0
Your Καλαθι
Η γέφυρα του Δούναβη
Περιγραφή
Βουλγαρία, μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Ένας κόσμος αλλάζει δίνοντας τη θέση του στο χάος. Η μία κρίση διαδέχεται την άλλη. Στην κοινωνία της αγοράς, όλα είναι μπίζνες.
Στο πείσμα των ιδιωτικοποιήσεων, ο γάμος θέλει κολεκτίβα. Τζίμι και Ροσίτσα. Νίκι και Στέλλα. Δύο ζευγάρια με ερωτικά μεταξύ τους μπλεξίματα που ονειρεύονται τη μεγάλη ζωή. Ή τη μεγάλη φυγή. Στη Δύση. Για δυόμισι χιλιάδες μάρκα το άτομο, το όνειρο μπορεί να γίνει πραγματικότητα.
Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Ο δόκιμος μοναχός Ευστάθιος Κατσάροφ, που μέχρι πρότινος ζούσε από την ελεημοσύνη των πιστών, εμφανίζεται ξαφνικά ιδιοκτήτης ακριβών ακινήτων.
Νάρκες και αράχνες. Το μεγαλύτερο εργοστάσιο παραγωγής στρατιωτικού υλικού, το καμάρι, της βουλγαρο-σοβιετικής φιλίας, καταλήγει σε αποθήκη.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Λίγες φορές νιώθω την ανάγκη να τονίσω εισαγωγικά την παρουσία του μεταφραστή ενός σχολιαζόμενου βιβλίου. Μία από αυτές αφορά τον Πάνο Σταθόγιαννη, ο οποίος υπογράφει τη μεταγλώττιση του ανά χείρας μυθιστορήματος του Βούλγαρου πεζογράφου, εκδότη και σεναριογράφου Γκεόργκι Μίσεφ (1935): χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αξίζουν αυτή τη διάκριση οι περισσότερες από τις εργασίες που υποπίπτουν στην αντίληψή μου. Αλλά ο Σταθόγιαννης, συγγραφέας και ο ίδιος, ίσως δεν έχει προσεχθεί όσο θα έπρεπε, καίτοι είναι άριστος γνώστης σλάβικων γλωσσών (κάτι μάλλον σπάνιο), γεγονός που έχει αποδείξει με τις πλείστες όσες ενδιαφέρουσες μεταφράσεις και επιμέλειές του.
Εδώ, ο Π. Στ. προτείνει, με τη γνωστή του άνεση και ευθυβολία, άλλον έναν επιδέξιο, ρεαλιστή μυθιστοριογράφο της βορείου γείτονος, ο οποίος περιγράφει με μελανά χρώματα, και αυτός με τη σειρά του, έναν κόσμο ...μεταβατικό: προερχόμενο από το χάος και κινούμενο με ασφάλεια προς μια άλλη μεγάλη φυλακή... Με άλλα λόγια, ο Μίσεφ στήνει την ίντριγκά του στη σημερινή Βουλγαρία, που πέρασε από τη δεσποτεία του υπαρκτού σοσιαλισμού στον ζυγό της (αν)ελεύθερης αγοράς και της άθλιας λογικής τού κέρδους.
Φυσικά, δεν είναι ανάγκη να επιμείνουμε πολύ σε κάτι αυτονόητο: ότι, δηλαδή, ο πεζογράφος αυτός -όπως θα συνέβαινε και σε οποιονδήποτε καλλιτέχνη άλλωστε σε παρόμοιες συνθήκες- βρίσκει άφθονο υλικό στο δράμα, αφού έχει μπροστά του έναν διαθέσιμο κόσμο για παλλόμενη αναπαράσταση, έτσι καθώς τον βλέπει να δοκιμάζεται στις νέες εμπειρίες του. Και βέβαια, η συγκεκριμένη ευκαιρία και πρόκληση απαιτούν οικονομία μέσων, πράγμα που σημαίνει ότι οι περιστάσεις χρειάζονται μια μη δημαγωγική γλώσσα, δηλαδή εύκολη εκμετάλλευση ενός, ας το πούμε, ανεκδοτολογικού υλικού, απότοκου αυτής της μεγάλης διαταραχής μιας κοινωνίας έντρομης και σπασμωδικής μπροστά στην καινοφανή για τις εμπειρίες της γεωγραφία ηθών.
Το θέμα είναι το κατά πόσον συγγραφείς όπως ο Μίσεφ πέφτουν ή όχι θύματα της παραπάνω παγίδας μέσα στη σπουδή τους, αν θέλετε, να καταγράψουν και να μεταπλάσουν αισθητικά, εν θερμώ, αυτήν την πολύχρωμη, ασθματική και σε κατάσταση πανικού πραγματικότητα.
Ναι, δεν ξέρω εάν οι τρόποι του Μίσεφ, ο ρεαλισμός, σε βαθμό νατουραλισμού, κερδίζει το στοίχημα, ούτως ώστε το ρέκβιεμ που συντίθεται για την τραγωδία της επόμενης μέρας μετά τον υπαρκτό σοσιαλισμό στη Βουλγαρία, να έχει ευνοϊκούς αποδέκτες τους δύσκολους αναγνώστες. Και τούτο διότι λειτουργεί στον ενημερωμένο βιβλιόφιλο η αίσθηση της αναπαραγωγής και επανάληψης μπροστά στη φωτογράφιση μιας περιπτωσιολογίας ανθρώπινων περιπτώσεων, οι οποίες, παρά την όποια ιδιοτυπία τους, δεν φτάνουν σε κάποιαν αισθητική υπέρβαση.
Ο Μίσεφ βλέποντας το ολισθηρό έδαφος που τον οδηγούσε προς μια καθαρά περιγραφική ηθογραφία (παρά το εξ ορισμού κοινωνικό βάθος των γεγονότων), επιστράτευσε την ικανότητά του στη φιλοτέχνηση τύπων, δανεισμένων τόσο από τη σλάβικη παράδοση όσο και από τη δυτική. Ετσι, με κύριο όπλο τον σαρκασμό στήνει το σκηνικό του και πικρόχολα σχολιάζει τον καινοφανή ανθρώπινο τύπο τού σήμερα, χθεσινό σοσιαλιστή και τωρινό τυχοδιώκτη.
Εικόνες εκπεσμού, σήψης και γελοίου ατομικισμού περνούν μπροστά μας ανελέητα, μα και με μια διάθεση -όσο και αν αυτό ακούγεται παράδοξο- που δεν αποκλείει τη συμπάθεια για όλον αυτόν τον κακόγουστο χορό. Μπορεί κανείς να υποθέσει, από τον τρόπο που πέφτει η ματιά του συγγραφέα στους ήρωές του, μια πρόθεση αθώωσής τους. Ισως γιατί το νετάρισμα πάνω στον άνθρωπο δεν γίνεται με πρόθεση απογύμνωσής του αλλά με φιλέρευνη διάθεση: όπως περιεργαζόμαστε εντατικά κάτι, δεν θέλουμε να το καλύψουμε, αλλά μαζί επιζητούμε να το κατανοήσουμε προστατευτικά. Με άλλα λόγια, ο Μίσεφ δεν μοιάζει να διασκεδάζει, παρά την επιθετική, σε πρώτο επίπεδο, ματιά του στα καθέκαστα. Οι χαρακτήρες του έχουν μια γήινη παρουσία, συγγενική με τη δική μας, η οποία προκύπτει μέσα από θερμό, περιγραφικό οίστρο, ικανό να μας αναγκάσει σε συμμετοχή.
Και όπως είπαμε, ο Μίσεφ έχει στη διάθεσή του μια φοβερή επικαιρότητα, πλημμυρισμένη από επεισοδιακές και περιπετειώδεις καταστάσεις. Ιερωμένοι μπίζνεσμεν, μαφιόζοι κάθε είδους, άνθρωποι και ανθρωπάρια περνούν από μπροστά μας σε αξιοθρήνητο χορό, για τον οποίο ο Μίσεφ έχει επιφυλάξει έναν υπόκωφο κλαυσίγελω.
Σ' αυτές τις ιστορίες καθημερινής ...μετασοσιαλιστικής τρέλας, μεταξύ των βασικών του ηρώων είναι δύο ζευγάρια, αντιπροσωπευτικά του σύγχρονου ανθρώπου της πατρίδας του, τα οποία χωρίς και πολλούς ενδοιασμούς σε διάφορα επίπεδα ηθικής (ερωτικά, ας πούμε, διασταυρώνονται κρυφά) ονειρεύονται τη μεγάλη ζωή ή και τη φυγή στη Δύση. Γύρω τους κινούνται διάφορα άλλα πρόσωπα, επίσης χαρακτηριστικά μιας εποχής δραματικών αλλαγών, η οποία τα ξεγυμνώνει, τα αφήνει εκτεθειμένα ή τα ρίχνει σε απρόβλεπτες ίντριγκες. Αποσπασμένα λες από έναν ήσσονα Γκόγκολ και από σελίδες συγγενικών, δυτικών αναγνωσμάτων, βιώνουν μια πραγματικότητα ψυχρής αποκαθήλωσης αξιών, στην οποία τα ίδια εκόντα άκοντα συνέβαλαν, καθένα με τον τρόπο του.
Εάν ήθελε κανείς οπωσδήποτε να σκεφτεί τον άξονα του προβληματισμού τού Μίσεφ δεν θα δίσταζε πολύ να καταλήξει στην έννοια της απάτης. Το μέγεθος αυτό μοιάζει να απασχολεί τον τελευταίο ως μία υπόθεση που διαπερνά το πρώτο, «πολιτικό» επίπεδο ανάγνωσης του κόσμου και πηγαίνει πολύ βαθύτερα. Γνωστό το μοτίβο, θα πείτε, σκεπτόμενοι τον Κούντερα και τον σχετικό του προβληματισμό, όσον αφορά τη φύση του μηχανισμού του πρώην σοσιαλιστικού συστήματος της πατρίδας του και τη σχέση του υποκειμένου μαζί του. Αλλά εν προκειμένω ο Μίσεφ προσφέρει αναλογικά μιαν εικόνα αυτού του δόλου πιο βαλκανική, νομίζω, πιο μπρούτα. Οι συμπατριώτες του τελευταίου, όπως και οι γείτονες Γιουγκοσλάβοι ή Ρουμάνοι (αν και αυτοί κάπως πιο μεσευρωπαϊκά, με περισσότερο σουρεαλισμό εννοώ), επιστρατεύουν το χιούμορ με έναν τρόπο άμεσο, χωρίς, βέβαια, το άτομο να καταλήγει σε καρικατούρα: αντιθέτως, το κοσμούν με τη μοιραία τραγικότητα του θύματος της ιστορίας (του).
Οι περισσότεροι ήρωες του μυθιστορήματος, λοιπόν, έχουν συνάψει με το περιβάλλον μια σχέση περίπου δόλια, αναγκασμένοι ή όχι από τις περιστάσεις, αδιάφορο. Αυτό που έχει σημασία, λέει ο Μίσεφ, είναι το ότι αυτοί εντάσσονται σε σκηνές ανεπανάληπτες της σύγχρονης ιστορίας, αλέθοντας -και κονιορτοποιημένοι οι ίδιοι- σε ―έναν φοβερό μύλο.
Ο Μίσεφ επέλεξε, όπως υπαινίχτηκα, τη δραστική, ευθεία εικονογράφηση μιας τραγικής εξέλιξης, αφήνοντας το υλικό του να συνομιλήσει μαζί μας μετωπικά, χωρίς να αναζητήσει η γραφή του τη μεταφορά ή την αλληγορία για να δράσει σε άλλα επίπεδα εντυπώσεων. Και έτσι πάντως, το σφυροκόπημα από τις βιογραφιές των «νέων» ανθρώπων που μας παραδίδονται από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, μέσα από τη θερμή και λυγμική στο βάθος της πρόζα του Μίσεφ, είναι αρκετό για να μας εξουθενώσει.
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 24/11/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις