0
Your Καλαθι
Μάρτιν Ντρέσλερ Η ιστορία ενός ονειροπόλου ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Περιγραφή
Η εκρηκτική Νέα Υόρκη στα τέλη του περασμένου αιώνα, τόπος σε αδιάκοπη μεταμόρφωση, εστία των πιο παράτολμων εγχειρημάτων, καταφύγιο των πιο ευφάνταστων τυχοδιωκτών είναι η πόλη όπου εκτυλίσσεται το μυθιστόρημα αυτό που χάρισε στον συγγραφέα του το βραβείο Pulitzer. Μια ανατομία του αμερικανικού ονείρου με πρωταγωνιστή έναν αυτοδημιούργητο επιχειρηματία που θέλει και μπορεί να κάνει πραγματικότητα κάθε του πόθο.
Ξεκινώντας από το μηδέν, ο ήρωας της ιστορίας μας στήνει μια αλυσίδα ξενοδοχείων, κατακτά τις γυναίκες που τον γοητεύουν, φτάνει στην κορυφή, ενώ γύρω του ουρανοξύστες αναδύονται από το τραχύ έδαφος του Μανχάταν, επιχειρήσεις στήνονται σε μια νύχτα και οι άνθρωποι κυνηγούν μανιασμένα την επιτυχία. Αλλά εκεί ακριβώς, στην κορυφή, ο ήρωάς μας Μάρτιν Ντρέσλερ θα βιώσει την σκοτεινή πλευρά του αμερικανικού ονείρου, επιτρέποντας στον συγγραφέα να καταγράψει, με αριστοτεχνικό τρόπο, την απειλητική του αμφισημία.
Ο Στήβεν Μιλχάουζερ, γέννημα-θρέμμα Νεοϋορκέζος, σπούδασε στα Πανεπιστήμια Columbia και Brown και σήμερα διδάσκει στο Κολέγιο Skidmore. Έχει γράψει ακόμη τα μυθιστορήματα «Portrait of a romantic» (1977) «From the realm of Morpheus» (1986) και αρκετές συλλογές διηγημάτων. Εκτός από το Pulitzer έχει αποσπάσει ακόμη το βραβείο Lannan και έχει τιμηθεί από την Αμερικανική Ακαδημία Γραμμάτων και Τεχνών.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Αν η βράβευση ενός βιβλίου σκοπό έχει την επικύρωση της αξίας του, τότε δίκαια το βραβείο Pulitzer 1997 δόθηκε στον αμερικανό συγγραφέα Στήβεν Μιλχάουζερ για το μυθιστόρημά του Μάρτιν Ντρέσλερ: Η Ιστορία ενός Ονειροπόλου. Πρόκειται για ένα αξιόλογο βιβλίο που αναμφισβήτητα θα προκαλέσει συζητήσεις και αναφορές, καθώς μέσα από τη συμβατική αφηγηματική μορφή της βιογραφίας που o συγγραφέας υιοθετεί, επανεξετάζεται ο οντολογικός και επιστημολογικός προβληματισμός της μεταμοντέρνας εποχής. Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται στη Νέα Υόρκη στα τέλη του περασμένου αιώνα. Η γραμμική, ρεαλιστική αφήγηση επιτρέπει τη λεπτομερή καταγραφή της εκρηκτικής ανάπτυξης της πόλης στην κρίσιμη αυτή περίοδο της ιστορίας της. Ως προς την πλοκή του, το μυθιστόρημα ακολουθεί την παράδοση του αμερικανικού «χρονικού επιτυχίας» (success story) με το συχνά τραγικό τέλος (π.χ. Η Ανοδος και Πτώση του Σίλας Λάφαμ, Ο Μεγάλος Γκάτσμπι, Ο Θάνατος του Εμποράκου, κ.ά.). Ο Μάρτιν είναι γιος ενός καπνοπώλη και από πολύ νεαρή ηλικία δείχνει απαράμιλλο ζήλο, συνέπεια και επιμονή ως βοηθός του πατέρα του. Σύντομα βρίσκει μια θέση ως γκρουμ στο ξενοδοχείο Βάντερλιν και από εκεί προάγεται σε ρεσεψιονίστ και αργότερα σε γραμματέα του διευθυντή. Όταν του γίνεται πρόταση να αναλάβει τη διεύθυνση του ξενοδοχείου, εκείνος αρνείται και ανοίγει ένα καφεστιατόριο, το οποίο γνωρίζει τέτοια επιτυχία που ακολουθεί ένα δεύτερο και κατόπιν ένα τρίτο, έτσι ώστε σύντομα γίνεται ο μοναδικός ιδιοκτήτης μιας επικερδούς αλυσίδας εστιατορίων.
Ο Μάρτιν είναι όμως ένας ονειροπόλος. Από νωρίς ο αναγνώστης μαθαίνει πως ο ήρωας νιώθει «προορισμένος» για κάτι «μεγάλο», «τολμηρό» και «δύσκολο», το οποίο με τον καιρό παίρνει τη μορφή ενός συγκεκριμένου οράματος: να αποκτήσει ένα δικό του ξενοδοχείο, το οποίο για τον Μάρτιν δεν είναι μία ακόμη επιχειρηματική δραστηριότητα αλλά ένα «αυστηρά καθορισμένο σύστημα», ένας ελεγχόμενος κόσμος με περίπλοκη δομή, «μια καλοσχεδιασμένη μηχανή» που έλκει τους ανθρώπους στο εσωτερικό της. Μόλις του δίνεται η ευκαιρία, αγοράζει το Βάντερλιν, το οποίο ανακαινίζει και καθιστά επικερδές. Ακολουθούν δύο ακόμη ξενοδοχεία, το Ντρέσλερ και το Grand Cosmo, τα οποία ενσαρκώνουν το δεύτερο περισσότερο από το πρώτο το όραμα του Μάρτιν να γίνει ο δημιουργός ενός σύγχρονου θεόρατου κόσμου, ικανού ν' αντικαταστήσει τον υπαρκτό κόσμο.
Το Grand Cosmo είναι ένας «λευκός πύργος», ένα «ατσάλινο λουλούδι», μία «κατακόρυφη πόλη» που συνδυάζει στοιχεία ξενοδοχείου, πολυκαταστήματος, μουσείου, λούνα παρκ και θεάτρου. Στους 30 ορόφους του και στα 12 υπόγειά του περικλείει ο,τιδήποτε μπορεί να συντελέσει στη δημιουργία της αίσθησης του πληθωρικού, του απέραντου, ακόμη και του ανεξάντλητου. Όπως η αλυσίδα εστιατορίων γίνεται πρόδρομος των Mac Donalds, έτσι και το Grand Cosmo προηγείται της Disneyland, επιχειρώντας με την κατασκευή του την προσομοίωση της πραγματικότητας, τη δημιουργία μιας υπερπραγματικότητας για να θυμηθούμε τον Baudrillard με απώτερο σκοπό να καταστεί η πραγματική πόλη όχι απλώς «υποδεέστερη αλλά και περιττή». Όταν το Grand Cosmo αποτυγχάνει, ο Μάρτιν προσλαμβάνει ηθοποιούς, οι οποίοι παριστάνουν τους ενοίκους του ξενοδοχείου και, τέλος, ένας από αυτούς αντικαθιστά τον ίδιο στις καθημερινές του ενασχολήσεις. Έχοντας αποτύχει στο αμφιλεγόμενο εγχείρημά του να αντιγράψει την πραγματικότητα και να περικλείσει σ' ένα χώρο την πρωτεϊκή ενέργεια της πόλης, ο Μάρτιν μένει ν' αναρωτιέται, χωρίς ταυτότητα και όραμα, αν τιμωρήθηκε για μια πράξη ανυπακοής ή αν είχε απλώς ονειρευτεί το λάθος όνειρο.
Η ιστορία του Μάρτιν ενσαρκώνει την πορεία ολόκληρου του αμερικανικού έθνους, τα όνειρα, τις φαντασιώσεις και τις πράξεις ενός λαού γοητευμένου από τις ίδιες του τις δυνατότητες. Εμπεριέχει τόσο τον οπτιμισμό ενός Οράτιου Αλτζερ, ο οποίος, παρά την ταπεινή του καταγωγή, καταφέρνει να φτάσει στην κορυφή, όσο και τον τραγικό πεσιμισμό του νατουραλιστικού μυθιστορήματος. Σε ένα πρώτο επίπεδο, λοιπόν, το μυθιστόρημα αποτυπώνει αφηγηματικά την αμφισημία του αμερικανικού ονείρου, ασκώντας έντονη κριτική στην υπερβολική αυτοπεποίθηση και στη μεγαλομανία της στερεοτυπικής αμερικανικής προσωπικότητας.
Ωστόσο, στους αναγνώστες της δεκαετίας της εικονικής πραγματικότητας, της βιογενετικής και της τεχνοεπιστημονικής επανάστασης γενικότερα, η εικόνα ενός ξενοδοχείου ικανού να εσωκλείσει ολόκληρο τον υπαρκτό κόσμο και να δώσει υλική υπόσταση στο φανταστικό, καθώς και να προσομοιώσει το πλήθος των ανθρώπινων εμπειριών, δεν φαίνεται προϊόν επιστημονικής φαντασίας αλλά μια ανησυχητικά κοινότοπη υπόθεση. Χρησιμοποιώντας το ξενοδοχείο ως αρχιτεκτονική μεταφορά, ο συγγραφέας σχολιάζει το κατασκευαστικό επίτευγμα της σύγχρονης εποχής, τον ουρανοξύστη, ο οποίος φαίνεται να ικανοποίησε απόλυτα τις αισθητικές και λειτουργικές ανάγκες της αμερικανικής μεγαλούπολης. Επιπλέον, ο Μιλχάουζερ αναφέρεται στην ικανότητα της αρχιτεκτονικής ν' αποτυπώνει τον πολιτιστικό χαρακτήρα κάθε εποχής (ας θυμηθούμε το ξενοδοχείο Bonaventura στο Λος Αντζελες, το οποίο σύμφωνα με τον Fr. Jameson είναι εμβληματικό της μεταμοντέρνας αρχιτεκτονικής και το οποίο ο Μιλχάουζερ προφανώς χρησιμοποιεί ως πρότυπο για τη σύλληψη και περιγραφή του Grand Cosmo). Ταυτόχρονα, είναι γνωστή η προτίμηση των σύγχρονων μυθιστοριογράφων για το ιστορικό μυθιστόρημα, στην προσπάθειά τους να επισημάνουν τους αδιαμφισβήτητους παραλληλισμούς μεταξύ της σύγχρονης εποχής και μιας άλλης, παρελθοντικής.
Γραμμένο στο τέλος της δεύτερης χιλιετίας και αναφερόμενο στο τέλος του περασμένου αιώνα, το Μάρτιν Ντρέσλερ είναι ένα κατ' εξοχήν fin de siecle μυθιστόρημα, το οποίο αποτυπώνει την ανθρώπινη τάση για υπέρβαση μπροστά στον φόβο του επερχόμενου τέλους. Αν υποθέσουμε ότι το Grand Cosmo ενσωματώνει σε συμπιληματική μορφή το πλήθος των υφολογικών επιλογών που υλοποιήθηκαν στη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας της αρχιτεκτονικής, τότε με τη μεταμοντέρνα αυτή αρχιτεκτονική σύνθεση ο Μάρτιν επιδιώκει να αποκαλύψει τις μεγαλόπνοες προθέσεις του. Μέσα από τις διαδικασίες της μίμησης, της ανάπλασης, της αντιπαράθεσης και της μεταλλαγής, ο Μάρτιν επιχειρεί να απομακρύνει το τέλος, να παρατείνει τη δική του, γνώριμη εποχή, προτείνοντας ένα νέο, διαφορετικό τρόπο ζωής, ο οποίος οικειοποιείται την παράδοση αλλά ταυτόχρονα τη μεταμορφώνει και την υπερβαίνει. Κατ' αναλογία, ο πολίτης του 2000 αναζητά, μέσα από το πλήθος των προτεινόμενων τρόπων ζωής και των εναλλακτικών λύσεων, να εξασφαλίσει τη συνέχιση, την παράταση μιας εποχής που φαίνεται να έχει φτάσει στο τέλος της. Παίρνοντας ως δεδομένη την αποτυχία του εγχειρήματος, το ερώτημα που θέτει ο Μιλχάουζερ και καλεί τους αναγνώστες να απαντήσουν είναι: Όταν όλοι οι δυνατοί τρόποι ανακύκλωσης της πραγματικότητας έχουν εξαντληθεί, ποια θα είναι η νέα μορφή της ανθρώπινης ζωής; Ποιο θα είναι το όραμα του ήρωα του μέλλοντος, του Μάρτιν του 21ου αιώνα; Πώς θα είναι το «μετά» που «έπεται» της μεταμοντέρνας εποχής;
Ντόρα Τσιμπούκη, ΤΟ ΒΗΜΑ, 21-02-1999
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις