0
Your Καλαθι
Τα φαντάσματα του Γιορκ
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
"Τα φαντάσματα του Γιόρκ" ξεκινούν από ένα τουριστικό παιγνίδι, ένα «χάπενινγκ», που γίνεται στην παλιά πόλη του Γιόρκ, στη Βόρεια Αγγλία. Μόλις σουρουπώσει, άνθρωποι του τουρισμού, ντυμένοι με φράκα και ημίψηλα, οδηγούν τις παρέες των επισκεπτών στα πλακόστρωτα, στις σκοτεινές γωνιές και στα μεσαιωνικά κάστρα, όπου εμφανίζονται φαντάσματα ολοζώντανα, δολοφονημένοι δούκες, αποκεφαλισμένες μοιχαλίδες, μάγισσες που τις ανέβασαν στην καθαρτήρια φωτιά -όλοι τους ντυμένοι στα μαύρα, με ολοπόρφυρα τα σημάδια του μαρτυρίου τους.
Το βιβλίο αναφέρεται βέβαια και σ' αυτά. Μα τα πιο πολλά φαντάσματα, τα πιο πραγματικά και, θα έλεγα, τα πιο επικίνδυνα, είναι αυτά που παρουσιάζονται απροειδοποίητα, εκεί που δε θα τα περίμενες ποτέ, σε ώρες μοναχικές κι απρόβλεπτες, στον ύπνο και στον ξύπνιο σου. Καλοπροαίρετα όλα τους, ικανά όμως να σου αναστατώσουν τη ζωή, αν δεν τα ξορκίσεις μαζί με τον συγγραφέα αυτού του βιβλίου.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Σύμφωνα και με τον τίτλο του προηγούμενου βιβλίου του, Το μικρό είναι όμορφο, ο Χρ. Μηλιώνης καλλιεργεί κατά προτίμηση το διήγημα. Συμπληρώνοντας εφέτος 45 χρόνια από την πρώτη εμφάνισή του στα γράμματα, που έγινε κι αυτή με ένα διήγημα, δημοσιευμένο σε λογοτεχνικό περιοδικό της περιφέρειας, εκδίδει την έβδομη στη σειρά συλλογή διηγημάτων του. Δέκα διηγήματα, γραμμένα την περίοδο 1995-99, τα οποία, όπως κι αυτά που προηγήθηκαν, ίσως τα πρόσφατα κάπως περισσότερο, γέρνουν προς το αφήγημα. Από αυτά, τα επτά έχουν ήδη δημοσιευθεί σε περιοδικά. Περισσότερο παρά ποτέ αδηφάγα τα έντυπα, καθώς πολλαπλασιάζονται, δεν αφήνουν στα συρτάρια του συγγραφέα να κοιμηθεί ούτε ένα κείμενο.
Τα περισσότερα, ως σήμερα, γραπτά του Χρ. Μηλιώνη, τα συντομότερα ή και τα εκτενέστερα, έχουν ως ζωτικό και μυθοποιητικό κέντρο τον τόπο της νεότητας του συγγραφέα. Οπως δηλώνει και το μότο του αντιπροσωπευτικότερου διηγήματος της συλλογής, Ακούω τον άνεμο, σε εκείνα τα παιδικά και εφηβικά χρόνια «σχεδιάζονταν της τέχνης του η περιοχή». Στίχος από το ποίημα του Κ.Π. Καβάφη Νόησις. Ποίημα ωριμότητας, πρωτίστως «ηθικού απολογισμού», στο οποίο ωστόσο παρεμβάλλονται και τρεις στίχοι ποιητικής: «... Μέσα στον έκλυτο της νεότητός μου βίο/ μορφώνονταν βουλές της ποιήσεώς μου, / σχεδιάζονταν της τέχνης μου η περιοχή...»
Με ποιο, άραγε, επίθετο στερήσεως σημαντικό θα πρέπει να αντικαταστήσουμε το καβαφικό «έκλυτος» ώστε οι στίχοι να ταιριάζουν στον έφηβο Μηλιώνη που ζει στα χωριά «πέρα από τον Καλαμά»; Στη δεκαετία του '40, βγάζει το δημοτικό στο Περιστέρι, τότε ακόμη Μέγγουλη, τις πρώτες τάξεις του γυμνασίου στην Πωγωνιανή, ακόμη Βοστίνα, και τα δύο χωριά της μεθοριακής επαρχίας Πωγωνίου. Με τα χρόνια, τα παλαιά τοπωνύμια, καταχωνιασμένα σε εγκυκλοπαίδειες, σώζονται για να χρωματίζουν νοσταλγικές αναδρομές.
Οπως όλα δείχνουν, ο ομφάλιος λώρος με τον τόπο ποτέ δεν αποκόπηκε. Αυτή την προσκόλληση έρχεται να υπογραμμίσει, κάπως οξύμωρα, ο εξωτικός τίτλος του πρόσφατου βιβλίου. Ισως και να επιλέχθηκε ο τίτλος του συγκεκριμένου διηγήματος, Τα φαντάσματα του Γιόρκ, για να αποφευχθεί ο ελληνοκεντρικός χαρακτήρας προηγούμενων τίτλων. Και σαν απόπειρα προσαρμογής στο πνεύμα της εποχής μας, την οποία ωστόσο ανατρέπει το ίδιο το θέμα του διηγήματος. Ενώ αρχικά ξεδιπλώνεται σαν ένα ταξιδιωτικό στη μακρινή Υόρκη της Βορειοανατολικής Αγγλίας, αιφνιδιαστικά η χρονική αλληλουχία διασπάται με μια προβολή της μνήμης στην πατρίδα Ηπειρο.
Μίλια μακριά, σε άλλες γεωγραφικές συντεταγμένες ο αφηγητής, κι όμως ο νους του βρίσκει και «φωλιάζει» στο μοναστήρι της Τσούκας. Αντιμέτωπος με τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας, κατά τη θρησκευτική παράδοση, μια από τις πολλές «άτακτες» εικόνες της Θεομήτορος, που όρισαν οι ίδιες, αποδρώντας τη νύχτα, τον τόπο της λατρείας τους. Αν το περιοδικό που φιλοξένησε το διήγημα του Χρ. Μηλιώνη πρόσφερε μεγαλύτερο χώρο, δεν αποκλείεται ο αφηγητής να χρονοτριβούσε σε αναζήτηση του ιαματικού νερού, για το οποίο τόσο πολλά έγραψε ο προσφιλής συντοπίτης του Κώστας Κρυστάλλης.
Εμμονη προσήλωση στον τόπο που, και πάλι, θυμίζει στίχους του Αλεξανδρινού, παρ' όλο που οι τοπογραφίες των δύο συγγραφέων βρίσκονται σε αντίθεση· ποιητής του κοσμοπολιτικού άστεως ο Καβάφης, πεζογράφος της ηπειρώτικης υπαίθρου ο Μηλιώνης. «Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς/ τους ίδιους... / Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις...». Αντί για πόλη, ο Χρ. Μηλιώνης «όλο φεύγει και όλο εκεί γυρίζει», στα ερημωμένα χωριά του Πωγωνίου, με τα σπίτια που κατάντησαν «λιθοσουριές, σκεπασμένες από βάτα και χλίμερες».
Το διήγημα Ακούω τον άνεμο είχε αρχικά τον τίτλο Στο Πωγώνι. Τίτλος λιγότερο ποιητικός, όμως περισσότερο δηλωτικός για ένα διήγημα στο οποίο καταμετρούνται 84 τοπωνύμια, χωρίς να λογαριάσουμε τις επαναλήψεις, σε μόλις 27 σελίδες. Τα ονόματα, μαζί με σπαράγματα από άσματα που άλλοτε τραγουδιόνταν σε γάμους και κηδείες, απλώνουν εντυπωσιακά την αφήγηση. Λες και ο χρόνος καταργείται και συνυπάρχουν «οι πλούσιοι, ταξιδεμένοι στο Βουκουρέστι και στην Κωνσταντινούπολη Δελβινακιώτες» του περασμένου αιώνα, ο Αλή-πασας και οι κλέφτες οι Λιάπηδες, αλλά και οι Ελασίτες και οι Εδεσίτες με τον Ζέρβα, ακόμη «η νουνά η Κούζω που την κάψανε ζωντανή οι Γερμανοί». Στο καθένα όνομα προσώπου ή τόπου, η μνήμη συμπυκνώνει ιστορίες. Ακόμη και η αναφορά σε μιαν ασήμαντη τοποθεσία, όπως εκείνο «το Λιθάρι του Μπέη», ξεχειλίζει νοσταλγία, πλαταίνοντας τον μικρό τόπο, το ίδιο που συμβαίνει και σε έναν άλλο ομότεχνο, επίσης διηγηματογράφο, τον Ομηρο Πέλλα. Ο άθλος της αφήγησης βρίσκεται στο αποτύπωμα αυτού του μεγεθυσμένου εσωτερικού τοπίου.
Ο τίτλος ενός άλλου διηγήματος, από τα πιο ενδιαφέροντα της συλλογής, μνημονεύει ευθέως το καβαφικό ποίημα Φωνές, και ίσως εμπνέεται από αυτό, μια και ο Αλεξανδρινός είναι ο ιδανικός ποιητής του φθινοπώρου της ζωής. Το διήγημα θυμίζει και το σεφερικό «Να 'ναι η φωνή πεθαμένων φίλων μας ή φωνογράφος;». Τελικά, με «εκείνους που πεθάναν, ή εκείνους που είναι για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους» συνομιλεί ο αφηγητής σε ολόκληρο το βιβλίο. Προσκλητήριο, με διαφορετικές αφορμές, αλλοτινών φίλων και συγγενών. Αλλά ο συγγραφέας, όπως πάντα, παρακάμπτει τα της ιδιωτικής ζωής. Κάποτε μάλιστα οι αποσιωπήσεις, καθώς ανακόπτουν την αφήγηση, παραξενεύουν.
Σε ορισμένα από τα καινούργια διηγήματα ο Χρ. Μηλιώνης δίνει στο βιωματικό καταστάλαγμα τις αποχρώσεις του υπερφυσικού. Συμπτώσεις και παιχνίδια της φαντασίας μεταμορφώνονται σε φαντάσματα, με υπαινικτική μόνο παρουσία, χάρη στην ελλειπτική διήγηση που ελίσσεται σε διαφορετικούς χρόνους. Σε άλλα διηγήματα, όπως στο Μικρό αφιέρωμα στη Θεσσαλονίκη, ο συγγραφέας ξεκινά να αφηγηθεί ιστορίες για ανθρώπους που γνώρισε. Λειτουργώντας όμως αφαιρετικά, κρατά μόνο το συγκινησιακό φορτίο από την ανάμνηση της πόλης σε παλαιότερους καιρούς.
Καθοριστικά επενεργούν στα διηγήματα η απαισιοδοξία και η απογοήτευση για την ισοπέδωση της σύγχρονης ζωής, κι ας λανθάνουν σε σύντομες, παρενθετικές φράσεις: «Δεν υπάρχει πια Ελληνική Επαρχία», μόνο «φαγάδικα, σκυλάδικα και σούπερ-μάρκετ». Χειρότεροι και από ξένους ανθρώπους οι τουρίστες. Εκείνη «η Κουλτούρα της Αθήνας» όλα τα χαλάει και τα ξεφτιλίζει, μέχρι και τα αγαπημένα ηπειρώτικα άσματα. Συναισθήματα που ταιριάζουν με έναν σχεδόν μεταφυσικό φόβο για την τεχνολογία. Ως εν επιλόγω, στο διήγημα με το οποίο κλείνει η συλλογή, ο ηλεκτρονικός υπολογιστής παίρνει την τρομακτική μορφή του ασφαλίτη στα χρόνια της χούντας.
Μέσα από τη μελαγχολική διάθεση για τον τόπο, που, κατά τον συγγραφέα, δεν έχει μέλλον, γεννιέται και ένα πνεύμα διδακτισμού, το οποίο περνά στα διηγήματα με τις θυμόσοφες παρατηρήσεις του αφηγητή. Τελικά όμως τις εντυπώσεις κερδίζει η ποιητικότητα της γλώσσας: Οι παραστατικές προσωποποιήσεις που πληθαίνουν, καθώς ο αφηγητής περισσότερο έχει να κάνει με τα άψυχα. Οι εικόνες που προσφέρουν παραμυθία σε έναν εκπατρισμένο φυσιολάτρη σαν τον αφηγητή, στον οποίο επιτρέπεται μόνο η νοερή περιδιάβαση στα μέρη του. Ακόμη, η απόκρυψη που επιτυγχάνει μια γλώσσα μεταφορική, ώστε να αποφευχθεί η έντονη συναισθηματική εμπλοκή.
Μερικοί από τους καλύτερους πεζογράφους μας έρχονται από την Ηπειρο. Γι' αυτούς, ο γενέθλιος τόπος είναι ο κατ' εξοχήν μυθιστορηματικός χώρος. Ωστόσο στους περισσότερους ο τόπος δεν λειτουργεί μυθοποιητικά, ίσως γιατί λείπει η λαχτάρα μιας επιστροφής. Αν και κάτοικοι πρωτευούσης, δεν φαίνεται να μοιράζονται τη νοσταλγία του Χρ. Μηλιώνη. Νοσταλγία που νοτίζει τη στέρεα γλώσσα του συγγραφέα, βρίσκοντας ρίζες στο ηπειρώτικο ιδιόλεκτο.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 19-12-1999
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις