Ωφελιμισμός

Έκπτωση
40%
Τιμή Εκδότη: 20.39
12.23
Τιμή Πρωτοπορίας
Υπάρχει και μεταχειρισμένο με €18.00
+
138465
Συγγραφέας: Μιλ, Τζων Στιούαρτ
Εκδόσεις: Πόλις
Σελίδες:242
Μεταφραστής:ΠΑΙΟΝΙΔΗΣ ΦΙΛΗΜΩΝ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/04/2008
ISBN:9789608132696
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Περιορισμένη διαθεσιμότητα
Πάτρα:
Περιορισμένη διαθεσιμότητα

Περιγραφή


Η πλέον διαδεδομένη αντίληψη για τον Μιλ είναι ότι πρόκειται για ένα μείζοντα ωφελιμιστή φιλόσοφο, ο οποίος αξιολογεί τις πράξεις με κριτήριο τις συνέπειες που έχουν ως προς την προαγωγή της ηδονιστικά εννοούμενης γενικής ευτυχίας. Μια προσεκτική όμως ανάγνωση και των άλλων σχετικών έργων του αναδεικνύει μια τελειοκρατική προσέγγιση. Ο ωφελιμισμός και ο ηδονισμός έρχονται να στηρίξουν, να συμπληρώσουν και να ολοκληρώσουν αυτή τη διάσταση της σκέψης του, δίδοντάς μας μια ιδιαίτερα σύνθετη και επεξεργασμένη εικόνα ατομικής ηθικής τελείωσης. Αυτό που απασχολεί τον Mill είναι ένα πρότυπο ζωής που θα συνδυάζει την καλλιέργεια του εαυτού με την εκτέλεση των υποχρεώσεων προς τους άλλους.






ΚΡΙΤΙΚΗ



Ο Mill δημοσίευσε τον Ωφελιμισμό το 1863, σε μια ώριμη πνευματικά στιγμή του. Αυτό είναι ένα έργο που ολοκληρώνει την πορεία σχηματισμού της κοσμοθεωρίας του, η οποία ξεκίνησε με το κυριότερο φιλοσοφικό-μεθοδολογικό σύγγραμμά του, το Σύστημα Λογικής (1843). Σ' αυτό το έργο συστηματοποιεί τις μεθοδολογικές προϋποθέσεις και τους γενικούς κανόνες των επιστημών. Επικαλούμενος τον Μπέικον, χαρακτηρίζει την επιστήμη της Λογικής ars artium (τέχνη των τεχνών). Αυτή συνιστά την απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη των ηθικών και κοινωνικών θεωρήσεών του.

Η πραγματεία Αρχές της Πολιτικής Οικονομίας (1848) αποτελεί το δεύτερο από τα πιο σημαντικά έργο του. Εδώ, αντικείμενο διαπραγμάτευσης είναι τα όρια της ανάμιξης του κράτους στην οικονομία. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η σταδιακή αποστασιοποίησή του από αυτό το έργο, όπως αυτή ξεδιπλώνεται ιδιαίτερα στο δοκίμιό του Περί Ελευθερίας (1859), («Επίκουρος», 1983, μτφρ. Νίκος Μπαλής), στο οποίο αναλύει τη σχέση της ελευθερίας με τον πολιτισμό. Πυλώνας του πολιτισμού είναι οι ελευθερίες της σκέψης και της έκφρασης, οι οποίες αποτελούν και το εφαλτήριο της ολοκληρωμένης ανάπτυξης του ατόμου.

Το αρχικό laisser-faire έχει τόσο αμβλυνθεί, όπου στο Στοχασμοί περί αντιπροσωπευτικής κυβερνήσεως (1861) η «κυριαρχία έχει παραχωρηθεί στο σύνολο της κοινότητας», το δε ξεδίπλωμα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας περνά μέσα από την ανάπτυξη των άμεσων συμμετοχικών μορφών δημοκρατίας και εκτείνεται τόσο όσο να συναντήσει το σοσιαλισμό με ελευθερία. Ωριμος πλέον, γυρίζει στη διαπραγμάτευση των βασικών αρχών της ηθικής και στη διαμάχη σχετικά με το κριτήριο του ορθού και του εσφαλμένου, εκεί απ' όπου νεαρός είχε ξεκινήσει. Εδώ γίνεται το βήμα και ο ατομικισμός, ως κοσμοθεωρητική αφετηρία του Mill, συναντάται με την κοινωνική ωφελιμότητα.

Αυτό το βήμα ολοκληρώνεται στον Ωφελιμισμό (1863), όπου στις εισαγωγικές του παρατηρήσεις ο Mill, πιστός στις αρχές της απαγωγικής προσέγγισης των ηθικών και κοινωνικών επιστημών, ασκεί κριτική στην ενορασιοκρατική και την επαγωγική σχολή, γιατί δεν συνέταξαν έναν κατάλογο a priori αρχών, που θα χρησίμευαν ως θεμέλια της λογικής. Ο Mill στο Σύστημα Λογικής υποστήριζε ότι «η βάση για την εμπιστοσύνη σε οποιαδήποτε απαγωγική επιστήμη (τέτοιες είναι η Ηθική και η Κοινωνιολογία) έγκειται όχι απλώς σ' αυτούς καθαυτό τους a priori συλλογισμούς, αλλά στη συνύπαρξη των αποτελεσμάτων τους με τα αποτελέσματα των a posteriori παρατηρήσεων». Εφαρμόζοντας αυτή τη θέση στον Ωφελιμισμό θεωρεί ότι η επαγωγική προσέγγιση του ηθικού στοιχείου εγκλωβίζεται στις a posteriori παρατηρήσεις, ανίκανη να αναχθεί σε εκείνες τις αρχές που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως προκείμενες της επιστήμης, οδηγώντας σε μία «πρώτη αρχή ή σ' ένα κοινό θεμέλιο υποχρεώσεων».

Ο Mill,στο δεύτερο κεφάλαιο, ξεκινά την «περιπέτεια της φιλοσοφικο-ηθικής» του προσέγγισης προσδιορίζοντας την ωφέλεια ή την αρχή της μεγίστης ευτυχίας ως βασική αρχή και θεμέλιο της ηθικής. Οι πράξεις είναι ορθές στο βαθμό που μεγιστοποιούν την ευτυχία και εσφαλμένες στο βαθμό που τείνουν να προκαλούν ό,τι έρχεται σε αντίθεση με αυτήν. Ευτυχία είναι η ηδονή και η απουσία πόνου, ενώ ως δυστυχία νοούνται ο πόνος και η στέρηση της ηδονής. Από αυτή τη γενική αρχή ο συγγραφέας στήνει το οικοδόμημα του ωφελιμισμού, που διαφοροποιείται ουσιαστικά από αυτό του Bentham.

Ο συγγραφέας απορρίπτει εκείνες τις κατηγορίες του συρμού, που προσάπτουν στον ωφελιμισμό τη μομφή ότι αξιολογεί τις πράξεις με κριτήριο την προαγωγή της αισθητηριακής ηδονιστικής ευτυχίας. Επικαλούμενος την επικούρεια θεωρία του βίου, υποστηρίζει ότι οι ηδονές της διάνοιας, του συναισθήματος, των ηθικών αισθημάτων έχουν μεγαλύτερη αξία από τις απλές αισθητηριακές. Διευκρινίζει επίσης ότι οι άνθρωποι, υπό ορισμένες συνθήκες, δεν επιθυμούν κάθε είδους ηδονή, αλλά τις ποιοτικά ανώτερες. Παραμένει ασαφές το ποιες ακριβώς είναι αυτές οι ηδονές, αν και σε ένα γενικό πλαίσιο αυτές συνδέονται με τη μόρφωση, την πνευματική καλλιέργεια, την ομορφιά, τον αλτρουισμό, την ευγένεια, την αξιοπρέπεια. Εκείνο που σαφέστατα τον διαφοροποιεί από τον Bentham είναι το κριτήριο του πρωτείου των ποιοτικών ηδονών και της αξιολόγησής τους. Ενώ ο Bentham δίνει βάρος στα μετρήσιμα χαρακτηριστικά των ηδονικών αισθημάτων (ένταση, διάρκεια), ο Mill αξιολογεί τις ηδονές με γνώμονα την κοινωνική τους ανακλαστικότητα και ωφελιμότητα. Η ανωτερότητα των ποιοτικών ηδονών έγκειται στο γεγονός ότι κανένας νουνεχής, εάν τις γνώριζε, δεν θα τις άλλαζε με τις αισθητηριακές. Πιο συγκεκριμένα, εάν μεταξύ δύο ηδονών υπάρχει μία που την προτιμούν όσοι έχουν εμπειρία και των δύο, αυτή είναι μια ποιοτική ηδονή. Κανένας που γνώρισε τη σοφία δεν θα προτιμήσει τη βλακεία, κανένας που γνώρισε τα αλτρουιστικά αισθήματα και την ευσυνειδησία δεν θα προτιμήσει τον εγωισμό και τη φαυλότητα. Με τα σημερινά δεδομένα, θα λέγαμε ότι εκείνος που γνώρισε τον Πλούταρχο, το συγγραφέα της αρχαιότητας, δύσκολα θα μπορούσε να ανεχθεί το σημερινό τραγουδιστή λαϊκών ασμάτων Πλούταρχο.

Εδώ όμως τίθεται, από τον ίδιο το συγγραφέα, το πλαίσιο των ιστορικών συνθηκών, οι οποίες δεν επιτρέπουν τη μετάδοση και γνώση των ποιοτικών ηδονών. Το πρότυπο αυτών των ηδονών θα ήταν απολύτως επιτεύξιμο εάν η «άθλια εκπαίδευση» και οι «επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες» δεν αποτελούσαν εμπόδιο στο «να καταστεί αυτός ο τρόπος ύπαρξης προσιτός στον καθένα».

Οι άνθρωποι αφοσιώνονται στις κατώτερες ηδονές, όταν έχουν καταστεί, λόγω κοινωνικών συνθηκών, ανίκανοι να απολαύσουν τις άλλες. Σ' εκείνους δε που ευλόγως τονίζουν ότι το άτομο το προικισμένο με ανώτερες λειτουργίες χρειάζεται πολλά για να είναι ευτυχισμένο, ο συγγραφέας τους συνιστά να μη συγχέουν την ευτυχία με την ικανοποίηση. Είναι πρόδηλο ότι τα άτομα με περιορισμένους ορίζοντες έχουν περισσότερες πιθανότητες να είναι ικανοποιημένα, ενώ τα προικισμένα με «ανώτερες λειτουργίες» συνειδητοποιούν ότι η ευτυχία που επιζητούν, «με δεδομένη τη δομή του κόσμου, είναι ατελής» Παρ' όλα αυτά, όμως, είναι προτιμότερο να είναι κανείς «ανικανοποίητος Σωκράτης, παρά ένας ικανοποιημένος ηλίθιος». Πάντως, σε τελική ανάλυση ο Mill αποσαφηνίζει ένα ιδιαίτερα κρίσιμο στοιχείο της ηθικής του φιλοσοφίας, τονίζοντας πως όταν αναφέρεται στην ευτυχία ως απαραίτητη συνθήκη για την αποδοχή του ωφελιμιστικού κριτηρίου, δεν εννοεί «τη μεγαλύτερη δυνατή ευτυχία του δρώντος, αλλά τη μεγαλύτερη δυνατή ποσότητα ευτυχίας εν γένει». Εάν κανείς αμφισβητεί την πιθανότητα ο ευγενής χαρακτήρας να είναι πιο ευτυχής, δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι «ο ίδιος καθιστά τους άλλους ευτυχέστερους και ότι ο κόσμος κερδίζει συνολικά απ' αυτόν». Το στοιχείο της κοινωνικής ανταποδοτικότητας, αντίθετα από όσα υποστηρίζουν οι εκχυδαϊστές του Mill, διατρέχει όλο το έργο του.

Στη συνέχεια, ο φιλόσοφος απαντά σε διάφορες ενστάσεις που αφορούν το ωφελιμιστικό κριτήριο. Οι απαντήσεις σ' αυτές τις ενστάσεις του δίνουν τη δυνατότητα να αποσαφηνίσει τα επίμαχα σημεία της γενικής αρχής του ωφελιμισμού. Μια ένσταση αποδίδει στον ωφελιμισμό την κατηγορία ότι είναι μια ουτοπική και άνευ νοήματος θεωρία, αφού οι άνθρωποι δεν μπορούν να κατακτήσουν την ευτυχία. Ο Mill διευκρινίζει ότι η αρχή της ωφέλειας δεν εξαντλείται στην αναζήτηση της ευτυχίας, αλλά «περιλαμβάνει και την αποφυγή ή το μετριασμό της δυστυχίας». Εξάλλου, ως ευτυχία δεν νοείται μια ζωή εκστατικής απόλαυσης που διαρκεί συνεχώς, αλλά μια ζωή που διέπεται από την παραδοχή ότι η ύπαρξή μας πρέπει να συνοδεύεται όσο το δυνατό από λιγότερους πόνους και από περισσότερες ηδονές, αποσυνδεδεμένες όμως από διαδικασίες συνεχούς και μόνιμης παρουσίας. Οι άνθρωποι δεν θα πρέπει να απαιτούν από τη ζωή τους περισσότερα απ' όσα αυτή μπορεί να τους δώσει. Εδώ ο Mill (όπως τονίζει στο σχολιασμό του ο Φιλήμων Παιονίδης) στρέφεται προς τον αρνητικό ωφελιμισμό. Θα λέγαμε όμως ότι ξαναβρίσκει το νήμα του ενεργητικού ισοζυγίου του ωφελιμισμού όταν απαντά στην κατηγορία που του προσάπτουν, ότι είναι μια εγωιστική θεωρία, που ενδιαφέρεται μόνο για την ευτυχία του δρώντος. Αντιθέτως, τονίζει ο Mill, μόνον όσοι ενδιαφέρονται για το κοινό καλό διατηρούν πάντοτε το ενδιαφέρον για τη ζωή, γιατί αυτοί κατανοούν πως η φιλαυτία και η έλλειψη πνευματικής καλλιέργειας είναι συνοδοιπόροι της κοινωνικής ασημαντότητας. Αξιοσημείωτες παρατηρήσεις για μια εποχή σαν τη σημερινή, που πολλοί φροντίζουν να απαξιώσουν την πολιτική και ιδεολογική ζωή.

Ο Mill ως γνήσιος διαφωτιστής δεν αμφιβάλλει ότι τα περισσότερα δεινά του κόσμου είναι εξαλείψιμα αν η ανθρώπινη κοινωνία στηριχτεί στη λογική και την πρόοδο της επιστήμης. Στήριγμα αυτής της προόδου είναι ο κοινωνικός χαρακτήρας της ωφελιμιστικής ηθικής. Βεβαίως, διευκρινίζει παρακάτω, οι ωφελιμιστές αφ' ενός δεν περιφρονούν την ατομική ηθική ανάπτυξη και αφ' ετέρου, απαντώντας σε όσους θεωρούν το κριτήριο του ωφελιμισμού ιδιαίτερα απαιτητικό, τονίζουν πως ο ωφελιμισμός δεν δέχεται ως μοναδικό κίνητρο της ανθρώπινης συμπεριφοράς την προαγωγή του γενικού συμφέροντος της κοινωνίας. Η συντριπτική πλειονότητα των καλών πράξεων δεν γίνονται προς όφελος της ανθρωπότητας, αλλά προς όφελος των ατόμων που βρίσκονται κοντά μας. Εάν βεβαίως οι ενέργειές μας που ευνοούν αυτά τα άτομα δεν είναι επιζήμιες για τους υπόλοιπους, τότε συμβάλλουν στη γενική ευτυχία της κοινωνίας. Εδώ τίθεται εκ νέου ένα κομβικό σημείο της κοσμοθεωρίας του (Περί Ελευθερίας), ότι το άτομο είναι υπόλογο μόνο για πράξεις που βλάπτουν την κοινωνία και όχι τον εαυτό του.

Απορρίπτει επίσης την κατηγορία ότι η θεωρία του ταυτίζεται με τη σκοπιμότητα, διευκρινίζοντας πως η μόνη σκοπιμότητα που αναγνωρίζει είναι εκείνη που, συνδεόμενη με την αλήθεια και το ορθό, αντανακλάται στην ευτυχία του συνόλου. Η ατομική σκοπιμότητα δικαιολογείται μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και ως εξαίρεση.

Στο τρίτο κεφάλαιο αναδεικνύονται οι εσωτερικές και εξωτερικές δικαιολογήσεις ή κυρώσεις (sanctions) της βασικής αρχής του ωφελιμισμού. Ξεκινώντας από τις λιγότερο σημαντικές, που είναι οι εξωτερικές κυρώσεις, αναφέρει ότι αυτές είναι «η ελπίδα εύνοιας και ο φόβος δυσμένειας από την πλευρά των συνανθρώπων μας ή του κυρίαρχου του Σύμπαντος». Εδώ ουσιαστικά εντάσσεται το σύστημα εξωτερικών αμοιβών και ποινών, που συνεισφέρουν στην εδραίωση της ωφελιμιστικής ηθικής. Ουσιαστικά όμως αυτές οι δικαιολογήσεις-κυρώσεις μένουν μετέωρες εάν δεν στηρίζονται σε αυτοφυείς εσωτερικές δικαιολογήσεις.

Σ' ένα πρώτο επίπεδο, το ρόλο της εσωτερικής δικαιολόγησης κατέχει η ηθική συνείδηση. Οι περισσότεροι άνθρωποι, σύμφωνα με τον Mill, εάν είχαν την κατάλληλη αγωγή θα μπορούσαν να εφαρμόσουν τις αρχές του ωφελιμιστικού κριτηρίου, στο βαθμό που τα ηθικά αισθήματα είναι επίκτητα και όχι έμφυτα. Εδώ ο φιλόσοφος συνδυάζει μια βασική αρχή ενός ρεύματος του Διαφωτισμού περί της καλής φύσης του ανθρώπου με την καντιανή αρχή του καθήκοντος. Η ανάλυση όμως δεν σταματά σ' αυτό το σημείο, προχωρεί σ' ένα δεύτερο επίπεδο, όπου η δικαιολόγηση συναντά το αίσθημα του ανήκειν σε μια κοινωνική ολότητα. Το άτομο αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ένα ον που αποτελεί ενότητα με τους συνανθρώπους του, που αισθάνεται την ανάγκη εναρμόνισης των συμφερόντων του με αυτά ευρύτερων κοινωνικών ομάδων. Αυτό το κοινωνικό αίσθημα συνιστά μια άμεση παρόρμηση για την προαγωγή του γενικού καλού· χωρίς όμως βελτίωση της πολιτικής και της κοινωνικής κατάστασης το αίσθημα αυτό δεν μπορεί να εφαρμόζεται. Ο βαθμός εσωτερικής συνοχής των απόψεων του Mill παραμένει ιδιαίτερα αφαιρετικός. Ο Μαρξ στα Grundrisse του καταμαρτυρεί (μέσα στην απολυτότητα της πολεμικής του γραφίδας) ότι εγκλωβίζεται «μέσα σ' αιώνιους, ανεξάρτητους από την ιστορία φυσικούς νόμους». Παρ' όλα αυτά, ο αντικειμενικός παρατηρητής διακρίνει την επιδίωξη προσγείωσης της αφαιρετικής του δεινότητας σε κοινωνικό έδαφος.

Στο τέταρτο κεφάλαιο επιδιώκει να αποδείξει τους λόγους για τους οποίους η προαγωγή της ευτυχίας είναι το μόνο πράγμα που είναι επιθυμητό ως σκοπός. Ολα τα άλλα είναι επιθυμητά ως μέσα για την επίτευξη αυτού του σκοπού. Διατυπώνοντας όμως ο Mill αυτή τη γενική αρχή έρχεται να την ενισχύσει με παραδοχές που ελαφρύνουν την απολυτότητά της. Στο επόμενο βήμα του διευκρινίζει ότι το γεγονός πως οι άνθρωποι επιθυμούν την ευτυχία δεν σημαίνει πως δεν επιθυμούν τίποτα άλλο. Επιθυμούν επίσης την αρετή και τίποτε δεν είναι πιο παραπλανητικό από το να προσάψεις στον ωφελιμισμό την κατηγορία ότι διατείνεται πως η αρετή δεν είναι άξια επιθυμίας. Η ευτυχία είναι ένα σύνολο που περιλαμβάνει στο βεληνεκές του την αρετή. Η αρετή, όμως, αντίθετα με άλλα μέσα, «λόγω της συνειρμικής σύνδεσης που δημιουργείται, μπορεί να γίνεται αντιληπτή ως ένα αύταρκες αγαθό». Η διαφορά της από άλλες επιθυμίες, όπως είναι η φιλαργυρία, η φιλαρχία, η φιλοδοξία, έγκειται στο ότι ενώ «η αρετή αποτελεί πάντοτε ευλογία για τα μέλη της κοινωνίας», οι άλλες τρεις έχουν τη δυνατότητα να καταστήσουν το υποκείμενο επιβλαβές για τους συνανθρώπους του, συνεπώς συνάδουν με τις αρχές της ωφελιμιστικής ηθικής μόνο μέχρι του σημείου που δεν γίνονται επιβλαβείς για τα άλλα μέλη της κοινωνίας. Σημειώνει όμως, με κάποια πικρία, ότι διάφορα μέσα για την ευτυχία, όπως το χρήμα, η δύναμη και η φήμη, σταδιακά από μέσα για την επίτευξη της ευτυχίας μετατρέπονται σε «βασικά συστατικά της ατομικής αντίληψης για την ευτυχία». Η αρετή, παρ' όλο που δεν αποτελεί εκ φύσεως μέρος του ωφελιμιστικού σκοπού, μπορεί να αποτελέσει τμήμα του και να εκτιμάται ως συστατικό και όχι ως μέσο της ευτυχίας. Το σφάλμα του φιλοσόφου έγκειται στην αποσύνδέση της ευτυχίας από την ιστορική διάσταση των μέσων της, τα οποία είναι πάντοτε συγκεκριμένα και κοινωνικά προσδιορισμένα, μια που η ευτυχία αναγνωρίζεται με ποικίλους τρόπους από τα διαφορετικά κοινωνικά στρώματα.

Στο πέμπτο κεφάλαιο ο συγγραφέας επιχειρεί να καταδείξει ότι, αντιθέτως από τη γενικά παραδεκτή άποψη, η έννοια της δικαιοσύνης και της ωφέλειας δεν είναι αντίστροφες, αλλά σχέσεις μέρους προς όλο. Η δικαιοσύνη αποτελεί τμήμα της σφαίρας του ορθού και συνεπώς δεν μπορεί να αντιφάσκει προς την έννοια της ωφέλειας. Η παρανόηση οφείλεται στην ταύτιση της ωφέλειας με τη σκοπιμότητα, ενώ η δικαιοσύνη κατατάσσεται στο ακριβώς αντίθετο της σκοπιμότητας. Η αλήθεια όμως, ως υπέρτερη σκοπιμότητα της ωφέλειας και της δικαιοσύνης, καταδεικνύει την εσωτερική συνοχή των δύο εννοιών.

Αλλά η δικαιοσύνη διαφέρει από την ηθική χρέωση. Αρχικά, προσδιορίζεται το κοινό τους σημείο, που είναι η ποινική κύρωση. Η έννοια της δικαιοσύνης καθώς και αυτή του ηθικού σφάλματος συνδέονται με την ιδέα της κύρωσης. Εκείνο όμως που διαφοροποιεί τη δικαιοσύνη από τους άλλους κλάδους της Ηθικής είναι η έννοια του ατομικού δικαιώματος. Η σφαίρα της δικαιοσύνης συνδέεται με πράξεις υποχρεωτικές, απορρέουσες από αντίστοιχα ατομικά δικαιώματα (π.χ., το δικαίωμα της ιδιοκτησίας). Αντιθέτως, οι υπόλοιποι κλάδοι της Ηθικής συνδέονται με τα λεγόμενα ατελή καθήκοντα, τα οποία αποτελούν υποχρεώσεις που δεν εγείρουν κανένα δικαίωμα (π.χ., η καλοσύνη, η φιλανθρωπία).

Ο Mill, αφού διευκρινίζει την ιδέα της δικαιοσύνης, προχωρεί στην ανάλυση του αισθήματος δικαιοσύνης. Αυτό αποτελείται από δύο ουσιώδη συστατικά, που είναι αφ' ενός η τιμωρία του ατόμου που προξένησε βλάβη και αφ' ετέρου, η γνώση ότι υπάρχουν άτομα που θίγονται από αυτές τις βλάβες. Αυτό το αίσθημα, όπως εύγλωττα τονίζει, συνίσταται στη «ζωική επιθυμία να εκδικηθούμε ή να αντιδράσουμε σε μια βλάβη ή σε μια ζημιά που προξένησαν σε εμάς ή στα άτομα που συμπαθούμε». Είναι όμως η ίδια η κοινωνία που οφείλει, «για λόγους κοινής ωφέλειας», να υπερασπιστεί την έννοια του δικαιώματος.

Σ' αυτό το σημείο το θεωρητικό σύστημα του ωφελιμισμού συναντά αυτό του φιλελευθερισμού και σχηματίζουν μία ενιαία κοσμοθεωρητική «ήπειρο». Στη βάση τους βρίσκεται ο «θετικιστικός» προσανατολισμός, που ακολουθεί το άτομο στη δύσβατη ιστορική πορεία συνάντησής του με την κοινωνία. Το μεγάλο ερώτημα αφορά το χαρακτήρα της σχέσης ατόμου - κοινωνίας και τη διατήρηση των μεταξύ τους ισορροπιών. Η τάση του Mill να καταφεύγει σε γενικότητες, υποστηρίζει ο Μπερλίν στο «Τέσσερα δοκίμια περί Ελευθερίας» («Scripta», 2001 μτφρ.: Γιάννης Παπαδημητρίου), «γεννά ερωτήματα σχετικά με την κλίμακα αξιών του, όπως αυτό προκύπτει από τα κείμενα και τη δράση του». Ο ίδιος όμως ο Μπερλίν παρακάτω ακυρώνει, εν μέρει, αυτά τα ερωτήματα, θεωρώντας ότι αυτά που ο Mill στον «Ωφελιμισμό» αξιολογεί ως δευτερεύοντες σκοπούς, σε άλλα έργα του προβάλλουν ως πρωτεύοντες. Αυτοί οι σκοποί είναι η ελευθερία του ατόμου, με μεγαλύτερο εχθρό της την κοινή γνώμη, η δικαιοσύνη, αλλά και η ισότητα συμφερόντων και όχι ευτυχίας, όπως θα πίστευε κανείς. Τελικά, όμως, μένει ακόμα να αναρωτιόμαστε εάν μόνον η κοινωνική ωφέλεια καθορίζει τι είναι προτιμητέο και τι απορριπτέο ή είναι και η ατομική ελευθερία και πού τελικά βρίσκονται τα πρωτεία;

Ο Mill, 70 σχεδόν χρόνια μετά το κύκνειο άσμα της πίστης προς τη διαρκή τελείωση του ανθρώπου (Condorcet - Σχεδίασμα ενός ιστορικού πίνακα του ανθρωπίνου πνεύματος - 1793), θέτει εκ νέου το ζήτημα των απεριόριστων δυνατοτήτων ανάπτυξης του ατόμου και της ηθικής του τελείωσης. Αυτή η διεκδίκηση της τελείωσης επιτρέπει στον Παιονίδη, στο εξαίρετο εισαγωγικό του δοκίμιο και στο σχολιασμό του (προτείνουμε μάλιστα να διαβαστεί ο σχολιασμός ανεξάρτητα, και ως αυτοτελές άρθρο, όλη δε η έκδοση είναι ιδιαίτερα προσεγμένη και απαιτητική), να κατατάσσει τον Mill στους, υπό όρους, εκπροσώπους της τελειοκρατικής προσέγγισης της ηθικής. Πιστεύουμε όμως ότι, παρά τις περί αντιθέτου απόψεις περί τελειοκρατίας ή μιας ψευδο-μαρξιστικής ανάγνωσης, που βλέπει στον Mill έναν μονομανή ατομικισμό, η σκέψη του εκφράζει περισσότερο την κυριαρχία του κοινωνικού ετεροπροσδιορισμού του ατομισμού.

Το ιδανικό τού (με όλη τη σημασία του όρου) διανοούμενου Mill είναι μια κοινωνία πληροφορημένων και ελεύθερων ανθρώπων, όπου οι κοινωνικοί θεσμοί και οι μορφές της κοινωνικής ζωής εξετάζονται και εκτιμώνται με γνώμονα τις συνθήκες που δημιουργούν για την ελεύθερη ανάπτυξη των ατόμων. Μόνον οι ελεύθεροι άνθρωποι είναι μεγάλοι άνθρωποι και «με μικρούς ανθρώπους δεν γίνονται μεγάλα πράγματα» (Περί Ελευθερίας). Ο Mill, πάντως, θέτει τα κανονιστικά προτάγματα της ελεύθερης κοινωνίας χωρίς να δίνει λύσεις -ποιος άλλωστε μπορεί;- στα προβλήματα που γεννιούνται από τις δομικές αδυναμίες των νεωτεριστικών κοινωνιών.



ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 30/08/2002

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!