0
Your Καλαθι
Σωρείτες
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Η ηδονή είναι το επιχείρημα που εξισώνει κάθε προσπάθεια. Η ηδονή είναι η αυταπάτη ότι η πράξη σου είναι ορθή. Η ηδονή είναι ένα νόμισμα με μία μόνον όψη. Είναι ο ήχος της σωρευμένης μάρκας που ο κρουπιέρης σπρώχνει στο μέρος σου. Η ηδονή είναι ένα γκρουπούσκουλο που ανεμίζει μοναχό τις μπαντιέρες του μέσα στην πόλη. Η ηδονή είναι η εξαργύρωση ενός στίχου. Η ηδονή είναι η επιτυχία μιας ατυχίας.
Η ηδονή δεν προγραμματίζεται. Δεν έχει σάρκα, δεν έχει νεύρα, δεν έχει γλώσσα, δεν έχει εχθρό. Δεν έχει όριο. Η ηδονή είναι ταπεινή, είναι ακλόνητη. Φτωχή, μεγάλη. Ακραιφνής, παντοδύναμη.
Η ηδονή είναι η πρώτη αρπαγή. Είναι το σύνθημα για τη λεηλασία. Κρατάει στα χέρια της το αόρατο δρεπάνι που θερίζει.
Η ηδονή είναι η τέλεια σύμπνοια με το Μεγάλο Αφεντικό. Είναι μια κλίμακα που μόνο ανέρχεσαι. Δεν κατεβαίνεις. Παράνομη, "αποταμιεύεται", νόμιμη, παράγει consensus.
Παράξενο και λογική, περιγραφική περιέργεια και τιθασευμένη φαντασία κάνουν τους "Σωρείτες" σωρείτες. Σύννεφα από βαμβάκι που κρύβουν ένα μάτι σκοτεινό, συλλογισμοί που καταργούν το αυτονόητο. Ιστορίες φανταστικές, δυνητικοί καθρέφτες, όπου τη θέση του κασσίτερου καταλαμβάνει το χιούμορ.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ξεπερνώντας τη δεκαπενταετία ως προς την παρουσία της στα γράμματα, η Κλαίρη Μιτσοτάκη έχει αποδείξει πως κάθε φορά που εμφανίζεται με καινούρια δουλειά της, επιδιώκει να κάνει κάτι εντελώς διαφορετικό από εκείνο που δοκίμασε στην προηγούμενη. Ετσι, αν στο προτελευταίο πεζό της, που κυκλοφόρησε πριν από δέκα χρόνια με τίτλο «Flora Mirabilis», συναιρεί την προφορικότητα με το δοκιμιακό λόγο σε μια σύνθεση η οποία βάζει αντικριστά δύο εκ φύσεως αντιθετικές γλώσσες, στους ανά χείρας «Σωρείτες» (συλλογή με δύο νουβέλες, τρία διηγήματα και οκτώ εκτενείς αφορισμούς) το βλέμμα της κινείται προς μιαν άλλη περιοχή -την περιοχή της δραματικής φάρσας ή της συγκρατημένης ιλαροτραγωδίας. Και για να περάσει σε μια τέτοια περιοχή, η Μιτσοτάκη αποφεύγει εξαρχής τον οποιονδήποτε χρωματισμό, αλλά και τον οποιονδήποτε καθοδηγητικό ή προεξαγγελτικό τόνο στην αφήγησή της. Τίποτε δεν προετοιμάζει τον αναγνώστη στην αρχή, αλλά και στην εξέλιξη των ιστοριών της για την απρόσμενη και εν πολλοίς παράδοξη έκβασή τους. Το ειρωνικό παιχνίδι εν προκειμένω λειτουργεί όχι στο επίπεδο του ύφους, αλλά στο επίπεδο της αφηγηματικής δομής.
Το βάρος των παθημάτων
Οι πρωταγωνιστές της Μιτσοτάκη φτάνουν κάποια στιγμή στη ζωή τους σ' ένα όριο: ένα όριο πέραν του οποίου μπορεί να πετύχουν το απόλυτο κέρδος ή να εξασφαλίσουν την απόλυτη καταστροφή, χωρίς, όμως, να μπορούν να συνειδητοποιήσουν ούτε το ένα ούτε το άλλο, και προχωρώντας σαν να μην έχει αλλάξει τίποτε μέσα τους ή γύρω τους. Και ακριβώς αυτή η έλλειψη επίγνωσης της μεταιχμιακής τους κατάστασης, στην οποία έχουν περιπέσει κατά τον οδυνηρότερο τρόπο, ανοίγει την πόρτα στην πιθανότητα του εξευτελισμού και της γελοιοποίησης. Τόσο, όμως, ο εξευτελισμός όσο και η γελοιοποίηση δεν έρχονται ποτέ, εξαιτίας του βάρους των υπέρογκων παθημάτων τα οποία τους επιφυλάσσει η τύχη.
