0
Your Καλαθι
Των κεκοιμημένων
Τέσσερις και μία παραλλαγές
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Ένα φανταστικό ταξίδι επιστροφής και συνάντησης ζωντανών και πεθαμένων ηρώων σε καφενείο της Λευκάδας. Παράδοξα περιστατικά, με πρωταγωνιστές από την Καλαμάτα, τον Έβρο, τη Θεσσαλονίκη και το σαπιοκάραβο της εποχής του Πελοποννησιακού Πολέμου συμπλέκουν σε ένα μυστήριο που λύνεται στην τελευταία εκδοχή της ιστορίας...
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το 1986 ο Δημήτρης Πετσετίδης, το 1989 ο Νίκος Βασιλειάδης, το 1993 ο Γιώργος Μπρουνιάς, το 1997 ο Τάσος Χατζητάτσης, το 1998 η Νίκη Αναστασέα, εφέτος ο Δημήτρης Μίγγας. Όλοι τους πενήντα παρά ή και κάτι, όταν πρωτοεμφανίζονται ως πεζογράφοι. Ήδη από το πρώτο βιβλίο δείχνουν προϊδεασμένοι γύρω από τις στρατηγικές της αφήγησης. Συγγραφείς που φαίνεται να έχουν κάνει μακρόχρονη μαθητεία στη λογοτεχνία. Κι όταν τελικά δημοσιεύουν, προβάλλουν σαν έτοιμοι από καιρό.
Πελοποννήσιος ο Δ. Μίγγας, ισορροπεί κάπως την υπεροχή των Βορειοελλαδιτών στην εν λόγω ομάδα. Ένας ακόμη θετικός επιστήμων, που συλλαμβάνεται παραβάτης του ορθού λόγου. Συνήθως οι συγγραφείς με καθυστέρηση στην εκκίνηση προχωρούν απευθείας στην πεζογραφία. Κατ' εξαίρεσιν, ο Δ. Μίγγας δημοσιεύει ένα πρώτο ποιητικό βιβλίο το 1995. Παρ' όλο που στο βιογραφικό του σημείωμα αναφέρει δημοσιεύσεις σε λογοτεχνικά περιοδικά, δεν νομίζουμε ότι ανήκει στην παράδοση των συγγραφέων που μεστώνουν στο φυτώριο κάποιου περιοδικού. Αλλωστε τη δεκαετία του '90 που ο Δ. Μίγγας αρχίζει να δημοσιεύει, τα περιοδικά παύουν να έχουν τον ρόλο του φυτωρίου.
Οι ζωντανοί συνομιλούν νοερά με τους νεκρούς. Προνομιούχος χώρος παρόμοιων συζητήσεων στάθηκε ανέκαθεν η λογοτεχνία. Πέντε ιστορίες «των κεκοιμημένων» αφηγείται ο Δ. Μίγγας και ο τίτλος, δάνειος από ποίημα του Μ. Γκανά, φαίνεται πως τον βασανίζει εδώ και χρόνια. Ηδη στο πρώτο του βιβλίο με ποιήματα και πεζόμορφες περικοπές, επιχειρεί ένα νόστο σε χώρους και χρόνους «των κεκοιμημένων», ακουμπώντας στον Όμηρο και στον Σεφέρη. Μετά την έκδοση του πρώτου βιβλίου, σε διάσπαρτες δημοσιεύσεις ένα πεζό, κάποια ποιήματα επανέρχεται. Καλεί φίλους πεθαμένους, κι αυτοί έρχονται μέχρι τις παρυφές της πόλης και της νύχτας. Τότε ο συγγραφέας αναρωτιέται: «Αραγε εγώ μιλώ ή κάποιοι οικειοποιούνται τη φωνή μου;»
Παραδόξως, ο τίτλος «των κεκοιμημένων» ήρθε και έδεσε με ένα βιβλίο πεζογραφίας, αφού προηγουμένως περιπλανήθηκε στην ποίηση ως προσφυέστερη. Ιστορίες στις παρυφές της πραγματικότητας, σε διαφορετικούς χρόνους, με απώτερο σημείο, και για τον Δ. Μίγγα, τον Εμφύλιο. Όμως ο τόπος αλλάζει σε κάθε ιστορία, πιθανώς μία από τις λιγοστές καλές συνέπειες των μεταθέσεων ενός καθηγητή Μέσης Εκπαίδευσης. Οι ιστορίες προτιμούν τις εσχατιές της επικράτειας: νοτίως, η νησίδα Σαπιέντζα, όχι μακράν της γενέτειρας Πύλου· βορείως, το Μαθράκι παρά τη Κερκύρα, και ακόμη βορειότερα, μέχρι τα χωρικά ύδατα της Γιουγκοσλαβίας· προς δυσμάς, η Λευκάδα· και προς ανατολάς, ο Έβρος και το χωριό Πετρωτά, στο βυζί που σχηματίζει η Θράκη εντός της Βουλγαρίας.
Τόσοι διαφορετικοί τόποι, κι όμως ούτε ένα ταξίδι. Κυρίαρχο θέμα ο θάνατος, και η αγάπη, όταν παρεμβαίνει, είναι μέχρι θανάτου. Οι ζωντανοί αγκιστρώνονται στους νεκρούς τους, είτε λόγω ενοχών είτε από αφοσίωση. Κουβεντιάζουν μαζί τους και αρνούνται να δεχθούν την απουσία τους. Τέσσερις διαφορετικές ιστορίες, ωστόσο δομημένες σύμφωνα με την ίδια αφηγηματική φόρμα. Παρελθοντικές σκηνές προβάλλονται σε σημερινές και συγχέονται μαζί τους. Γεγονότα, με μεγάλη χρονική απόσταση αναμεταξύ τους, φαίνεται σαν να εξελίσσονται ταυτόχρονα, καθώς η πρωτοπρόσωπη αφήγηση χωνεύει διηγήσεις και συζητήσεις που κάνουν αναδρομή στο παρελθόν. Αυτή η επανάληψη στον τρόπο της αφήγησης δίνει την εντύπωση της κατασκευής. Πάντως ο συγγραφέας δεν αποκαλεί τις ιστορίες του διηγήματα ή νουβέλες, αλλά παραλλαγές.
Ωστόσο η πέμπτη και τελευταία παραλλαγή, στηριγμένη στη ζωντάνια και στη σπιρτάδα μιας συζήτησης κατά τη διάρκεια οινοποσίας φίλων, αποκλίνει μορφικά, δίνοντας διαφορετικό τόνο στην όλη σύνθεση. Τα φαντάσματα όσων έφυγαν μπορούν να προκαλέσουν και ευθυμία, όπως δείχνουν οι σκωπτικές διηγήσεις που στρέφονται γύρω από ένα δίδυμο αποθανόντων Λευκαδιτών. Ποιητική αδεία, ανίψια του Λευκαδίτη Νίκου Κατηφόρη, και ο θάνατός τους σαν να βγαίνει από το τελευταίο του μυθιστόρημα «Ο καρχαρίας και τα εννέα κύματα».
Όσο χαλαρότεροι οι αρμοί της διήγησης, όσο περισσότερο καταπονημένος ο αφηγητής, τόσο πιο πιστευτό το συναπάντημα νεκρών και ζωντανών. Γιατί δεν είναι όλοι όμοια επιρρεπείς στο άγγιγμα «των κεκοιμημένων». Έτσι, ο αφηγητής μπορεί να προδώσει μια ιστορία, όπως, κατά τη γνώμη μας, συμβαίνει στο «Ανεπαρκής φοίτηση», με το προσφυγόπουλο από τη Μαριούπολη της Ουκρανίας που πεθαίνει στα δεκατρία από λευχαιμία. Αφηγητής ένας καθηγητής του, που τον παρασύρει η συγκινησιακή φόρτιση της ιστορίας.
Σε αντίθεση, ο περισσότερο αποστασιοποιημένος αφηγητής σώζει ένα διήγημα, όπως το «Μαύρη θύελλα», κι ας είναι το εύρημα πολύ λιγότερο αληθοφανές. Τουλάχιστον, για τον μη ποδοσφαιρόφιλο, ενοχές μέχρι θανάτου για ένα αποτυχημένο μαρκάρισμα, είκοσι χρόνια αργότερα, φαίνονται απίθανες, ακόμη κι αν εκείνο το μαρκάρισμα έγινε η αιτία να μην προβιβαστεί η ομάδα της πόλης στην πρώτη εθνική.
Όπως και άλλοι συγγραφείς, με τη σειρά του και ο Δ. Μίγγας ενδίδει στα ερεθίσματα της επικαιρότητας. Πολύ συζητήθηκε ο Εμφύλιος στη Γιουγκοσλαβία και, με την ευκαιρία, οι αρχαιομαθείς θυμήθηκαν την κατά Θουκυδίδη εκστρατεία των Αθηναίων στη Μήλο. Εξ ου και ο τίτλος του τέταρτου διηγήματος «... και οι ασθενείς ξυγχωρούσιν». Ο κεντρικός ήρωας είναι μουσουλμάνος και ονομάζεται Ισμέτ, που λειτουργεί ως παραπομπή στη μοίρα, όπως οι Μουσουλμάνες στο πρόσφατο μυθιστόρημα του Ρ. Μπίτον. Και οι δύο συγγραφείς παραλληλίζουν τον Εμφύλιο στη Γιουγκοσλαβία με τον Ελληνικό, εξισώνοντας την ωμότητα των σφαγών. Όπως φαίνεται, ακόμη ζητείται ο πεζογράφος που θα αποδώσει τις ουσιαστικές διαφορές μεταξύ ενός εθνικού και θρησκευτικού Εμφυλίου, όπως ο πρόσφατος, και ενός εμφυλίου ιδεολογικής διαφοράς όπως ο Ισπανικός ή ο Ελληνικός.
Εντελέστερο το δεύτερο διήγημα της συλλογής περί τον ελληνικό Εμφύλιο, «την ποθητή πατρίδα», με θέμα τους αντάρτες που κατέφυγαν, πριν από μισό αιώνα, στις ανατολικές χώρες και βρέθηκαν μοιρασμένοι ανάμεσα σε δύο πατρίδες, συχνά και σε δύο οικογένειες. Ο Δ. Μίγγας πλάθει μια πραγματική τραγική ηρωίδα στο πρόσωπο της ελληνίδας συζύγου, που πέρασε μια ζωή στην καρτερία, αποδεχόμενη τελικά το ελάχιστο μερίδιο οικογενειακής θαλπωρής που επέτρεψαν οι δύσκολοι καιροί.
Δεν θα συμφωνήσουμε με τον συγγραφέα που θεωρεί βασικό χαρακτηριστικό των πεζογραφημάτων του την αναμεταξύ τους επικοινωνία. Ακόμη και η σύνοψη που επιχειρεί το τελευταίο διήγημα, μνημονεύοντας επί τροχάδην τους ήρωες των προηγούμενων ιστοριών, φαίνεται μάλλον επουσιώδης.
Βεβαίως, η συλλογή με αυτόν τον τρόπο φέρνει προς το μυθιστόρημα, που ζητούν τόσο φορτικά οι εμπορικοί εκδότες. Τελικά, όμως, το σημαντικό δεν είναι να ισοσκελίσουμε αρετές και αδυναμίες, αλλά να επισημάνουμε τον Δημήτρη Μίγγα, γιατί θα μας απασχολήσει συχνά στο μέλλον. Παρατηρείται αυτό με τους ικανούς στην αφήγηση, που εμφανίζονται όψιμα.
Μάρη Θεοδοσοπούλου
ΤΟ ΒΗΜΑ, 03-10-1999
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις