθρωμένη με συνειρμούς, αφαιρέσεις και χρονικές ανακολουθίες, χρειάζεται ίσως ακόμα περισσότερο απ' όσο μια καθεαυτό ρεαλιστική περιγραφή να έχει τη ραχοκοκαλιά της. Διαφορετικά, κινδυνεύει να διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη, πράγμα που νομίζω ότι δεν αποφεύγεται σε ορισμένα σημεία των ιστοριών που ανέφερα. Γιατί σε άλλες ιστορίες, στην «Ονομασία προελεύσεως» ή στον «Αλλο», πρέπει να σημειώσω ότι ο Δημήτρης Μίγγας δείχνει τις σπουδαίες συνθετικές του ικανότητες: ενώ δεν επαναλαμβάνει τα σκηνοθετικά ευρήματα των πρώτων διηγημάτων του, κατορθώνει και κινείται με αξιοθαύμαστη ισορροπία πάνω στη «διαχωριστική» γραμμή μεταξύ του φαντασιώδους και του πραγματικού.
ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 09/01/2004
Κριτικές
22/04/2010, 15:21