Στις νουβέλες «Ονειρο, πραγματικότητα, αυταπάτη» και «Η τέλεια αναλογία» οι ήρωες είναι αδύνατον να κατανοήσουν τον εαυτό τους και να διαγνώσουν τις πραγματικές τους επιθυμίες. Στην πρώτη νουβέλα, ο Παύλος ετοιμάζει με σπαρακτική βεβαιότητα τους γάμους του, ενώ ένα αστείο ατύχημα στις σκάλες του παρισινού μετρό αποκαλύπτει κυριολεκτικά την εσχάτη ώρα τον εντελώς εσφαλμένο προσανατολισμό του: χάνει το τρένο γιατί τρέχει να το περιμένει, χωρίς την παραμικρή υποψία για το λάθος του, στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Στη δεύτερη νουβέλα, ο Γεράσιμος σπεύδει με υψωμένα τα χέρια προς το μεγάλο έρωτά του, ενώ στη φάση της αποκορύφωσης των αισθημάτων του ένας χονδροειδής χειρισμός, που ο ίδιος τον περνά για λεπταίσθητη έμπνευση, αδειάζει σε μερικά δευτερόλεπτα ολόκληρο το πάθος του: άδειασμα το οποίο τον καθηλώνει στην αναπηρία από την οποία υπέφερε ο προκάτοχός του στην καρδιά της αγαπημένης του. Ανάλογες συνθήκες συναντάμε και στα διηγήματα «Π», όπου ο Αντώνης βυθίζεται στην τρέλα ύστερα από μια τεράστια παρεξήγηση ως προς το ρόλο και τις προθέσεις της θυρωρού της πολυκατοικίας του, «Ροζ και μαύρο», όπου ο Γρηγόρης πεθαίνει πρόωρα λόγω της αδυναμίας του να διευκρινίσει τους όρους με τους οποίους μεγαλώνει τα παιδιά του, και «Φύση, φόβος, φίδι», όπου ο Ιζάκ αφήνει την τελευταία του πνοή επειδή του είναι αδύνατον να απαλλαγεί από την ενοχή για ένα λογιστικό του λάθος.
Το τούνελ της ακύρωσης και της ματαιότητας
Ενεργούμενα της μοίρας τους, αλλά και απολύτως υπόλογοι για την ανικανότητά τους να καταλάβουν τον κόσμο και τον εαυτό τους, καταστατικά απροσάρμαστοι, αλλά και δυστυχισμένες συνειδήσεις, επειδή δεν μπορούν να επιφέρουν καμία αλλαγή στις δεσμεύσεις και τις αδράνειές τους, υπεύθυνοι για τις μεγαλύτερες, ίσως, γκάφες του βίου τους, αλλά και παντελώς ανεύθυνοι για όλα τα λάθη τους: αυτοί είναι οι άνθρωποι της Μιτσοτάκη, μισοί φτασμένοι στα πρόθυρα της γελοιότητας, μισοί χωμένοι στο τούνελ της διάψευσης και της ματαιότητας. Οι δύο νουβέλες ξεχωρίζουν για τον εξαιρετικά καλά οργανωμένο εσωτερικό φωτισμό τους, αλλά και για τη συναρπαστική τους σκηνοθεσία, που τις τοποθετεί με πλήρη ασφάλεια στη γραμμή του υπαρξιακού θρίλερ. Από τα τρία διηγήματα ως κορυφαίο προβάλλει ασφαλώς το «Π», που κλιμακώνει δαιμονικά την πορεία του πρωταγωνιστή του προς την παράνοια. Και το «Ροζ και μαύρο», όμως, όπως και το «Φύση, φόβος, φίδι» έχουν λειτουργικά και αποτελεσματικά συναρμοσμένα τα υλικά τους και αποτελούν εξίσου σπουδαία κομμάτια της συλλογής.
Απομένουν το δοκιμιακού τύπου «Πέρασμα του Υδροχόου» και οι αφοριστικής έμπνευσης, όπως το είδαμε και προεισαγωγικά, «Σωρείτες». Καλογραμμένα και με έντονο εσωτερικό ρυθμό κείμενα, στέκουν, παρ' όλα αυτά, κάπως αμήχανα, αν συσχετιστούν με το βασικό κορμό του βιβλίου και την πυκνή θεματική και δραματουργική του ενότητα. Και κατά μόνας, ωστόσο, αν εξεταστούν, δεν είναι σαφής ο σκοπός τους ούτε γίνεται ιδιαίτερα ευνόητο το νόημά τους. Μοιάζουν περισσότερο με ασκήσεις γραφής, με ένα είδος επίδειξης δεξιοτεχνίας, της οποίας η απόλαυση διαρκεί μόνον όσο κρατάει η ανάγνωση. Αλλά αυτό, βεβαίως, ουδόλως επηρεάζει τη συνολική σημασία του βιβλίου, που δείχνει, μεταξύ άλλων, σε πόσο πρωτότυπες αναζητήσεις έχει τις ικανότητες να επιδοθεί η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία όταν δεν θέλει να τρέφεται με τις αβάντες και τις ευκολίες της περιρρέουσας ατμόσφαιρας.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 02/06/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις