0
Your Καλαθι
Οι κουρελούδες της Αλισάβας
Περιγραφή
Δεκαετία του ’70, σ’ ένα χωριό στην Ξάνθη. Η Αλισάβα ζούσε μόνη της όλα αυτά τα χρόνια· δεν είχε φίλους, δεν είχε συγγενείς. Τους έχασε όλους μες στους καπνούς του πολέμου. Από μικρό κορίτσι, διάλεγε τα ρουχαλάκια τους, τα λουρίδιαζε για τις κουρελούδες της και αναθυμόταν τους αγαπημένους της στην αντίπερα όχθη. Κουβέντιαζε μαζί τους, έκλαιγε που δεν μπορούσε να τους αγγίξει, θύμωνε και μέρευε, αλλά δεν τους αποχωριζόταν. Τα παιδιά στη γειτονιά τη φοβόνταν, ωστόσο, ο μικρός Νικηφόρος κατάφερε να περάσει το κατώφλι της και να τη γνωρίσει. Η Αλισάβα θα ξαναζήσει μέσα από τις αφηγήσεις της στον νεαρό τις πιο έντονες στιγμές της ζωής της· τη Ραιδεστό στις αρχές του 20ού αιώνα, τους διωγμούς από την Πόλη, τη ζωή στην Καβάλα, τους ατέλειωτους πολέμους. Μεταξύ τους θα δημιουργηθεί μια δυνατή σχέση η οποία θα κρατήσει δεκαετίες, ώσπου εκείνος πλέον ενηλικιώνεται…
Η ιστορία ξεκινά το καλοκαίρι του 1912 στη Ραιδεστό όταν ο σεισμός ήρθε σαν δράκος του παραμυθιού να καταπιεί τη μικρή Αλισάβα και τα αδέλφια της, να σύρει τα φορτωμένα κάρα σε νέους τόπους και να παίξει με τα κουβάρια της ζωής τους. Πολλά χρόνια μετά, εκεί στο χιονισμένο δρομάκι, φάνηκε μια παράξενη σκιά. Έτσι κουκουλωμένη όπως ήταν με τη μπέρτα της, σαν λάμια, ήταν μια τρομακτική φιγούρα για τα παιδιά, αινιγματική για τους μεγάλους.
Ήταν Χριστούγεννα κι έκανε κρύο. Η Αλισάβα έπιασε το μικρό αγόρι από το χέρι και το οδήγησε στο σπίτι της. Εκείνο, σαστισμένο, κάθισε κοντά στη σόμπα, παρατηρώντας τους καναπέδες με τα υφαντά και τις ξεθωριασμένες φωτογραφίες στον τοίχο. Τον κέρασε κουραμπιέ και της είπε τα κάλαντα. Από κείνη τη μέρα τα δακρυσμένα μάτια της θα μολογούσαν χιλιάδες θύμησες στον Νικηφόρο. Όλα όσα φύλαγε εξήντα τόσα χρόνια…
Το ταξίδι ατέλειωτο, δελεαστικό, μήνες θαρρείς κρατούσαν οι διηγήσεις, μήνες κι εποχές ολόκληρες, άπλωνε το χέρι ο Νικηφόρος και πίστευε ότι θα τις αγγίξει. Κι όταν το αγόρι έγινε άντρας και η παράξενη σκιά ετοιμαζόταν να ταξιδέψει, πάλι μια κουρελού ολοκαίνουρια απάτητη, με χρώματα ζωντανά, θα τους έδενε για πάντα…
Η ιστορία ξεκινά το καλοκαίρι του 1912 στη Ραιδεστό όταν ο σεισμός ήρθε σαν δράκος του παραμυθιού να καταπιεί τη μικρή Αλισάβα και τα αδέλφια της, να σύρει τα φορτωμένα κάρα σε νέους τόπους και να παίξει με τα κουβάρια της ζωής τους. Πολλά χρόνια μετά, εκεί στο χιονισμένο δρομάκι, φάνηκε μια παράξενη σκιά. Έτσι κουκουλωμένη όπως ήταν με τη μπέρτα της, σαν λάμια, ήταν μια τρομακτική φιγούρα για τα παιδιά, αινιγματική για τους μεγάλους.
Ήταν Χριστούγεννα κι έκανε κρύο. Η Αλισάβα έπιασε το μικρό αγόρι από το χέρι και το οδήγησε στο σπίτι της. Εκείνο, σαστισμένο, κάθισε κοντά στη σόμπα, παρατηρώντας τους καναπέδες με τα υφαντά και τις ξεθωριασμένες φωτογραφίες στον τοίχο. Τον κέρασε κουραμπιέ και της είπε τα κάλαντα. Από κείνη τη μέρα τα δακρυσμένα μάτια της θα μολογούσαν χιλιάδες θύμησες στον Νικηφόρο. Όλα όσα φύλαγε εξήντα τόσα χρόνια…
Το ταξίδι ατέλειωτο, δελεαστικό, μήνες θαρρείς κρατούσαν οι διηγήσεις, μήνες κι εποχές ολόκληρες, άπλωνε το χέρι ο Νικηφόρος και πίστευε ότι θα τις αγγίξει. Κι όταν το αγόρι έγινε άντρας και η παράξενη σκιά ετοιμαζόταν να ταξιδέψει, πάλι μια κουρελού ολοκαίνουρια απάτητη, με χρώματα ζωντανά, θα τους έδενε για πάντα…
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις