Εκουαδόρ ταξιδιωτικό ημερολόγιο

Έκπτωση
30%
Τιμή Εκδότη: 12.32
8.62
Τιμή Πρωτοπορίας
+
134796
Συγγραφέας: Μισώ, Ανρί
Εκδόσεις: Άγρα
Σελίδες:258
Μεταφραστής:ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗ ΜΑΡΙΑ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/12/2001
ISBN:9789603254171
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Άμεσα διαθέσιμο
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Τα σύννεφα του Ισημερινού, τα όμορφα σύννεφα του Ισημερινού! Όμοιά τους δεν υπάρχουν! Καταβροχθίζουν σχεδόν ολόκληρο τον ορίζοντα και παίρνουν ό,τι σχήμα μπορείς να φανταστείς.[...] Αίφνης, γύρω στις έξι το βράδυ, τα σύννεφα εξαφανίζονται, άγνωστο πως.

Το Εκουαδόρ είναι το ταξιδιωτικό ημερολόγιο που ο Ανρί Μισώ έγραψε περνώντας από τις Αρδέννες, τα βουνά του Ισημερινού και τα δάση της Βραζιλίας για να φτάσει ένα χρόνο αργότερα στο στόμιο του Αμαζονίου. Στα χρόνια αυτού του εξαντλητικού ταξιδιού, ο συγγραφέας δεν ήταν ακόμα τριάντα ετών, δεν είχε δημοσιεύσει παρά πλακέτες και υπέφερε από την καρδιά του. Στο παρόν αφήγημα, που δημοσιεύτηκε το 1929, εμφανίζονται ήδη, σηματοδοτημένοι από μερικά από τα ωραιότερα ποιήματά του, αυτοί οι περίφημοι χώροι της εσωτερικότητας που η εξερεύνησή τους στη συνέχεια θα προσφέρει το εντυπωσιακό έργο που γνωρίζουμε.






ΚΡΙΤΙΚΗ



«Τα λογοτεχνικά είδη είναι εχθροί, τους οποίους αν δεν τους πετύχεις με την πρώτη, θα σε πετύχουν οπωσδήποτε εκείνοι», έλεγε ο γνωστός ...αιρετικός, Βέλγος συγγραφέας και ζωγράφος Ανρί Μισό (1899-1984), πολέμιος κάθε μορφής περιορισμού στην τέχνη αλλά και στη ζωή. Με τη φράση «ταξιδιωτικό ημερολόγιο» υποτιτλίζεται το υπό σχολιασμόν βιβλίο. Ομως, ο Μ. το «είδος» της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας δεν το καλλιεργεί παραδοσιακά, αλλά προσπαθεί να διευρύνει τα όριά του (εάν δεχθούμε, βέβαια, ότι οι εμμονές του δεν στρέφονται εναντίον της γραφής εν γένει, όπως θα το ήθελε κατά βάθος υποψιαζόμαστε αυτός) ενοφθαλμίζοντας στο κείμενο ποίηση, εσωτερικό μονόλογο, αφορισμούς, παραληρήματα, τα οποία μοιάζουν να ενισχύουν την περιπλανητική γραφή με έναν τρόπο εντελώς προσωπικό. Η συγκεκριμένη μέθοδος του Μ., μια χειρονομία εκφραστική ιδιοσυγκρασίας ανήσυχης, μπερδεμένης, αιματώδους, αντιφατικής, θα σφραγίσει μια καλλιτεχνική και ιδιωτική διαδρομή, γεμάτη από εντάσεις, παραβάσεις και μάταιες αναζητήσεις του κέντρου. Εάν στο δημιουργικό του έργο ο μοντερνιστής αυτός προσπάθησε να φτάσει στην υπέρβαση μέσα απο οξύμωρα σχήματα, για να συλλάβει το ανέφικτο ρήμα, στο βίο του κατά τον ίδιο τρόπο χρησιμοποίησε μέσα αντινομικά καθώς και ακραία, με σκοπό να ξεφύγει από το χθαμαλό, το ανιαρά επαναλαμβανόμενο. Δοκίμασε έως και παραισθησιογόνα, για να περάσει σε εσωτερικές εμπειρίες, διαφορετικές από τις απτές, καθώς πίστευε, βαθιά απελπισμένος για τα ανθρώπινα παιδιόθεν, όπως μας πληροφορούν οι βιογράφοι του.

Γενικά, το δραματουργικό και ποιητικό έργο του μοντερνιστή Μισό χαρακτηρίζεται από συνθέσεις στις οποίες ισορροπούν με ευφυΐα (καθώς και με βάση ένα περίεργο μίγμα τρυφερότητας, χλεύης, αυτοσαρκασμού και σκληρής απαισιοδοξίας) «μυθολογικές εφευρέσεις», όπως έχει λεχθεί, δημιουργημένες από την ικανότητα του συγγραφέα «να πλάθει καινούργιες λέξεις και ονομασίες». Επινοεί τη δική του «γεωγραφία», όπου άνθρωποι, τόποι και αισθήματα ζουν μέσα από τη δική του ακροαστική αναπνοή, απορροφημένα όλ' αυτά, όμως, σε τελευταία ανάλυση στο προσωπικό του κενό. Πολύ σωστά ο μελετητής τού Ντιντιέ Αλεξάντρ, του οποίου ένα απόσπασμα κειμένου του για το «Εκουαδόρ» φιλοξενείται στο επίμετρο της ελληνικής έκδοσης, παρατηρεί ότι το έργο αυτό: «περιστρέφεται γύρω από την πρωταρχική έννοια του συνόρου. Πρέπει κανείς να περάσει πραγματικά σύνορα για να ελπίζει ότι θα ανακαλύψει μια νέα γη, συμβολικά σύνορα για να εισχωρήσει στην επικράτεια της έσχατης γνώσης, φανταστικά, τέλος, σύνορα για να γευτεί τη συνάντηση των αντιθέτων. Ο απογοητευτικός χώρος της πραγματικότητας μετατρέπεται σε χώρο προβολής και αντικατοπτρισμού του υποκειμένου: το πέρασμα δεν οδηγεί τόσο σε ένα αλλού όπου μπορεί να εκτυλίσσεται η περιπέτεια -γιατί περιπέτεια και ταξίδι δεν υπάρχουν πια-, αλλά αποτελεί κίνητρο, όπου εγγράφεται η προσωπική εμπειρία του εσωτερικού κενού, που τρέφεται από την αέναη σύγκρουση των στοιχείων, των αντικειμένων, των όντων, από την αδιάκοπη παρέλαση της άμορφης και εφήμερης ύλης που προκύπτει: «Το κενό μου όλα τα καταπίνει, όλα τ' αλέθει, όλα τα ρουφά» (γράφει στο «Εκουαδόρ» ο Μισό).

Το ιδιότυπο αυτό ταξιδιωτικό ημερολόγιο κρατήθηκε με αφορμή μια περιπλάνηση του συγγραφέα του το 1929 στις Αρδένες, στα βουνά του Ισημερινού, στη Βραζιλία, στον Αμαζόνιο, κάτω από εξαιρετικά σκληρές συνθήκες. Ο Μισό είχε πείρα από ταξίδια, διότι μπάρκαρε πολύ μικρός, ως ναύτης, εγκαταλείποντας την Ιατρική επιστήμη την οποία σπούδαζε. Παρά την επισφαλή υγεία του, αποφάσισε ένα ευκαιριακό και ριψοκίνδυνο ταξίδι μύησης στον αρχέγονο κόσμο των ιθαγενών και της Φύσης, συνεπής απέναντι στις πεποιθήσεις του, οι οποίες τον ωθούσαν στην προσπάθεια επαφής με την «πρώτη ύλη» και στην υπέρβαση των πραγματικών και πνευματικών συνόρων, μέσω της σωματικής δοκιμασίας και της εσωτερικής ακραίας διαστολής των αόρατων, ανθρώπινων δυνατοτήτων. Φυσικά, το προκύψαν γραπτό (και το εικαστικό του έργο επίσης) πρέπει να υπολογιστεί ως αναπόσπαστο κομμάτι της συγκεκριμένης διαδικασίας. Αυτό θα είναι το ντουκουμέντο του πειράματος, η απεικόνιση της ολιστικής, κατά κάποιον τρόπο, σύλληψης και κατάθεσης της κατά Μισό εμπειρίας για την κατάκτηση της γνώσης. Τώρα, εάν αυτή η γνώση μέσα από έναν κύκλο μας επαναφέρει στο αρχικό κενό, στο σκοτάδι, όπως υποστηρίζει με οργισμένη απελπισία ο Μισό, τούτο το συμπέρασμα ας μην εισπραχθεί ανέξοδα: χωρίς συμψηφισμούς με το αισθητικό έργο του τελευταίου, διότι όταν όλη η πικρία, το μαύρο χιούμορ, η χολή και ο θρήνος μιας υπερευαίσθητης προσωπικότητας εκβάλλει σε χρώματα, ιριδισμούς και αλλόκοτες αναπνοές, λίγο ενδιαφέρει η βιοθεωρία.

Οι νευρώδεις και βαθιά απαισιόδοξες σκέψεις του Μισό στο «Εκουαδόρ» προηγούνται των ανάλογων σελίδων τού Σελίν στο περίφημο εκείνο «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας», που εκδόθηκε το 1932, και περιγράφει, μεταξύ άλλων, τα βιώματα του συγγραφέα του σε μια άλλη εξωτική ήπειρο, την Αφρική. Δεν μπορεί κανείς να μη συσχετίσει τα δύο κείμενα, όσον αφορά τη βίαιη, σχεδόν ωμή, αναπαράσταση των συνθηκών ζωής, την οποία εξαγιάζει το εσωτερικό μαρτύριο ενός όντος που μας μεταβιβάζει απολύτως τα συναισθήματά του και μας κάνει να νιώθουμε ανοίκεια, δίνοντάς μας «...την εικόνα της σύγχυσης και της απελπισίας» που θα νιώθαμε αν μπορούσαμε ν' αντέξουμε «στη σκέψη ενός κόσμου» στον οποίο δεν θα είμαστε παρόντες, όπως τόσο εύστοχα επισημαίνει ο Μορίς Μπλανσό.

Το μυστήριο (;) με τον Μισό είναι ότι αυτός διψάει για περιπλάνηση σε διάφορες χώρες του κόσμου, έχοντας σχηματισμένες απόψεις για τα μέρη τα οποία θα επισκεφθεί: «κανένας τόπος δεν μ' αρέσει», διαβάζουμε κάπου στο «Εκουαδόρ», «τέτοιος ταξιδιώτης είμαι». Μεταφέροντας το αυστηρό κριτήριο του δημιουργού, ο οποίος από τη φύση του παρακινείται να κυνηγήσει την τελειότητα, σ' αυτό το μυητικό ταξίδι καθετί εξωτερικό δεν μπορεί παρά να είναι άσχημο, αρνητικό. «Αν μπορούσα να ομορφύνω μια περιοχή...», εξομολογείται ο καταγραφέας λίγο πιο κάτω, κάνοντάς μας συμμέτοχους στην αγωνία του. Αφήνοντάς μας για λίγο να κρυφοκοιτάξουμε τους πόθους του, τις σποραδικές εκδηλώσεις της ανάγκης του για ομορφιά, ακυρώνει όλο αυτό το μαύρο σκηνικό που έχει φιλοτεχνήσει γύρω του με υλικά, ενίοτε, αντιποιητικά, να το πούμε κι αυτό. Στο «Εκουαδόρ» κάποτε η γραφή γίνεται αντιπαθητική, αντανακλαστική, πρόχειρη, σαν να μην αναζητεί ο χειριστής της τίποτε άλλο παρά την εκτόνωσή του ή και την καταστροφή του μέσου. Ισως να ικανοποιεί αυτή η φόρμα κι ένα είδος άποψης για την απόλυτη μεταφορά περί μιας κατάστασης πραγμάτων ισοδύναμης προς την «άσχημη γλώσσα» μιας θεωρίας που εξέφραζε, επίσης, στον Γκομπρόβιτς. Υπόθεση εργασίας κάνω, διότι δεν έχω διαβάσει κάποιες σχετικές ιδέες τού Μισό.

Ενας μακρινός απόγονος του Μισό είναι νομίζω ο Τόμας Μπέρνχαρντ. Δεν συναντάμε στα περισσότερα κείμενά του παρόμοια λυσσασμένη απελπισία, κιτρινίλα κάποτε, σφοδρή αντικοινωνικότητα, μισανθρωπία κι εκνευριστική ενίοτε γκρίνια, που αγγίζει τα όρια του αντιαισθητικού; Κι αυτόν με τη σειρά του διασώζει η μανιακή του αναζήτηση της τελειότητας, ο αυτοσαρκασμός, η αυτοαμφισβήτηση, η αίσθηση του παράδοξου κ.λπ., βέβαια σε άλλες ατμόσφαιρες και αναπνοές από εκείνες του Μισό.

Για τον τελευταίο ας λάβουμε υπόψη και την πολυσυζητημένη διάσταση του «καταραμένου» που υπάρχει στο έργο του, αν και το συγκεκριμένο στοιχείο αναπνέει χάρη σε ένα ρεύμα κωμικού σαρκασμού και παιδικότητας, θα έλεγα.

Σ' αυτό, λοιπόν, το ακατάστατο, αυτοκαταστροφικό «ταξιδιωτικό» κείμενο, του οποίου φτάνουμε στιγμές στιγμές να αμφισβητούμε τη χρησιμότητα, τόσο άτσαλο μοιάζει, οι σκληρές εικόνες του τελικά κυριαρχούν, φωτίζοντας άπλετα τον αυτοβασανιζόμενο πρωταγωνιστή τους, που δεν έχει άλλην «έγνοια», παρά τη γλώσσα. Το μέσο εδώ, όπως υπαινίχθηκα προηγουμένως, αποκτά οντολογική αξία, γίνεται αληθινή προέκταση αιματώδους και μαζί τρυφερού ψυχισμού. Ωστόσο, θα πει κανείς ότι μέσα από τις επινοήσεις του Μισό για πρόταση μιας νέας γλώσσας η συνθήκη που μόλις περιέγραψα καταργείται. Ο «επιθετικός» αυτός συγγραφέας μοιάζει να επιθυμεί να διαγράψει το γνωστό λεξιλόγιο κάποτε (όχι τόσο στο «Εκουαδόρ») και να καταστρέψει την επικοινωνιακή του σχέση με τους άλλους. Ομως, είπαμε ότι αυτή την τελευταία του πρόθεση αναιρεί το γεγονός της ύπαρξης των βιβλίων του. Ας προσθέσουμε, πάντως, έναν ακόμη συντελεστή κατανόησης της αντιφατικής ιδιοσυγκρασίας τού Μισό: στη διαθήκη του άφησε εντολή να μην επανακυκλοφορήσουν τα έργα του.

Στο «Εκουαδόρ» υπάρχουν μερικές φανταστικές περιγραφές, καθώς και ανακριβείς αναφορές σε φράσεις άλλων συγγραφέων. Αυτό το στοιχείο μπορούμε να το θεωρήσουμε συστατικό της γενικότερης ποιητικής του, νομίζω. Ο Μισό ήθελε να φτιάξει τη δική του γεωγραφία μέσα από την υλική πραγματικότητα και αυτό είναι ευδιάκριτο στον τρόπο με τον οποίο κοιτάζει τους τόπους και τα ανθρώπινα. Οι χώροι που επισκέπτεται, σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι καν αφορμή για περισυλλογή και στοχασμό, το εσωτερικό τοπίο υποσκελίζει το υλικό, οι δύο εφιάλτες συνεργάζονται.

Η Μαρία Ευσταθιάδη κατόρθωσε να αποδώσει δημιουργικά τη διαλυμένη γραφή ενός κειμένου, το οποίο νομίζεις σποραδικά ότι θέλει να θυμίζει το ιδίωμα ενός δυσλεκτικού...



ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 03/05/2002






ΚΡΙΤΙΚΗ



Σύγχρονος των σουρεαλιστών αλλά ξένος προς το κίνημά τους, ο Ανρί Μισό υπηρέτησε με το ίδιο πάθος τη γραφή και τη ζωγραφική. Γεννημένος Βέλγος και πολιτογραφημένος πολλά χρόνια αργότερα Γάλλος, ο Μισό βίωσε τη σχέση του με τη λογοτεχνία και την τέχνη ως μια ύψιστη διανοητική περιπέτεια, ενίοτε μεταφυσικής υφής, διανύοντας μια απόλυτα προσωπική και μοναχική πορεία. Αρνούμενος τις ιδεολογικές, πολιτικές αλλά και αισθητικές δεσμεύσεις, προσπάθησε με όλα τα μέσα να εξερευνήσει την εσωτερικότητα, να χαρτογραφήσει τον «ένδον χώρο», έναν χώρο ασταθή, ευμετάβλητο, που κρύβει κάτω από την εκάστοτε φαινομενική ισορροπία του βάραθρα και αβύσσους. Ταξιδεύοντας, γράφοντας, σχεδιάζοντας, ο Μισό διέγραψε μια επικίνδυνη όσο και πρωτότυπη τροχιά στο στερέωμα των γραμμάτων και των τεχνών καταθέτοντας με τη ζωή και το έργο του μία και μόνο αγωνία: την αγωνία του κενού και της ανέφικτης πλήρωσής του.

Ανθρωπος της περιπέτειας, αποφασισμένος εξαρχής να εξερευνήσει τον κόσμο, τον ανθρώπινο νου και τις άρρητες προεκτάσεις τους, θα εγκαταλείψει την Ιατρική για να μπαρκάρει και εφεξής η περιπέτεια θα ταυτιστεί με τη ζωή του. Οι περισσότεροι τίτλοι των έργων του, όπως και το Εκουαδόρ, είναι κινήσεως σημαντικοί. Ενα sui generis ταξιδιωτικό ημερολόγιο, στο οποίο ο Μισό περιγράφει το μεγάλο ταξίδι του, σε ηλικία 29 ετών, όταν διέσχισε τα βουνά του Ισημερινού και τα δάση της Βραζιλίας για να φθάσει έναν χρόνο αργότερα στον Αμαζόνιο. Φίλος του Πολάν, συνοδοιπόρος του Ουνγκαρέτι και του Κλε, ο Μισό θα αρχίσει να γίνεται γνωστός στο ευρύ κοινό με τη διάλεξη του Ζιντ Ας ανακαλύψουμε τον Μισό που δημοσιεύτηκε το 1941, η αληθινή δημοσιότητα όμως θα επέλθει στα τέλη της δεκαετίας του '50.

Καλλιτέχνης της οργής, της παραφοράς, της έντονης συγκίνησης, του οριακού βιώματος, ο Μισό θα δημιουργήσει τόσο στη λογοτεχνία όσο και στη ζωγραφική ένα προσωπικό ύφος άμεσα αναγνωρίσιμο, το οποίο συναιρεί την ένταση με το χιούμορ. Ενα ύφος κυρίαρχο ήδη στο Εκουαδόρ, το πρώιμο αυτό ημερολόγιο των μεταπτώσεων και της φθοράς της οργανικής και ανόργανης ύλης. Ο Μισό ταξιδεύει για να φθάσει στο Εκουαδόρ και να συναντήσει έναν κόσμο εύθραυστο και εύθρυπτο, που κρύβει μέσα του ως μόνιμη απειλή το κενό. Εναν κόσμο φευγαλέο, παρά τη συγκροτημένη εμφάνισή του, που επιβάλλεται στο βλέμμα και την ουσία του οποίου αποδίδει θαυμάσια το ποίημα με τον εύγλωττο τίτλο Με μια τρύπα γεννήθηκα, στα μισά περίπου του βιβλίου. Εχοντας ήδη επιλέξει το αλκοόλ και τα ναρκωτικά ως μέσα διαφορετικής βίωσης της πραγματικότητας, ο συγγραφέας παρατηρεί τον περιβάλλοντα χώρο με περιέργεια ανάμεικτη με τρόμο. Και επιτυγχάνει έναν αξιοθαύμαστο βαθμό εξοικείωσης με το τοπίο και όσα το κατοικούν, παρά τους κινδύνους που ενεδρεύουν σε κάθε του βήμα, παρά τον πόνο που του προκαλεί η διαβίωσή του στην άγρια ζούγκλα. Ανά πάσα στιγμή είναι εκτεθειμένος σε κάθε λογής ασθένειες, ελονοσία, δηλητηρίαση, λέπρα, στις επιθέσεις των Jivaros, των «άπιστων» ιθαγενών που σκοτώνουν με το ακόντιο όλους όσοι δεν ανήκουν στη φυλή τους, με εξαίρεση τις γυναίκες. Στη «γαιώδη» παλέτα του Ισημερινού κάθε κίνηση είναι ένα άλμα προς το κενό, στο οποίο ο συγγραφέας αφήνεται με ενθουσιασμό για να το γνωρίσει και να το ζήσει με ένταση, με αντίτιμο τον πόνο, την τιμωρία του σώματος, η οποία στην προκειμένη περίπτωση συνίσταται στην έκθεσή του στο άγνωστο Εκουαδόρ. Οπου το κακό δεν πλήττει μόνο τους ανθρώπους αλλά και τη φύση και τον κόσμο ολόκληρο στην πιο βαθιά ουσία του, είναι ενδιάθετο και γι' αυτό ακατανίκητο.

Στο Εκουαδόρ ο Μισό στρέφεται προς την εξερεύνηση της ετερότητας ύστερα από μια συστηματική όσο και εκ των έσω υπονομευμένη άσκηση αναζήτησης ταυτότητας στο πρώτο, αυτοβιογραφικό βιβλίο του Ποιος ήμουν. Θαυμαστής του Λοτρεαμόν, ο οποίος τον ώθησε στη λογοτεχνία, ο Μισό θα αναζητήσει τις δικές του ιδιότητες μέσα στον Αλλον και η τέχνη του θα αποτελέσει ένα αναβράζον μείγμα, στις υψηλές θερμοκρασίες του οποίου τα διαχωριστικά ανάμεσα στο φανταστικό και στο πραγματικό εξαερώνονται επιτρέποντας την πλήρη ταύτισή τους. Την ίδια ταύτιση που συναντούμε στη δεύτερη περίοδο της ζωγραφικής του, την περίοδο των κηλίδων και της χρωματικής απεικόνισης των υπαρξιακών κατηγοριών του απόλυτου, του άπειρου και του κενού.

Το Εκουαδόρ είναι το τρίτο μόλις βιβλίο του Μισό που εκδίδεται στα ελληνικά, στην ποιητικότατη μετάφραση της Μαρίας Ευσταθιάδη, η οποία αντιμετώπισε με επιτυχία τα πολλαπλά προβλήματα και τις δυσκολίες ενός αποσπασματικού και ερμητικού κειμένου. Ενα κείμενο αντιπροσωπευτικό δείγμα της συλλογιστικής και προβληματικής του Μισό, μια εισαγωγή στην τέχνη και μια συμπύκνωση της αισθητικής του.



Τιτίκα Δημητρούλια (φιλόλογος - μεταφράστρια)

ΤΟ ΒΗΜΑ , 04-08-2002

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!