0
Your Καλαθι
Η κήρυξη της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας - Τόμος Β
Έκπτωση
15%
15%
Περιγραφή
Στην παρούσα μονογραφία του Σίμου Μηναΐδη (ομότιμου καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θράκης), που αποτελεί τον Β΄ τόμο της σειράς υπό τον γενικό τίτλο: "Η κήρυξη της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας", αναπτύσσεται η ρύθμιση και εφαρμογή του εν λόγω θεσμού υπό την ισχύ των Συνταγμάτων της ημιαυτόνομης Ιόνιας (1817) και της Κρητικής Πολιτείας (1899).
Ειδικότερα, καταδεικνύεται ότι ο εξεταζόμενος θεσμός ίσχυσε στις εν λόγω πολιτείες ως καταλυτικός παράγοντας στη βιωσιμότητα της αγγλικής κατοχής στα Επτάνησα και ενισχυτικός των υπερεξουσιών του Ηγεμόνα - ΄Υπατου Αρμοστή στην Κρήτη. Διότι, περιείχε ένα κανονιστικό οπλοστάσιο ακραίων θεσμικών μέτρων, που -θεμελιωμένο στην πυρηνική σχέση "προστασίας-προστατευόμενων" και στρατιωτικού νόμου- εξασφάλιζε στους φορείς των μηχανισμών κρατικής καταστολής επίφαση νομιμότητας των ενεργειών τους σε οριακές περιστάσεις.
Ο στρατιωτικός νόμος δεν εφαρμόστηκε ποτέ με σκοπό τη διασφάλιση της εθνικής ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητάς τους και η "προστασία" τους δεν περιορίστηκε στον "παιδαγωγικό" της ρόλο, που της ανέθεσε η διεθνής δικαιοταξία, έως ότου οι ανωτέρω πολιτείες οργανωθούν σε αυτεξούσιες κρατικές οντότητες. Ενώ, η αναγωγή του θεσμού αποκλειστικά στον "εσωτερικό εχθρό" -που ταυτιζόταν με τον διατελούντα υπό την "προστασία" τους λαό-: α) αποκάλυπτε την ανειλικρίνεια των επικυρίαρχων και την εκ προοιμίου ταύτιση των "προστατευόμενων" με τους εν δυνάμει ή εν ενεργεία υπονομευτές του κρατούντος πολιτικού και κοινωνικού καθεστώτος, και β) αναπαρήγαγε μοιραία, τη βία που υποτίθεται ότι φιλοδοξούσαν να πατάξουν.
Εν τέλει, οι φορείς της "προστασίας" ταύτιζαν αδόκιμα την υποκειμενική και αυθαίρετη εκδοχή της σκοπιμότητας και αναγκαιότητας των έκτακτων μέτρων με τη συνταγματική κανονικότητα και τις ιδεολοψίες τους για την "κοινωνική διαπαιδαγώγηση" με τη χειραγώγηση και την αδιάλλακτη κηδεμονία. Προς τούτο, επικαλούνταν, παραπειστικά, τον στρατιωτικό νόμο ως "αμετάκλητο θέσφατο" του κυρίαρχου καθεστώτος και επιστέγασμα της "κηδεμονεύουσας προστασίας", που αποσκοπούσε στη διασφάλιση του "δημόσιου συμφέροντος"? με συνέπεια οι "προστατευόμενοι να προσφεύγουν, συχνά, στην πρακτική της βίαιης αποδόμησης των καθεστώτων επικυριαρχίας παρά στην επιλογή των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων που θα καθιστούσε βιώσιμη την εξουσία τους.
Το βιβλίο συντίθεται από δύο μέρη, που αντιστοιχούν στα εξεταζόμενα Συντάγματα. Στο πρώτο μέρος (υπό τον τίτλο: "Η ρύθμιση του θεσμού στο Σύνταγμα
της Ιόνιας Πολιτείας του 1817") και στο κεφάλαιο Α΄ εξετάζεται το νομικό status της
αγγλικής "προστασίας" στα Επτάνησα -υπό την ισχύν του Συντάγματος 1817- ως κατάδειξη της επικυριαρχίας της στο πεδίο των εξωτερικών σχέσεων και μεθόδευση της συστηματικής και οργανωμένης επιβολής της στη λειτουργία της πολιτείας και στις σχέσεις κράτους και "υπηκόων". Το κεφάλαιο Β΄ αφιερώνεται στην ανάλυση των ζητημάτων εφαρμογής του στρατιωτικού νόμου (εξωτερικών - εθνικών και εσωτερικών- κοινωνικοταξικών)? ειδικότερα, στο ιδεολογικό και πολιτικό υπόβαθρο του "επαναστατικού ορθολογισμού", στα προμηνύματα των επαναστατικών διεργασιών, στο απόγειο των επαναστατικών συγκρούσεων, στον απολογισμό της εφαρμογής του στρατιωτικού νόμου, στην υπέρβαση των ορίων της "Υψηλής Αστυνομίας" και στην αδόκιμη ταύτισή της με τον στρατιωτικό νόμο. Ενώ, στο κεφάλαιο Γ΄ αναλύονται και αποτιμώνται κριτικά οι προταθείσες μεταρρυθμίσεις της συνταγματικής διάταξης περί "Υψηλής Αστυνομίας", με σκοπό τη βιωσιμότητα του καθεστώτος "προστασίας" στα Επτάνησα. Το πρώτο μέρος (κεφάλαιο Δ΄) ολοκληρώνεται με την ανάπτυξη των διεργασιών που συνέτειναν στην οριστική κατάργηση της "προστασίας" στην Ιόνια Πολιτεία και των κατάλοιπων της "Υψηλής Αστυνομίας". Τα συμπεράσματα των σχετικών αναλύσεων επικεντρώνονται, ιδίως: α) στην επεκτατική πολιτική της αγγλικής επικυριαρχίας στο Επτάνησα, η οποία αναπαρήγαγε, υπό συνθήκες οιονεί αποικιοκρατίας, μια "πολιτεία προστατευόμενων - υποτελών"? β) στην πλήρη απονομιμοποίηση των δομών επικυριαρχίας από τον Επτανησιακό λαό? γ) στη στεγανοποίηση της κοινωνικής του κινητικότητας? δ) στη γενικευμένη αίσθηση κοινωνικής ανασφάλειας? ε) στην κοινωνικοπολιτική και ιστορική αναξιοπιστία του Συντάγματος 1817? στ) στην απομυθοποίηση του ακαταγώνιστου χαρακτήρα της αγγλικής εξουσίας? ζ) στην αφύπνιση του αγωνιστικού εθνικού και κοινωνικού φρονήματος των Επτανήσιων, εν τέλει η) στην πραγμάτωση των εθνικών τους οραμάτων.
Στο δεύτερο μέρος (υπό τον τίτλο: "Η ρύθμιση του θεσμού στο Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας του 1899") και στο κεφάλαιο Α΄ εξετάζονται διεξοδικά οι συστημικοί κίνδυνοι που τεκμηρίωναν την ανάγκη συνταγματοποίησης του στρατιωτικού νόμου στην εν λόγω πολιτεία? ειδικότερα, η επιδίωξη ικανοποίησης των εθνικών προσδοκιών των Κρητών και η καταστολή των κοινωνικών
παθογενειών (ειδικότερα, οι συγκρούσεις μεταξύ των ετερόθρησκων, η παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία, καθώς και η βεντέτα). Στο κεφάλαιο Β΄ αναπτύσσονται οι ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις ενεργοποίησης του στρατιωτικού
νόμου, η παράλειψη της ρύθμισης των συνεπειών της και οι συνεπαγωγές της στην
κατοχύρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, η ανασφάλεια του ηγεμονικού
καθεστώτος ακόμη και υπό συνθήκες "πολιτικής κανονικότητας", καθώς και η ανασχετική του επήρεια στην εδραίωση των δημοκρατικών θεσμών. Στο κεφάλαιο Γ΄ αναλύονται η ταύτιση της εθνικής αποκατάστασης των Κρητών με την ισχυροποίηση και βιωσιμότητα του ηγεμονικού καθεστώτος, η διάψευση των εθνικών προσδοκιών από τις ατυχείς επιλογές του ΄Υπατου Αρμοστή και η επανάσταση του Θέρισου ως έναυσμα για την επιβολή του στρατιωτικού καθεστώτος και την κατάλυση του "ηγεμονικού". Στο καταληκτικό κεφάλαιο Δ΄ (του δεύτερου μέρους) αναπτύσσονται η βαθμιαία ανάκληση του στρατιωτικού νόμου από τις "προστάτιδες" δυνάμεις, η μη πρόβλεψη σχετικών διατάξεων στο Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας του 1907, ο περιορισμός των εξουσιών του νέου ΄Υπατου Αρμοστή Α. Ζαΐμη και η επανεκκίνηση του πολιτειακού γίγνεσθαι της Κρήτης στο πλαίσιο της δημοκρατικής νομιμότητας. Ενώ, τα συμπεράσματα του Β΄ μέρους επικεντρώνονται στην ανάλυση των παρατιθέμενων θεματικών παραμέτρων: α) στη συλλογική πολιτική συνείδηση των Κρητών που ήταν ευαίσθητη σε κάθε μορφή δημοκρατικού αυτοπροσδιορισμού και απηνής στις επιφάσεις νομιμότητας που τεκμηρίωναν τις διώξεις των πολιτικών και ιδεολογικών αντιπάλων του ηγεμονικού καθεστώτος? β) στην ταύτιση της "νομιμότητας" με τη βούληση του Ηγεμόνα? γ) στην εκτίμηση του Ηγεμόνα ότι η ελευθερία ήταν "προνόμιο" παραχωρούμενο από αυτόν υπέρ των ομοφρονούντων? δ) στον ασαφή προσδιορισμό του "εσωτερικού εχθρού", με συνέπεια να προσφέρεται θεσμικό άλλοθι στους κατέχοντες τους μηχανισμούς κρατικής καταστολής για την καταχρηστική εφαρμογή της σχετικής διάταξης, εν τέλει ε) στην ομολογία ανεπάρκειας του ηγεμονικού καθεστώτος εκ μέρους των εγγυητριών Δυνάμεων ως ένδειξη παρακμής της "παιδευτικής" του λειτουργίας, που επέφερε την κατάργησή του.
Ειδικότερα, καταδεικνύεται ότι ο εξεταζόμενος θεσμός ίσχυσε στις εν λόγω πολιτείες ως καταλυτικός παράγοντας στη βιωσιμότητα της αγγλικής κατοχής στα Επτάνησα και ενισχυτικός των υπερεξουσιών του Ηγεμόνα - ΄Υπατου Αρμοστή στην Κρήτη. Διότι, περιείχε ένα κανονιστικό οπλοστάσιο ακραίων θεσμικών μέτρων, που -θεμελιωμένο στην πυρηνική σχέση "προστασίας-προστατευόμενων" και στρατιωτικού νόμου- εξασφάλιζε στους φορείς των μηχανισμών κρατικής καταστολής επίφαση νομιμότητας των ενεργειών τους σε οριακές περιστάσεις.
Ο στρατιωτικός νόμος δεν εφαρμόστηκε ποτέ με σκοπό τη διασφάλιση της εθνικής ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητάς τους και η "προστασία" τους δεν περιορίστηκε στον "παιδαγωγικό" της ρόλο, που της ανέθεσε η διεθνής δικαιοταξία, έως ότου οι ανωτέρω πολιτείες οργανωθούν σε αυτεξούσιες κρατικές οντότητες. Ενώ, η αναγωγή του θεσμού αποκλειστικά στον "εσωτερικό εχθρό" -που ταυτιζόταν με τον διατελούντα υπό την "προστασία" τους λαό-: α) αποκάλυπτε την ανειλικρίνεια των επικυρίαρχων και την εκ προοιμίου ταύτιση των "προστατευόμενων" με τους εν δυνάμει ή εν ενεργεία υπονομευτές του κρατούντος πολιτικού και κοινωνικού καθεστώτος, και β) αναπαρήγαγε μοιραία, τη βία που υποτίθεται ότι φιλοδοξούσαν να πατάξουν.
Εν τέλει, οι φορείς της "προστασίας" ταύτιζαν αδόκιμα την υποκειμενική και αυθαίρετη εκδοχή της σκοπιμότητας και αναγκαιότητας των έκτακτων μέτρων με τη συνταγματική κανονικότητα και τις ιδεολοψίες τους για την "κοινωνική διαπαιδαγώγηση" με τη χειραγώγηση και την αδιάλλακτη κηδεμονία. Προς τούτο, επικαλούνταν, παραπειστικά, τον στρατιωτικό νόμο ως "αμετάκλητο θέσφατο" του κυρίαρχου καθεστώτος και επιστέγασμα της "κηδεμονεύουσας προστασίας", που αποσκοπούσε στη διασφάλιση του "δημόσιου συμφέροντος"? με συνέπεια οι "προστατευόμενοι να προσφεύγουν, συχνά, στην πρακτική της βίαιης αποδόμησης των καθεστώτων επικυριαρχίας παρά στην επιλογή των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων που θα καθιστούσε βιώσιμη την εξουσία τους.
Το βιβλίο συντίθεται από δύο μέρη, που αντιστοιχούν στα εξεταζόμενα Συντάγματα. Στο πρώτο μέρος (υπό τον τίτλο: "Η ρύθμιση του θεσμού στο Σύνταγμα
της Ιόνιας Πολιτείας του 1817") και στο κεφάλαιο Α΄ εξετάζεται το νομικό status της
αγγλικής "προστασίας" στα Επτάνησα -υπό την ισχύν του Συντάγματος 1817- ως κατάδειξη της επικυριαρχίας της στο πεδίο των εξωτερικών σχέσεων και μεθόδευση της συστηματικής και οργανωμένης επιβολής της στη λειτουργία της πολιτείας και στις σχέσεις κράτους και "υπηκόων". Το κεφάλαιο Β΄ αφιερώνεται στην ανάλυση των ζητημάτων εφαρμογής του στρατιωτικού νόμου (εξωτερικών - εθνικών και εσωτερικών- κοινωνικοταξικών)? ειδικότερα, στο ιδεολογικό και πολιτικό υπόβαθρο του "επαναστατικού ορθολογισμού", στα προμηνύματα των επαναστατικών διεργασιών, στο απόγειο των επαναστατικών συγκρούσεων, στον απολογισμό της εφαρμογής του στρατιωτικού νόμου, στην υπέρβαση των ορίων της "Υψηλής Αστυνομίας" και στην αδόκιμη ταύτισή της με τον στρατιωτικό νόμο. Ενώ, στο κεφάλαιο Γ΄ αναλύονται και αποτιμώνται κριτικά οι προταθείσες μεταρρυθμίσεις της συνταγματικής διάταξης περί "Υψηλής Αστυνομίας", με σκοπό τη βιωσιμότητα του καθεστώτος "προστασίας" στα Επτάνησα. Το πρώτο μέρος (κεφάλαιο Δ΄) ολοκληρώνεται με την ανάπτυξη των διεργασιών που συνέτειναν στην οριστική κατάργηση της "προστασίας" στην Ιόνια Πολιτεία και των κατάλοιπων της "Υψηλής Αστυνομίας". Τα συμπεράσματα των σχετικών αναλύσεων επικεντρώνονται, ιδίως: α) στην επεκτατική πολιτική της αγγλικής επικυριαρχίας στο Επτάνησα, η οποία αναπαρήγαγε, υπό συνθήκες οιονεί αποικιοκρατίας, μια "πολιτεία προστατευόμενων - υποτελών"? β) στην πλήρη απονομιμοποίηση των δομών επικυριαρχίας από τον Επτανησιακό λαό? γ) στη στεγανοποίηση της κοινωνικής του κινητικότητας? δ) στη γενικευμένη αίσθηση κοινωνικής ανασφάλειας? ε) στην κοινωνικοπολιτική και ιστορική αναξιοπιστία του Συντάγματος 1817? στ) στην απομυθοποίηση του ακαταγώνιστου χαρακτήρα της αγγλικής εξουσίας? ζ) στην αφύπνιση του αγωνιστικού εθνικού και κοινωνικού φρονήματος των Επτανήσιων, εν τέλει η) στην πραγμάτωση των εθνικών τους οραμάτων.
Στο δεύτερο μέρος (υπό τον τίτλο: "Η ρύθμιση του θεσμού στο Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας του 1899") και στο κεφάλαιο Α΄ εξετάζονται διεξοδικά οι συστημικοί κίνδυνοι που τεκμηρίωναν την ανάγκη συνταγματοποίησης του στρατιωτικού νόμου στην εν λόγω πολιτεία? ειδικότερα, η επιδίωξη ικανοποίησης των εθνικών προσδοκιών των Κρητών και η καταστολή των κοινωνικών
παθογενειών (ειδικότερα, οι συγκρούσεις μεταξύ των ετερόθρησκων, η παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία, καθώς και η βεντέτα). Στο κεφάλαιο Β΄ αναπτύσσονται οι ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις ενεργοποίησης του στρατιωτικού
νόμου, η παράλειψη της ρύθμισης των συνεπειών της και οι συνεπαγωγές της στην
κατοχύρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, η ανασφάλεια του ηγεμονικού
καθεστώτος ακόμη και υπό συνθήκες "πολιτικής κανονικότητας", καθώς και η ανασχετική του επήρεια στην εδραίωση των δημοκρατικών θεσμών. Στο κεφάλαιο Γ΄ αναλύονται η ταύτιση της εθνικής αποκατάστασης των Κρητών με την ισχυροποίηση και βιωσιμότητα του ηγεμονικού καθεστώτος, η διάψευση των εθνικών προσδοκιών από τις ατυχείς επιλογές του ΄Υπατου Αρμοστή και η επανάσταση του Θέρισου ως έναυσμα για την επιβολή του στρατιωτικού καθεστώτος και την κατάλυση του "ηγεμονικού". Στο καταληκτικό κεφάλαιο Δ΄ (του δεύτερου μέρους) αναπτύσσονται η βαθμιαία ανάκληση του στρατιωτικού νόμου από τις "προστάτιδες" δυνάμεις, η μη πρόβλεψη σχετικών διατάξεων στο Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας του 1907, ο περιορισμός των εξουσιών του νέου ΄Υπατου Αρμοστή Α. Ζαΐμη και η επανεκκίνηση του πολιτειακού γίγνεσθαι της Κρήτης στο πλαίσιο της δημοκρατικής νομιμότητας. Ενώ, τα συμπεράσματα του Β΄ μέρους επικεντρώνονται στην ανάλυση των παρατιθέμενων θεματικών παραμέτρων: α) στη συλλογική πολιτική συνείδηση των Κρητών που ήταν ευαίσθητη σε κάθε μορφή δημοκρατικού αυτοπροσδιορισμού και απηνής στις επιφάσεις νομιμότητας που τεκμηρίωναν τις διώξεις των πολιτικών και ιδεολογικών αντιπάλων του ηγεμονικού καθεστώτος? β) στην ταύτιση της "νομιμότητας" με τη βούληση του Ηγεμόνα? γ) στην εκτίμηση του Ηγεμόνα ότι η ελευθερία ήταν "προνόμιο" παραχωρούμενο από αυτόν υπέρ των ομοφρονούντων? δ) στον ασαφή προσδιορισμό του "εσωτερικού εχθρού", με συνέπεια να προσφέρεται θεσμικό άλλοθι στους κατέχοντες τους μηχανισμούς κρατικής καταστολής για την καταχρηστική εφαρμογή της σχετικής διάταξης, εν τέλει ε) στην ομολογία ανεπάρκειας του ηγεμονικού καθεστώτος εκ μέρους των εγγυητριών Δυνάμεων ως ένδειξη παρακμής της "παιδευτικής" του λειτουργίας, που επέφερε την κατάργησή του.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις